Έγκλημα πάθους στην Πλάκα: Λίγα λεπτά ελευθερίας να είχα και θα σας σκότωνα όλους
Ήταν ένα τέταρτο πριν τις 8 το πρωί της 23ης Νοεμβρίου του 1970, στη διασταύρωση των οδών Απόλλωνος και Αγίας Φιλοθέης στην Πλάκα, όταν οι πυροβολισμοί που ακούστηκαν «πάγωσαν» τους περαστικούς που βιαστικοί κατευθύνονταν προς τις δουλειές τους στο κέντρο της Αθήνας.
Όλοι έστρεψαν το βλέμμα προς το σημείο που ακούστηκε ο εκκωφαντικός θόρυβος και είδαν μια όμορφη κοπέλα να κείτεται αιμόφυρτη στη μέση του δρόμου και έναν νεαρό άνδρα να τρέπεται σε φυγή κρατώντας ένα περίστροφο. Κάποιοι έσπευσαν να δώσουν τις πρώτες βοήθειες στην νεαρή γυναίκα την ώρα που ένα αυτοκίνητο σταματούσε και τον οδηγό του να προσφέρεται να την μεταφέρουν στο νοσοκομείο.
Άλλοι πάλι καταδίωξαν το δράστη ο οποίος, ύστερα από περίπου 70 μέτρα, μπήκε στο κτίριο γραφείων μιας εταιρείας και κρύφθηκε στο μηχανοστάσιο της κεντρικής θέρμανσης, ελπίζοντας πως θα κατάφερνε όχι να μην συλληφθεί, αλλά να αποφύγει το λιντσάρισμα, όπως θα έλεγε αργότερα.
Οι πολίτες έμειναν έξω από το κτίριο όπου είχε ταμπουρωθεί ο δράστης και ειδοποίησαν την αστυνομία. Εκείνος, καλά κρυμμένος, έβαλε στο περίστροφο του άλλες έξι σφαίρες μοιάζοντας αποφασισμένος να το χρησιμοποιήσει στην περίπτωση που χρειαζόταν. Λίγο αργότερα, όμως, όταν το πλήρωμα του περιπολικού, που έφτασε έξω από το κτίριο, τον κάλεσε να παραδοθεί εκείνος δεν πρόβαλε καμία αντίσταση. Βγήκε από την κρυψώνα του και τους παρέδωσε το όπλο.
Την ίδια ώρα, οι γιατροί διαπίστωναν το θάνατο της νεαρής γυναίκας η οποία δεν άντεξε και ξεψύχησε υποκύπτοντας στα βαριά τραύματά της. Θύμα ήταν η 19χρονη μοδίστρα Ελένη Κοκολάκη και θύτης ο 24χρονος ναυτικός Θρασύβουλος Ζυμβραγουδάκης.
Τόπος καταγωγής και των δύο το χωριό Κουρνά Χανίων απ’ όπου, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, άρχισε να ξετυλίγεται η κοινή τους ιστορία η οποία κατέληξε σε τραγωδία. Εκεί το νεαρό ζευγάρι γνωρίστηκε, 15 μήνες νωρίτερα, όταν ο 24χρονος είχε ξεμπαρκάρει και η 19χρονη επισκεπτόταν τους γονείς της στο χωριό.
«Για εμένα ήταν όλος ο κόσμος»
Ο Θρασύβουλος Ζυμβραγουδάκης οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα και εκεί αφηγήθηκε τη δική του αλήθεια για το τι ήταν αυτό που όπλισε το χέρι του και τον έκανε να σκοτώσει την γυναίκα που, όπως ισχυρίστηκε, αγαπούσε.
«Ήταν μια τρέλα αυτό που έκανα. Μα εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι έκανα. Το μυαλό μου θόλωσε. Την αγαπούσα, ήθελα να την κάνω γυναίκα μου. Την είχα ζητήσει από τους δικούς της και εκείνη ξαφνικά, ύστερα από 15 μήνες γνωριμίας, με άφησε χωρίς να μου πει το γιατί. “Δεν σε θέλω”, μου έλεγε, όσες φορές τη ρωτούσα. “Δεν σε θέλω”, χωρίς να μου εξηγεί το γιατί. Εγώ, όμως, την αγαπούσα και δεν ήθελα να τη χάσω. Γιατί για εμένα ήταν όλος ο κόσμος. Πίστευα πάντα πως θα κατάφερνα να την κάνω να αλλάξει γνώμη. Γι’ αυτό ήρθα από την Κρήτη για να τη συναντήσω και να της ζητήσω να ξανακουβεντιάσουμε το ζήτημα μας και να δώσουμε μια λύση. Αλλά εκείνη όταν την πλησίασα δεν θέλησε να ακούσει κουβέντα. Μου γύρισε τις πλάτες και έκανε να φύγει. Την ακολούθησα παρακαλώντας την να δεχθεί να καθίσουμε κάπου να κουβεντιάσουμε μα εκείνη συνέχιζε το δρόμο της, χωρίς να μου δίνει σημασία. Αυτό ήταν που με έκανε να κάνω αυτό που έκανα. Και τότε, χωρίς να καταλαβαίνω τι κάνω, έβγαλα το περίστροφο και την πυροβόλησα».
Ο 24χρονος είπε πως για όλα έφταιγε «η κακιά ώρα», καθώς δεν ήθελε να σκοτώσει την αγαπημένη του, αλλά να την φοβίσει και γι’ αυτό το λόγο είχε μαζί του ένα περίστροφο «Σμιθ 32», το οποίο είχε αγοράσει σε ένα από τα ταξίδια του στην Αυστραλία. Ο 24χρονος ήρθε εκείνο το πρωί από την Κρήτη στην Αθήνα και αναζήτησε την Ελένη για να της μιλήσει, κάνοντας μια ακόμη προσπάθεια για να τα ξαναβρούν.
«Η κακιά ώρα άλλαξε τα πράγματα και με έκανε φονιά. Τώρα πια είναι όλα χαμένα. Εκείνη χάθηκε και εγώ θα καταλήξω στη φυλακή. Δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου πως μια γνωριμία 15 μηνών θα είχε αυτό το τέλος», είπε στους αστυνομικούς.
Αλλά και ενώπιον του εισαγγελέα όπου οδηγήθηκε, ο 24χρονος συντετριμμένος περιέγραψε πως, λίγο πριν τη μοιραία στιγμή είχε ζητήσει από τη 19χρονη να κουβεντιάσουν, κάτι που εκείνη δεν δέχτηκε παρ’ όλες τις παρακλήσεις του. «Όλα μου φάνηκαν πως γκρεμίζονταν και δεν είχε κανένα νόημα η ζωή. Σε αυτήν είχα στηρίξει τα πάντα και ήλπιζα πως κάποτε θα την κατάφερνα να αλλάξει γνώμη. Να της γυρίσω τα μυαλά που της τα είχαν αναστατώσει οι δικοί της. Χαμένος πια δεν ήξερα τι έκανα.
Μου λένε πως της έριξα έξι σφαίρες. Εγώ όμως δεν άκουσα παρά μόνον έναν πυροβολισμό. Δεν ήθελα να της κάνω κακό, την αγαπούσα και το περίστροφο το είχα μαζί του για να την απειλήσω και όχι για να της αφαιρέσω τη ζωή που ήταν σαν να αφαιρούσα τη δική μου. Ότι έγινε, έγινε από μια αναποδιά της μοίρας».
«Το κορίτσι δεν έκανε παρέα μαζί του»
Ο Θρασύβουλος Ζυμβραγουδάκης ισχυρίστηκε πως διατηρούσε σχέση για 15 ολόκληρους μήνες με την Ελένη Κοκολάκη οι συγγενείς της οποίας, όμως, παρουσίασαν μια άλλη εκδοχή υποστηρίζοντας πως, η νεαρή γυναίκα είχε απορρίψει τον έρωτα του και εκείνος την απειλούσε για να την κάνει να γυρίσει πίσω και να τον παντρευτεί
Η Κοκολάκη, τα τελευταία δέκα χρόνια, έμενε στην Αθήνα μαζί με την μητέρα του νονού της και η οποία την είχε σαν παιδί της. Μάλιστα, είχε φροντίσει να μάθει την τέχνη της μοδίστρα και η νεαρή κοπέλα δούλευε σε ατελιέ συγγενικού της προσώπου στην Πλάκα, λίγα μόλις μέτρα, από το σημείο όπου έπεσε νεκρή. Κάπου-κάπου, όμως, πήγαινε στο χωριό και έμενε για λίγο καιρό κοντά στους γονείς της. Όπως είπε στην αστυνομία ο ιδιοκτήτης του ατελιέ Κ. Παπαδάκης, «Σε ένα απ’ αυτά τα ταξίδια της, πριν 15 μήνες, ο 24χρονος είδε την Ελένη, μόλις είχε ξεμπαρκάρει. Του άρεσε και της ζήτησε να κάνουν παρέα για να γνωριστούν καλύτερα. Εκείνη, όμως, δε δέχτηκε.
Εκείνος την πίεζε όπως και τους γονείς της. Ούτε όμως και εκείνοι τον ήθελαν για γαμπρό τους και του το είχαν πει καθαρά». Στην μαρτυρία του ο Παπαδάκης επέμενε πως, σε καμία περίπτωση δεν είχε δημιουργηθεί οποιουδήποτε είδους σχέση μεταξύ τους και πως, όλα όσα λέει ο κατηγορούμενος είναι ψέματα.
«Το κάνει για να ελαφρύνει τη θέση του. Το κορίτσι δεν έκανε παρέα μαζί του, αντίθετα τον είχε πάντα σε απόσταση, γιατί δεν ήθελε να παντρευτεί ναυτικό. Ήθελε άνδρα να βρίσκεται κοντά της και όχι να θαλασσοδέρνεται και να τον βλέπει μια φορά στους δυο μήνες ή και στο χρόνο. Μα εκείνος δεν το έβαζε κάτω. Μια και του άρεσε ήθελε να την κάνει γυναίκα του με το στανιό. Πολλές φορές, μάλιστα, την είχε φοβερίσει ότι θα την σκότωνε αν δεν δεχόταν την πρόταση του. Αυτό το είχε πει η Κοκολάκη στους γονείς της και σε εμένα. Για το λόγο αυτό, μάλιστα, είχε σταματήσει να πηγαίνει στο χωριό για να μην τη βλέπει, ελπίζοντας πως θα την ξεχνούσε και θα σταματούσε να την ενοχλεί και να την απειλεί. Έτσι τα πράγματα πήραν πολύ άσχημο δρόμο. Οι απειλές έγιναν πιο συχνές και το κορίτσι δεν ήξερε πια τι να κάνει. Δεν πέρασε, όμως από το μυαλό μας πως θα πραγματοποιούσε αυτό που έλεγε, γιατί τότε θα καταφεύγαμε στην αστυνομία και θα παίρναμε και μέτρα προφύλαξης».
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, η Ελένη Κοκολάκη πυροβολήθηκε πισώπλατα, έφερε τέσσερα τραύματα, στον αυχένα, την καρδιά, τους πνεύμονες και την ωμοπλάτη και ήταν αδύνατο να επιζήσει.
«Καθάρματα, θα σας εκδικηθώ όλους»
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1972 ο Θρασύβουλος Ζυμβραγουδάκης κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου, κατηγορούμενος για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Το βλέμμα του, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ήταν χαμηλωμένο και ούτε για μια στιγμή δεν κοίταξε τους συγγενείς της Ελένης που εξαπέλυσαν δριμύ κατηγορώ σε βάρος του. Οι γονείς της 19χρονης, Γεώργιος και Αγγελική Κοκολάκη, κατέθεσαν στο δικαστήριο πως ουδέποτε υπήρχε δεσμός μεταξύ της κόρης τους και του κατηγορούμενου. «Σκότωσε το καλό μου το κορίτσι γιατί δεν ήθελε να τον παντρευτεί. Πολύ καιρό μας έστελνε μηνύματα αλλά ούτε το κορίτσι μου, ούτε και το σόι μας τον ήθελε», είπε η μητέρα ενώπιον του δικαστηρίου.
Πρόεδρος: Ο κατηγορούμενος την απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει;
Μητέρα θύματος: Μάλιστα και της είχα πει να κάνει τάμα στην Παναγιά.
Συνήγορος: Τι λέτε, την αγαπούσε ο κατηγορούμενος την κόρη σας;
Μητέρα θύματος: Δεν ξέρω. Αν την αγαπούσε δεν θα τη σκότωνε. Ήθελε όμως να την πάρει (να την παντρευτεί).
Και όταν ήρθε η ώρα της απολογίας του, εκείνος μίλησε για «ένα έγκλημα πάθους» και επανέλαβε πως το μυαλό του θόλωσε από τον έρωτα και την απόρριψη και έγινε φονιάς χωρίς να το θέλει, αφού πρόθεση του ήταν να φοβίσει την Ελένη και να την κάνει να γυρίσει και πάλι κοντά του.
Ο Ζυμβραγουδάκης, θεωρούσε πως η Ελένη τον αγαπούσε και έλεγε ψέματα πως δεν τον ήθελε, γιατί την πίεζε η οικογένεια της και γι’ αυτό το λόγο, ήταν αποφασισμένος να την παντρευτεί.
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ζήτησε την ενοχή του κατηγορούμενου τον οποίο χαρακτήρισε «εγωκεντρικό και αδίστακτο εγκληματία».
Και όταν άκουσε τους δικαστές να τον καταδικάζουν σε ισόβια κάθειρξη ο Θρασύβουλος Ζυμβραγουδάκης ξέσπασε «Εγώ που την αγαπούσα ισόβια;», φώναξε και στράφηκε σε βάρος των συγγενών της άτυχης κοπέλας, ουρλιάζοντας: «Κτήνη με στείλατε για πάντα στη φυλακή. Καθάρματα, θα σας εκδικηθώ όλους… Λίγα λεπτά ελευθερίας να είχα και θα σας σκότωνα όλους. Θα σας έσφαζα και θα σας έπινα το αίμα».
Μάλιστα, χρειάστηκε η επέμβαση της αστυνομίας για να καταφέρουν να τον συγκρατήσουν και να τον οδηγήσουν και πάλι στη φυλακή.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου