Έχεις βρει το άλλο σου μισό; – Το τεστ των 2 ερωτήσεων
Όταν ερωτευόμαστε παράφορα ή όταν μια σχέση αρχίζει να σοβαρεύει, αναπόφευκτα μας ταλανίζει η αμφιβολία αν πράγματι πρόκειται για σχέση ζωής.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα οδηγήσει στη μεγάλη απόφαση αν θα συνεχίσουμε –ίσως και για πάντα– να έχουμε στη ζωή μας το συγκεκριμένο σύντροφο ή αν υπάρχει κάτι καλύτερο εκεί έξω για εμάς.
Είναι υγιές να σκεφτόμαστε καλά πριν πάρουμε μια μεγάλη απόφαση, είτε αφορά στις προσωπικές μας σχέσεις είτε σε άλλους καίριους τομείς της ζωής μας. Σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση International Economic Review, οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως βρήκαν μια απλή και αλάνθαστη μέθοδο που θα μας βοηθήσει να διαπιστώσουμε αν όντως έχουμε βρει το άλλο μας μισό.
Σας απασχολεί και εσάς αυτό το ερώτημα; Για να αποφασίσετε, το μόνο που χρειάζεται είναι
να απαντήσετε σε δύο ερωτήσεις:
– Πόσο ευτυχισμένοι είστε στη σχέση σας συγκριτικά με το πόσο ευτυχισμένοι θα ήσασταν εάν δεν είχατε το συγκεκριμένο σύντροφο;
– Τι πιστεύετε ότι απάντησε ο/η σύντροφός σας στην πρώτη ερώτηση;
Οι ερευνητές βασίστηκαν στο τεστ των 36 ερωτήσεων του ψυχολόγου Arthur Aron, το οποίο υποτίθεται πως έχει σαν στόχο να μας κάνει να ερωτευτούμε οποιονδήποτε έχουμε απέναντί μας. Ο παράδοξος αυτός ισχυρισμός στηρίζεται στη θεωρία του Aron και των συναδέλφων του, θεωρία που υποστηρίζει πως καλλιεργούμε την οικειότητα και είμαστε πιο «επιρρεπείς» στον έρωτα εάν ρωτήσουμε έναν άγνωστο συγκεκριμένες προσωπικές ερωτήσεις και στη συνέχεια απαντήσουμε στις ερωτήσεις αυτές και εμείς.
Οι 36 αυτές ερωτήσεις έχουν επιλεγεί στρατηγικά, είναι όμως πολλές κι έτσι οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια κατέληξαν πως μόνο δύο από αυτές αρκούν για να γίνει μια ακριβής και αξιόπιστη «αξιολόγηση» της σχέσης.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από παλαιότερη δημοσκόπηση που περιελάμβανε περισσότερα από 4.200 ζευγάρια. Είχε ζητηθεί από τους συμμετέχοντες να απαντήσουν σε ένα σύνολο ερωτήσεων, με τις απαντήσεις τους να καλύπτουν μια κλίμακα μεταξύ του «πολύ καλύτερα» και του «πολύ χειρότερα». Ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να απαντήσουν και πάλι στις ίδιες ερωτήσεις έξι χρόνια μετά.
Οι συγκριτικές αναλύσεις υπέδειξαν πως όσοι συμμετέχοντες ένιωθαν σε γενικές γραμμές πως δεν θα είναι πιο δυστυχισμένοι ως εργένηδες στην πρώτη φάση της έρευνας ήταν πιο πιθανό να έχουν χωρίσει έξι χρόνια μετά.
Παραδόξως, όσοι συμμετέχοντες υπερεκτίμησαν το πόσο ευτυχισμένος ήταν ο σύντροφός τους ήταν ακόμη πιο πιθανό να καταλήξουν χωρισμένοι.
Λιγότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες ήταν σε θέση να αξιολογήσουν σωστά πώς νιώθει ο σύντροφός τους.
Οι ερευνητές πιστεύουν ότι η υπερεκτίμηση των συναισθημάτων του συντρόφου οδηγεί αναπόφευκτα σε… σκληρότερες διαπραγματεύσεις μέσα στη σχέση, αυξάνοντας τις πιθανότητες να γίνουν σοβαρά λάθη. Για παράδειγμα, εάν ο σύζυγος πιστεύει ότι η σύζυγος είναι πολύ ευτυχισμένη, μπορεί να την πιέσει να αναλάβει περισσότερες υποχρεώσεις ή να συνεισφέρει περισσότερα χρήματα στο οικογενειακό εισόδημα. Εάν όμως η σύζυγος είναι ήδη με το ένα πόδι έξω από τη σχέση, θα δει τις απαιτήσεις αυτές ως το κερασάκι στην τούρτα και θα πάρει πολύ πιο εύκολα την απόφαση να φύγει.
Αν και οι δύο παραπάνω ερωτήσεις είναι πολύ απλές, μια ψύχραιμη και ώριμη απάντηση –όχι μια απάντηση που θα κατευνάσει τις ανησυχίες και τις ανασφάλειές μας– μπορεί πράγματι να δώσει την ετυμηγορία για τη σχέση.