Άμα ζήσω θα τους : Πώς ο αθυρόστομος Καραϊσκάκης έκανε όπλο το μεγαλύτερο ελάττωμά του
Λίγοι άνδρες στην ελληνική Ιστορία ήταν τόσο ιδιαίτεροι όσο ο μεγαλύτερος, μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, πολέμαρχος της επανάστασης του 1821.
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης δεν διακρίθηκε μόνο για το ηγετικό χάρισμα και τη στρατηγική ευφυΐα του, αλλά και για τη φαινομενική αθυροστομία του – το δικό του μοναδικό τρόπο εκφοράς του λόγου μέσα από ένα ακατάσχετο υβρεολόγιο, όπως μαρτυρούν έγγραφα και ιστορικές πηγές.
Η άποψη όσων γνώρισαν τον αρχιστράτηγο της Στερεάς Ελλάδας στη δεύτερη φάση της επανάστασης και πολέμησαν μαζί του, δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για το εύρος των προτερημάτων που τον διέκριναν. Για τους Τούρκους και τον Κιουταχή προσωπικά, που αρεσκόταν να προσεγγίζει τις μάχες μαζί του – από το Μεσολόγγι (1825) έως την πολιορκία της Ακρόπολης (1827) – με όρους προσωπικής «βεντέτας», ήταν ο πιο σεβάσμιος και επικίνδυνος εχθρός για τα οθωμανικά στρατεύματα της Ρούμελης.
Πέραν της ανδρείας του και της οξυδέρκειας του στο πεδίο της μάχης, οι επίσημοι βιογράφοι του, Γεώργιος Γαζής, Δημήτριος Αινιάν, καθώς και ο Νικόλαος Κασομούλης, που τον έζησε από κοντά και του αφιερώνει εκτεταμένα αποσπάσματα στα «Ενθυμήματά» του, δεν ήταν δυνατό να μην αναφερθούν και στο χαρακτηριστικό που τον ξεχώριζε απ’ όλους τους άλλους στρατιωτικούς διοικητές του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα: την έμφυτη τάση του να βωμολοχεί διαρκώς, είτε σε κατάσταση ευθυμίας με τους συντρόφους του, είτε απαντώντας με ενυπόγραφες επιστολές στον εχθρό.
Οι περισσότεροι Έλληνες που πήραν μέρος στην Επανάσταση ήταν άνθρωποι λαϊκής καταγωγής, κατά συντριπτική πλειονότητα αγράμματοι και προφανώς ελάχιστα δεσμευμένοι από τους κανόνες της λεκτικής ευπρέπειας. Οι ύβρεις δεν ήταν προφανώς κάτι σπάνιο στο λεξιλόγιο τους, ο Καραϊσκάκης ωστόσο έφτανε σε επίπεδο… παραληρήματος και σύμφωνα με την καθηγήτρια του Νέου Ελληνισμού κ. Μαρία Ευθυμίου, η βωμολοχία του «ήταν τόσο συνεχής και έντονη, που οι συναγωνιστές του χρειάστηκε να αποδεχθούν το ελάττωμά του ως «χούι», προκειμένου να μπορέσουν να συνυπάρχουν και να συμπολεμούν μαζί του».
Ο θρυλικός οπλαρχηγός είχε το μοναδικό… χάρισμα να αξιοποιεί κατ’ επανάληψη κάθε περιθωριακή λέξη του περιορισμένου λεξιλογίου του σε δημιουργικές συνθέσεις. «Έλα σκατότουρκε, έλα Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους· έλα να ακούσεις τα κέρατά σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσετε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε από ημάς συνθήκην με έναν κόντζιά σκατό-Σουλτάν Μαχμούτην –να τον χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτ@ν@». Αυτή ήταν η απάντηση του στον απεσταλμένο του Τούρκου στρατιωτικού αρχηγού των Τρικάλων, Σιλιχτάρ Μπόδα, όταν εκείνος πήγε να τον συναντήσει στα Άγραφα, προσβλέποντας σε συνέργεια ή αποχή των αρματολών της περιοχής προ των σχεδιαζόμενων εκστρατειών των Τούρκων.
Το σήμα – κατατεθέν στην ομιλία του Έλληνα στρατάρχη πήγαζε τόσο από τα προσωπικά βιώματά του, όσο και από τη σατυρική και αυτοσαρκαστική διάθεσή του. Ως καρπός του παράνομου έρωτα ενός κλέφτη καπετάνιου και μιας καλόγριας, βίωσε από παιδί έναν έντονο κοινωνικό αποκλεισμό που τον σημάδεψε και τον απομάκρυνε από κοινωνικές νόρμες, γαλουχώντας τον με μια διάθεση εχθρότητας και οργής για τον έξω κόσμο. Ο παραληρηματικός βωμολοχικός λόγος του ήταν μια διέξοδος να ξεθυμάνει το θυμό που προέκυπτε από τη ρετσινιά του «μούλου» και του «γύφτου», που τον συνόδευαν σε όλη τη ζωή του. Ο ίδιος μεγάλωσε με θετούς γονείς, μία οικογένεια Σαρακατσάνων, αφού η μητέρα του τον εγκατέλειψε – αδυνατώντας να αντέξει το διασυρμό μιας παράνομης σχέσης – και πέθανε όταν αυτός ήταν 8 ετών.
Δεν ήταν συνεπώς παράδοξο ότι αποστρεφόταν κάθε πατρικό – φυσικό πατέρα δεν γνώρισε – και μητρικό ή οικογενειακό πρότυπο, ούτε και ότι διατράνωνε την περιφρόνηση του απέναντι σε κάθε είδους κοινωνική σύμβαση που σχετίζεται με τον ενσυνείδητο καθωσπρεπισμό της τότε αγροτικής οικογένειας. Τη διάσημη προσφώνηση «γιος της καλογριάς» την χρησιμοποιούσαν λιγότερο οι άλλοι και περισσότερο ο ίδιος, ενώ για τη μητέρα του συνήθιζε να λέει απαξιωτικά ότι «εμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες ψω..ες ώσπου να με γεννήσει»!
Περίφημη ήταν η τάση του να χρησιμοποιεί κατά κόρον μια συγκεκριμένη λέξη, αυτή που υποδηλώνει το ανδρικό μόριο. Σχεδόν κάθε φορά που δεχόταν προτάσεις για ειρήνευση ή συνεργασία –είτε από Τούρκους είτε από Έλληνες– απαντούσε πως θα ρωτήσει τον «πούτζον» του και θα απαντήσει καταλλήλως!
Τον Ιούλιο του 1823, ο Μαχμούτ Πασάς έστειλε επιστολή – τελεσίγραφο στον Καραϊσκάκη, δίνοντας του διορία 15 ημερών να αποφασίσει αν θα πάει μαζί του. Για να λάβει την εξής απάντηση: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».
Ο Καραϊσκάκης ήταν παράλληλα και εκείνος ο παράτολμος, αυθόρμητος, αντισυμβατικός τύπος, που αντιμετώπιζε διάφορες καταστάσεις με άγνοια κινδύνου και ένα δικό του ιδιαίτερο χιούμορ. Την εποχή της θητείας του στην αυλή του Αλή Πασά, είχε επιδείξει, σηκώνοντας τη φουστανέλα του, τα γεννητικά του όργανα στο γιο του Αλή, Μουχτάρ Πασά, ενώ στη μάχη στο Κομπότι της Άρτας (Ιούλιος 1821) ανέβηκε σε ένα βράχο και για να προβοκάρει τους Τούρκους σήκωσε τη φουστανέλα, δείχνοντας τα οπίσθιά του!
Αν και αρχηγός, ήταν αυτός το μεγαλύτερο «πειραχτήρι» του ασκεριού του. Έχοντας πολύ γερά νεύρα, γνώριζε να εκτονώνει την ένταση στις δύσκολες στιγμές και οι δικοί του αστεϊσμοί ήταν το καλύτερο αγχολυτικό τις παραμονές της μάχης, χαλαρώνοντας τους συντρόφους του, που προσέβλεπαν πάντα σε εκείνον.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της σατυρικής προσέγγισης του και της τάσης του να σκαρώνει έως και φάρσες, είναι αυτό που συνέβη όταν δέχτηκε την επίσκεψη ενός καινούριου γιατρού, μια ημέρα που η ασθένεια του (έπασχε από μικρός από φυματίωση) είχε υποτροπιάσει. Για να τον δοκιμάσει, ο Καραϊσκάκης έκρυψε κάτω από τα σκεπάσματα έναν από τους άνδρες του. Ο γιατρός έπεσε στην παγίδα και όταν έπιασε το χέρι του παλικαριού αντί για το δικό του, έκανε την εξής… διάγνωση: «Στρατηγέ, οι δυνάμεις σου έχουν πέσει πολύ». Αφού ο ασθενής τίναξε τα σκεπάσματα και ο γιατρός κατάλαβε έκπληκτος ότι δεν είχε εξετάσει το δικό του χέρι, του απάντησε: «Ο που..ος μου έπεσε μωρέ, όχι οι δυνάμεις μου!».
Και ποια θα μπορούσαν να είναι τα τελευταία λόγια ενός ανθρώπου, που αγάπησε όσο κανείς το χυδαίο λόγο και μίσησε και «χάλασε» όσο λίγοι τους Τούρκους; Σύμφωνα με τον Νικόλαο Κασομούλη, ο επιθανάτιος ρόγχος μετά το μοιραίο βόλι στη βουβωνική χώρα, την αποφράδα 22α Απριλίου του 1827, βγήκε με τη μορφή μίας φράσης.
«Κλάστε μου τώρα τον πούτζον!….»
menshouse.g