Αφιέρωμα: Βρετανικό folk


Παρακάτω, θα αναφερθούμε σε σημαντικούς μουσικούς και συγκροτήματα που ανήκουν στη βρετανική folk σκηνή των δεκαετιών ’60 και ’70. Τα παρουσιαζόμενα albums περιέχουν ακουστική folk , folk rock, ψυχεδελική folk και progressive folk. Γενικά, αυτό με τις ταμπέλες και τις κατηγοριοποιήσεις μου τη σπάει αφάνταστα.

Όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες δημιούργησαν εκπληκτική folk μουσική που όμως δεν έμεινε περιχαρακωμένη. Επηρέασε και τράβηξε την προσοχή και μη folk καλλιτεχνών: Ο Donovan έκανε ντουέτο με τον Alice Cooper και περιόδευσε με τους Yes. Ο John Cale των Velvet Underground έπαιξε στο “Bryter Layter” album του Nick Drake. Ο Donovan και ο Roy Harper είχαν τον Jimmy Page να παίζει σε ηχογραφήσεις τους. Ο Phil Collins έκανε παραγωγή στον John Martyn. Οι Fairport Convention τζάμαραν επί σκηνής με τους Led Zeppelin. Η Sandy Denny έκανε ντουέτο με τον Robert Plant στο “The Battle of Evermore” των Led Zeppelin (βλέπε ΥΓ.1). Ο Roy Harper τραγούδησε στο “Have a Cigar” των Pink Floyd. O Mike Heron των Incredible String Band είχε στο πρώτο solo album του τους Pete Townshend, Keith Moon και Ronnie Lane. O υπερταλαντούχος Robin Williamson (βασική φωτό) επίσης των Incredible String Band συνεργάστηκε με τον γνωστό σκηνοθέτη και κινηματογραφικό παραγωγό, George Lucas. Ο Ian Anderson των Jethro Tull έκανε παραγωγή στο “Now We Are Six” album των Steeleye Span και ο David Bowie παίζει σαξόφωνο σε ένα από τα τραγούδια του. Η Maddy Prior των Steeleye Span συνεργάστηκε με τους Jethro Tull, Mike Oldfield και Status Quo. Η Vashti Bunyan εμφανίστηκε στην ταινία για το swinging London “Tonite Lets All Make Love in London” με τους Pink Floyd, John Lennon και Mick Jagger. Για να μην επαλαμβάνομαι στην πορεία και γίνομαι βαρετός ας ξεκινήσουμε με μια παραδοχή: Ο Bert Jansch επηρέασε το σύμπαν ολόκληρο. Φυσικά, δεν γίνεται να συμπεριληφθούν οι πάντες, ούτε το παρόν ενέχει θέση «λίστας» ή «απόλυτου οδηγού» γι’αυτό και η σειρά παρουσίασης των albums είναι συνειδητά τυχαία (βλέπε ΥΓ.2). Επίσης, όποιος θέλει μπορεί να διαβάσει τις συνεντεύξεις που έχω κάνει με τους: Donovan, Roy Harper , Joe Boyd (παραγωγός Pink Floyd, Nick Drake, Fairport Convention, Incredible String Band) και Roger Wootton (Comus) .

 

John Martyn –“Solid Air” (1973)

Το ύφος το album είναι πολύ χαλαρό, με λίγες εξαιρέσεις και είναι ιδανικό για ακρόαση τις πολύ προχωρημένες ώρες. Το ομώνυμο τραγούδι είναι αφιερωμένο στον -εν ζωή τότε- φίλο του Martyn, Nick Drake και ο ήχος του σαξοφώνου το εμπλουτίζει ουσιαστικά. Την πρώτη φορά που το άκουσα δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα με τα φωνητικά. Αργότερα τα συνήθισα. Το “Over the Hill” είναι το πιο αγαπημένο μου τραγούδι του album. Το πολύ ωραίο μαντολίνο το παίζει ο Richard Thompson των Fairport Convention. To “Don’t Want to Know” ξεκινάει σαν ακουστική folk μπαλάντα μέχρι που μπαίνει το ηλεκτρικό πιάνο και το οδηγεί σε πιο jazz κατευθύνσεις.Το πιο διαφορετικό/ σκοτεινό/πειραματικό τραγούδι του album -και η μοναδική διασκευή- είναι το “I’d Rather Be the Devil”. Σ’αυτό ξεχωρίζουν τα κρουστά και το όρθιο μπάσο του Danny Thompson (Pentangle). Όσο περισσότερο το ακούς, τόσο περισσότερα πράγματα ανακαλύπτεις. To “Go Down Easy” είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της χαλαρής ατμόσφαιρας του “Solid Air”. Στο “Dreams By the Sea” καταλαβαίνεις ότι εδώ υπάρχει ένα ικανότατο συγκρότημα, δεν είναι ο καλλιτέχνης μόνος του στο studio με μια κιθάρα. Τα drums του Dave Mattacks των Fairport Convention είναι εξαιρετικά, ο John “Rabbit” Bundrick (Free, The Who) παίζει υπέροχο πιάνο, ενώ επανεμφανίζεται και το σαξόφωνο του Tony Coe. Το “May You Never” θεωρείται τραγούδι-σήμα κατατεθέν του John Martyn και ο Eric Clapton το διασκεύασε στο “Slowhand” album του το 1977. Το “The Man in the Station” είναι ένα εκπληκτικό blues τραγούδι. Στην αρχή του ακουστικού blues “The Easy Blues” ο Martyn τραγουδάει σαν μαύρος μπλουζίστας. Ξαφνικά στο 2.15, εκεί που νομίζεις ότι το τελευταίο τραγούδι του album τελείωσε, μπαίνουν οι υπόλοιποι μουσικοί και είναι ένα άλλο τραγούδι. Μην το κουράζουμε πολύ: Δισκάρα!

 

Steeleye Span – “Hark! The Village Wait” (1970)

Ο αρχικός μπασίστας των Fairport Convention, Ashley Hutchings αποχώρισε από το συγκρότημα μετά το υπερ-κλασσικό album τους, “Liege & Lief” (1969). Μαζί με δύο καλλιτεχνικά ζευγάρια folk μουσικών σχηματίζει τους Steeleye Span και ηχογραφούν το ντεμπούτο τους, με ύφος ακόμα πιο πιστό στην παραδοσιακή Βρετανική μουσική. Όλα τα τραγούδια του album είναι διασκευές. Drums παίζουν οι Gerry Conway (Cat Stevens, Jethro Tull, νυν Fairport Convention) και Dave Mattacks (Fairport Convention), οι οποίοι δεν έγιναν ποτέ μέλη του συγκοτήματος. Στο a cappella “A Calling-on Song” κάνουν όλοι φωνητικά πλην του Hutchings. Τα φωνητικά της Maddy Prior “The Blacksmith” είναι υπέροχα και για μένα η καλύτερη γυναικεία βρετανική folk ερμηνεία μετά το “Matty Groves”. Το υπέροχο banjo στο “Blackleg Miner” κλέβει εύκολα την παράσταση. Φωνητικά εδώ κάνει ο Tim Hart, που δεν έχει και φωνάρα αλλά η αδρότητά του, ταιριάζει με το περιεχόμενο. Οι σκληροί στίχοι απέναντι στον απεργοσπάστη ανθρακωρύχο, έκαναν το τραγούδι ύμνο των απεργών ανθρακωρύχων το 1984-85 ενάντια στις αντεργατικές πολιτικές της Θάτσερ. Από το πρώτο δευτερόλεπτο του “Dark-Eyed Sailor” εντυπωσιάζομαι με με την ομορφιά της μουσικής του ως σύνολο. Δεν ξέρω αν είναι χημεία, συγκυρία, ή τέλεια ενορχήστρωση αλλά μουσικά είναι άψογο. Το rhythm section στο “Hills of Greenmore” είναι υποδειγματικό. Το ηλεκτρικό μπάσο του Hatchings και το βαρύ drumming του Conway βρίσκονται τέλεια μεταξύ τους. Τα φωνητικά του Terry Woods είναι εμφανώς καλύτερα από του Hark, και η κονσερτίνα της Gay δημιουργεί ωραία ατμόσφαιρα. Αρχικά νόμιζα ότι ήταν βιολί! Το “My Johnny Was A Shoemaker” έχει a cappella φωνητικά από την Gay Woods και την Maddy Prior. Το “Lowlands of Holland” έχει εισαγωγή με ηλεκτρική κιθάρα από τον Terry Woods, σύζυγο της Gay, η οποία τραγουδάει σ’αυτό. Το banjo που παίζει η Prior είναι η κινητήριος δύναμη του τραγουδιού. Μ’αρέσει πάρα πολύ το ηλεκτρικό μπάσο στο βάθος. Το “Twa Corbies” είναι (σχεδόν) ανατριχιαστικό. Ο συνδυασμός των φωνών της Gay και της Maddy, δεν μπορεί να περιγραφεί. Ακούγεται σαν αντίλαλος μέσα σε γκρεμό στην Σκωτία ενώ ο ουρανός είναι κατάμαυρος. Προσέξτε το πόσο αβίαστα ακούγονται drums του Mattacks στο “One Night as I Lay on My Bed”, με το banjo του Terry Woods να τον ακολουθεί καθ’όλη τη διάρκεια του τραγουδιού. Η Prior δίνει μία ακόμα ωραία ερμηνεία. Δυστυχώς η σύνθεση του “Hark! The Village Wait” ήταν βραχύβια και δεν έπαιξε ποτέ live.

 

Jan Dukes de Grey – “Mice and Rats In the Loft” (1971)

Ό,τι και να λένε όσοι δουλεύουν έμμεσα ή άμεσα για τις δισκογραφικές, η πειρατεία αυξάνει τ’ακούσματά μας και κάνει καλό στην τσέπη μας. Χάρις στην πειρατεία λοιπόν, άκουσα αυτό το τρομερό album και την ευγνομωνώ γι’αυτό. Μετά την ηχογράφηση του ντεμπούτου τους με τίτλο “Sorcerers”, πολλά πράγματα άλλαξαν στους Jan Dukes de Grey. Η ένταξη του drummer Denis Conlan, έδωσε νέες δυνατότητες στους Derek Noy (φωνητικά, κιθάρα) και Michael Bairstow (πνευστά). Με τον Conlan, ο Noy είχε συνυπάρξει στο soul συγκρότημα Buster Summers Express. Μετά από συναυλίες όπου άνοιξαν για τους Pink Floyd και τους The Who, μπαίνουν στο studio και δημιουργούν το “Mice and Rats In the Loft” album, το όποιο σήμερα σχεδόν όλοι συγκρίνουν με το “First Utterance” των Comus, επίσης του 1971. Το 19-λεπτο “Sun Symphonica” ξεκινάει δυναμικά με drums και μπάσο και αργότερα ακούμε το φλάουτο. Στο 1.58 μπαίνει το σαξόφωνο και κυριαρχεί ένας ρυθμός που θυμίζει την jazz πλευρά των King Crimson και ενώ υποθέτουμε ότι θα συνεχιστεί έτσι, στο 4.35 μπαίνει η ορχήστρα (ή τα μέλη του συγκροτήματος που αποτελούν την ορχήστρα) με την ακουστική κιθάρα να τη συνοδεύει φτάνοντας στην σχεδόν διονυσιακή κλιμάκωση στο 14.15. Το μπάσο έχει το βασικό ρόλο μέχρι το τέλος του τραγουδιού και περισταστιακά ακούγονται το μεταλλόφωνo, το φλάουτο, η φυσαρμόνικα και η τρομπέτα. Προοδευτικό πνεύμα στην πράξη. Το “Call of the Wild” κυριαρχείται από την αλληλεπίδραση της ακουστικής κιθάρας με το φλάουτο. Τα φωνητικά εμένα μου θυμίζουν Yes, εσείς μπορεί να έχετε άλλη γνώμη. Πιστεύω ότι ο psych folk ήχος του θ’άρεσει πολύ στους φίλους των Incredible String Band και επίσης είναι φανερό ότι ο Noy δεν είναι τόσο ευφάνταστος κιθαρίστας όσο ο Roger Wootton των Comus. Όταν στο 8.35 μπαίνει το σαξόφωνο, αποκτά μια διαφορετική (fusion;) δυναμική. Το album τελειώνει με το ομώνυμο 8-λεπτο τραγούδι. Ο πολύ εκνευριστικός ήχος της σειρήνας στην εισαγωγή δεν προμηνύει κάτι ήπιο. Για το heavy ψυχεδελικό ξεσάλωμα ευθύνεται το wah-wah της ηλεκτρικής κιθάρας, την ώρα που οι στίχοι περιγράφουν ένα τελετουργικό ανθρωποθυσίας. Τα πνευστά στο τέλος σπάνε λίγο την κυριαρχία της κιθάρας. Album για λιώσιμο!

 

Spirogyra – “St. Radigunds” (1971)

Είναι από τα καλύτερα albums του συγκεκριμένου αφιερώματος είναι το “St. Radigunds” των Sprirogyra. Το συγκρότημα προέρχεται από το Canterbury αλλά δεν ανήκουν μουσικά στην ομώνυμη σκηνή. Βασικός συνθέτης, κιθαρίστας και υπεύθυνος για τα αντρικά φωνητικά είναι ο Μartin Cockerham. Τα φωνητικά του είναι στο ύφος της ψυχεδελικής περιόδου των Beatles, ενώ τα γυναικεία της Barbara Gaskin είναι πιο αιθέρια. Το βιολί του John Cusack δεν έχει ρόλο κομπάρσου στο δίσκο και το “Island” είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Υπέροχα είναι και τα πλήκτρα του ιδίου στο τέλος του “Time Will Tell”, που τραγουδάει μόνο η Gaskin. Οι στίχοι είναι αντιπολεμικοί και μεταξύ άλλων ονειρεύονται το σοσιαλιστικό μέλλον των επόμενων γενιών. Τραγουδάρα! Αλλά το αγαπημένο μου τραγούδι είναι το “Magical Mary” με τα a la Lennon φωνητικά του Cockerham και τον συνδυασμό τους με αυτά της Gaskin. Δεν γίνεται να το ακούσω χωρίς κάθε φορά να εντυπωσιάζομαι. Το πάθος που βγάζει το “Cogwheels Crutches And Cyanide” συνεπαίρνει τον ακροατή. Το “The Duke of Beaufoot” είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια και πιο φιλόδοξο τραγούδι του album και σ’αυτό είναι περισσότερο εμφανής ο προοδευτικός τους χαρακτήρας. Στο 5.30 όμως που ξαναμπαίνουν τα φωνητικά του Cockerham, απογειώνεται. Υπάρχει και τρομερό μπάσο στο μέσον του από τον Steve Borrill, ο οποίος εντυπωσιάζει και στο “We Were a Happy Crew”. Τα ουσιαστικότατα drums που ακούγονται σε διάσπαρτα σημεία του album οφείλονται στον Dave Mattacks των Fairport Convention, που παίζει και στα τρία albums που κυκλοφόρησαν την δεκαετία του ’70, χωρίς όμως να γίνει ποτέ μέλος τους. Η Barbara Gaskin μεταγενέστερα προφανώς σχετίστηκε με την σκηνή του Canterbury εξαιτίας της συνεργασίας της με τους Hatfield and the North και με τον πληκτρά τους (και των Egg, Khan, National Health, Bruford) και μεγάλη μορφή της σκηνής, Dave Stewart που είναι και σύζυγός της. Για την μεγάλη αγάπη της για τους Λειψούς ίσως αναφερθούμε άλλη φορά. Την σύγκριση του “St. Radigunds” με το εξαιρετικό “First Utterance” των Comus, που κάνουν πολλοί, την θεωρώ άτοπη, επειδή εδώ δεν υπάρχει ούτε το σκοτάδι ούτε η νοσηρότητα των Comus.

 

Nick Drake – “Pink Moon” (1972)

Είχαν προηγηθεί δυο albums του πάντα ντροπαλού Nick (βλέπε ΥΓ.3) σε παραγωγή του Joe Boyd (Pink Floyd, Fairport Convention, Incredible String Band), που δεν είχαν εμπορική επιτυχία. Ο Boyd όμως μετά επέστρεψε στις ΗΠΑ και έγινε υπεύθυνος στη Warner Bros για τα soundtracks, με σημαντικότερο αυτό για το «Κουρδιστό Πορτοκάλι» του Stanley Kubrick. Το 1972 βρίσκει τον Nick Drake να ακολουθεί φαρμακευτική αγωγή για κατάθλιψη και ακόμα περισσότερο αποκομμένο από το εξωτερικό περιβάλλον. Αποφασίζει να μπει στο studio με τον John Wood, μηχανικό ήχου του Boyd. To album ηχογραφήθηκε σε δύο νύχτες, και όταν παρέδωσε τα master tapes στην Island, δεν είχαν ιδέα ότι ετοίμαζε album. Εδώ δεν τον συνοδεύουν άλλοι μουσικοί, είναι μόνος με τη κιθάρα του. Μόνο στο πρώτο τραγούδι του “Pink Moon”, το ομώνυμο, υπάρχει ένα overdub στο πιάνο, το οποίο και είναι πολύ εύστοχο. Το album δεν σου αποπνέει θετικά συναισθήματα: Αριστουργηματικό μουσικά αλλά αφόρητο συναισθηματικά. Η μαυρίλα είναι διάχυτη και κατακλύζει τον ακροατή. Ουσιαστικά, προμηνύει τον πρόωρο θάνατο του καλλιτέχνη δύο χρόνια αργότερα. Προσωπικά, δεν μου ήταν καθόλου εύκολο να ξανακούσω αυτό το album για τις ανάγκες του παρόντος αφιερώματος μετά από 8 χρόνια. Πιο χαρακτηριστική στιγμή θεωρώ το λακωνικό στιχουργικά και συνθετικά, “Know”. Δεν χρειάζονται παραπάνω λόγια και νότες για να δηλώσει την παραίτησή του από τη ζωή. Στο “Parasite” οι στίχοι είναι πιο καταθλιπτικοί από τη μουσική. Η αυτοπεποίθηση του καλλιτέχνη πρέπει να σερνόταν: “And take a look you may see me on the ground/ For I am the parasite of this town”. Το “Parasite” επηρέασε και το αγαπήμενο μου τραγούδι των Radiohead, το “Subterranean Homesick Alien”. Κάτι περίεργες συμπτώσεις… Στα “Road ” και “Free Ride” είναι φανερό το τρομερό ταλέντο του Drake στην ακουστική κιθάρα και η άνεση που είχε στο studio να παίζει τέτοια πράγματα στη κιθάρα και να τραγουδά ταυτόχρονα. Η διάρκεια του album είναι μόλις 28 λεπτά, όμως αυτά υπεραρκετούν για να σε «σκοτώσουν». Το “Pink Moon” είναι αδιαμφισβήτητα το πιο προσωπικό album της καριέρας του και το γεγονός ότι βρίσκεται μόνος του στο studio, δίνει μια αμεσότερη και πιο ανόθευτη εικόνα του μουσικού του οράματος. Ξεκινήστε με αυτό το album (αν το αντέχετε).

 

Bert Jansch – “Bert Jansch” (1965)

Ο πιο επιδραστικός κιθαρίστας της βρετανικής folk με το ντεμπούτο του, αποδεικνύει το ταλέντο του και εν πολλοίς καθορίζει ολόκληρο το είδος. Το album ηχογραφήθηκε σε ένα μπομπινόφωνο στο σπίτι του παραγωγού Bill Leader. Ο Leader μετέπειτα έδωσε τις ηχογραφήσεις στην Transatlantic Records για 100 λίρες και ο δίσκος τελικά πούλησε πάνω από 150.000 αντίτυπα. Παρά την ταπεινή παραγωγή, η αξία αυτού του δίσκου είναι αδιαμφισβήτητη. Το “Needle of Death” είναι ίσως το πρώτο τραγούδι που αναφέρεται εναντίον της χρήσης ηρωϊνης, με αφορμή τον θάνατο ένος φίλου του Jansch από την συγκεκριμένη ουσία. Το μουρμουρητό και την ατμόσφαιρα του “Courting Blues” την συναντάμε χρόνια αργότερα στον Nick Drake. Προσωπικά, πιστεύω ότι το κιθαριστικό παίξιμο του Jansch λάμπει περισσότερο στα instrumental κομμάτια όπως τα “Smokey River”, “Kasbah” και “Angie”. Το “Blackpool” από το “Sophisticated Beggar” (1966) ντεμπούτο του Roy Harper οφείλει πάρα πολλά στο “Smokey River”, ενώ το “Kasbah” είναι επηρεασμένο από την εκπληκτική διασκευή του Davey Graham (βλέπε ΥΓ.4) στο “Better Git in Your Soul” του Charles Mingus. Το “Angie”, αν και είναι σύνθεση του Davey Graham, θεωρείται το κομμάτι σήμα κατατεθέν του Jansch. Σκεφτείτε μόνο το γεγονός ότι ο Mike Oldfield ονόμασε το συγκρότημα που είχε με την αδερφή του Sally, ως The Sallyangie, εξαιτίας αυτού του τραγουδιού. Επίσης, ο Paul Simon το διασκεύασε στο “Sound of Silence” album (1966) ως “Anji”. Ο Roy Harper -που γνώρισε τον Jansch όταν έπαιζαν μαζί στο Les Cousins στη Greek St στο Soho το ’65- γράφει ότι λόγω της Σκωτσέζικης προφοράς του «κάποιες λέξεις ήταν δύσκολο να τις αποκρυπτογραφήσεις, αλλά ο συνδυασμός κιθάρας και φωνητικών ταίριαζε τέλεια και μοναδικά. Το μόνο πράγμα που ήξερες ήταν ότι αυτός ο τύπος είχε βρει πραγματικά το μέσο του.Και έμοιαζε ότι το είχε βρει εδώ και καιρό».

 

The Incredible String Band – “The Hangman’s Beautiful Daughter” (1968)

Παρά το γεγονός ότι αναγνωρίστηκε δημόσια η αξία τους από τον Bob Dylan (για το τραγούδι τους “October Song” από το πρώτο album), τον Paul McCartney (για το δεύτερο επίσης εξαιρετικό album “The 5000 Spirits or The Layers of the Onion”), τους Rolling Stones (που προσπάθησαν να τους υπογράψουν στην δισκογραφική που σχεδίαζαν το 1967 με τίτλο Mother Earth), επηρέασαν τους Led Zeppelin στις πρώτες ημέρες τους (ο Robert Plant το γράφει στο πρόγραμμα της περιοδείας των Zeppelin για το 1979) και έπαιξαν στο Woodstock (βλέπε ΥΓ.5), στην Ελλάδα δυστυχώς παραμένουν παραγνωρισμένοι (βλέπε ΥΓ.6). Στο τρίτο τους album οι ISB είναι πιο εφευρετικοί από ποτέ, τόσο σε επίπεδο συνθέσεων όσο και σε επίπεδο οργάνων που χρησιμοποιούν. Η ακουστική folk μουσική συνδυάζεται επιτυχημένα με ανατολίτικα στοιχεία υπό την καθοδήγηση του παραγωγού/manager τους και μεγαλής μορφής της βρετανικής underground σκηνής, Joe Boyd. Το album ανοίγει με το “Koeeoaddi There” που μοιάζει να αφηγείται μια ιστορία, με αυξομειώσεις στην ταχύτητα και παρεμβατικούς ήχους από το σιτάρ. To “The Minotaur’s Song” είναι η πιο θεατρική αλλά η πιο πιασάρικη στιγμή του album. Η εκφορά των φωνητικών στέλνει τον Serj Tankian να βγάλει φωτογραφία με τον Τρύφωνα Σαμαρά, αν και σ’αυτό τον πρόλαβε έγκριτος Έλληνας «τρου μεταλλάς». Το αιθέριο “Witches Hat” ξεχωρίζει με την ακουστική κιθάρα και το υπέροχο φλάουτο στο τέλος του τραγουδιού. Το αριστουργηματικό και υπερφιλόδοξο “A Very Cellular Song”, που αποτελεί σύνθεση του Mike Heron, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα προοδευτικής (progressive) σύνθεσης, έστω και με τη χρήση ακουστικών οργάνων. Στην αρχή του τραγουδιού περιέχεται και το “Ι Bid You Goodnight” που έγινε περισσότερο γνωστό την επόμενη χρονιά από το “Live/Dead” των επίσης παραγνωρισμένων στην Ελλάδα, Grateful Dead. Το “Three Is a Green Crown” είναι η πιο ψυχεδελική στιγμή του album, με την έντονη παρουσία του σιτάρ και των κρουστών να φέρνουν αυθόρμητα στο νου του ακροατή το προγενέστερο “Within You Without You” των Beatles (σύνθεση George Harrison) και ακόμα περισσότερο το μεταγενέστερο “Sandoz in the Rain” των Amon Duul II. Τα «Ααααα» των φωνητικών στο “Swift as the Wind” είναι τόσο μνημειώδη που σου καρφώνονται στο μυαλό. Προφανώς, το album λόγω της αντισυμβατικότητάς του, δεν συνιστάται σε αποκλειστικούς ακροατές του Youtube, ούτε για επιφανειακή ακρόαση. Τεράστιο συγκρότημα!

 

Comus – “First Utterance” (1971)

Το ντεμπούτο των Comus είναι ένα εξαιρετικό δείγμα progressive folk με τελείως αντισυμβατικά φωνητικά –τα αντρικά, επηρεασμένα από τον Roger Chapman των Family και τα ιδιαίτερα γυναικεία της Bobbie Watson- και ακραία θεματολογία που διαφοροποιείται από την συνηθισμένη της εποχής. Στις επιρροές τους αναφέρουν τους Incredible String Band, Bert Jansch και John Renbourn. Εγώ θα πρόσθετα ξεκάθαρα και τους Amon Duul Il. Ακούστε την ψυχεδελική κλιμάκωση του “Drip Drip” μετά το 1.13, όπου δεν μοιάζουν με τους Γερμανούς πρωτοπόρους μόνο μουσικά, αλλά και φωνητικά! Το οποίο “Drip Drip” είναι και το πιο χαρακτηριστικό κομμάτι όσον αφορά τον προοδευτικό χαρακτήρα τους. Ο Mikael Akerfeldt των Opeth, που είναι τεράστιος οπαδός τους, ονόμασε το “My Arms, Yours Hearse” album τους (1998) από στίχο του συγκεκριμένου τραγουδιού. Στο “The Herald” συναντάμε απίστευτη ακουστική κιθάρα και κινηματογραφική ατμόσφαιρα, ειδικά στο 6.34 που μπαίνει το θλιμμένο βιολί. Λέτε ο Dario Marianelli να το είχε ακούσει όταν έγραψε το συγκλονιστικό “Elegy for Dunkirk”; Εννοώ το σημείο με το βιολί. Μοιάζει πάρα πολύ. Κάτι τέτοιες τρελές σκέψεις κάνω. Συμβαίνουν τόσα πολλά στο album και υπάρχει τόσο πολύ πυκνή δράση, που είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις κάθε τραγούδι ξεχωριστά. Ο συνδυασμός των παραπάνω μουσικών επιρροών, η χρήση LSD στην εξοχή, η ανάγνωση του «Άρχοντα των Δαχτυλιών» και η αντίδραση τους προς την καταπιεστική μεσαία τάξη και το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής, ευθύνονται για το ύφος και τον ήχο του album. Δεν είναι τυχαίο ότι τους είχε εντοπίσει ο David Bowie το 1969, πριν ακόμα αυτοί ονομαστούν σε Comus και αυτός γίνει star. O Roger Wootton δήλωσε τον Οκτώβρη του 2010 στο Hit Channel για το “First Utterance”: «Βασικά ήμασταν λίγο απογοητευμένοι με αυτό, μιας και ήμασταν καλύτεροι live. Είχαμε έναν κακό παραγωγό και μικρή εμπειρία στις ηχογραφήσεις εκείνη την εποχή. Προσδοκούσαμε να το κάνουμε καλύτερα απ’ ότι έγινε, αλλά η δισκογραφική εταιρία δεν το προώθησε, ούτε το διένειμε σωστά, ούτε τους άρεσε. Νιώθαμε λίγο ότι μας έκαναν σαμποτάζ. Είναι πολύ ενθαρρυντικό μετά από όλα αυτά τα χρόνια ότι το “First Utterance” το έχουν σε τόσο μεγάλη εκτίμηση. Νομίζω ότι είναι δικαίωση γι’αυτά που γίνονταν τότε».

 

Trees – “The Garden of Jane Delawney” (1970)

Αυτό είναι το ντεμπούτο των Trees και περιλαμβάνει παραδοσιακά τραγούδια, αλλά και δικά τους, γραμμένα κυρίως από τον μπασίστα και τραγουδιστή, Bias Boshell. Το ύφος τους είναι τόσο πειστικό που είναι αδύνατο να μαντέψεις ποιο είναι διασκευή και ποιο δική τους σύνθεση. Το album χαρακτηρίζεται από την αιθέρια φωνή της επηρεασμένης από την Sandy Denny, Celia Humphris, τις folk μπαλάντες (“The Garden of Jane Delawney”, “Epitaph”) και τα γενναιόδωρα ηλεκτρικά ξεσπάσματα (“Nothing Special”, “Lady Margaret”, “Glasgerion”). Επίσης, εξαιρετικά είναι και τα τραγούδια στα οποία ανδρικά φωνητικά συνοδεύουν την Humphris (“Road”, “Snail’s Lament”). Στο album ύπαρχει και μια 8-λεπτη διασκευή στο γνωστό παραδοσιακό τραγούδι “She Moved Through The Fair”, το οποίο είχαν διασκευάσει δύο χρόνια νωρίτερα οι Fairport Convention στο “What We Did on Our Holidays” album. Προσωπικά, είναι αδύνατο να ξεχωρίσω κάποιο τραγούδι. Άλλοτε λέω το “Lady Margaret”, άλλοτε το “Glasgerion” και άλλοτε το “Road”. Tο “Garden of Jane Delawney” είναι ένα εξαιρετικό folk rock album. Αργότερα το ίδιο έτος (1970), οι Trees κυκλοφόρησαν το πολύ καλό “On The Shore” με εξώφυλλο σχεδιασμένο από την θρυλική Hipgnosis, στο οποίο εικονίζεται η κόρη του Tony Meehan, drummer και ιδρυτικού μέλους των Shadows, που ως παραγωγός της Decca την Πρωτοχρονιά του 1962 πέρασε από οντισιόν τους Beatles, οι οποίοι όμως απορρίφθηκαν από τα αφεντικά της εταιρίας. O Bias Boshell στην μετέπειτα καριέρα του διετέλεσε μέλος των Barclay James Harvest και των Moody Blues.

 

Roy Harper – “Stormcock” (1971)

Χωρίς καμμία υπερβολή το “Stormcock” είναι ένα από τα καλύτερα albums όλων των εποχών. Μπορεί να μην το έχω δει σε λίστες εγχώριων εγκρίτων (της πλάκας), όμως οι Έλληνες έγκριτοι δεν φημίζονταν ποτέ για τις ικανότητές τους. Το εναρκτήριο “Hors d’œuvres” είναι μια κριτική στην αστική δικαιοσύνη, εμπνευσμένο από την εκτέλεση του Caryl Chessman. Ο αρχικός τίτλος του ήταν “The Critic” και προέρχεται από ένα ποίημά του που το είχε ξεχάσει στο συρτάρι. Όταν είδε ότι τα άλλα τραγούδια που έπαιζε ζωντανά και προόριζε για το album, δεν ταίριαζαν με τα “Same Old Rock” και “Me and My Woman”, αποφάσισε να ανατρέξει ξανά στο ξεχασμένο ποίημα και να του κάνει τις απαραίτητες διορθώσεις ώστε αυτό να αποτελέσει την κατάλληλη εισαγωγή στο album. Το “Same Old Rock” δείχνει την απέχθεια του Harper για τις θρησκείες και όσους τις ακολουθούν τυφλά. Εδώ ξεχωρίζει η δεξιότητα του S. Flavius Mercurius -που είναι ο Jimmy Page- στην ακουστική κιθάρα. Το “One Man Rock and Roll Band” είναι το αγαπημένο μου τραγούδι του album. Ο στίχος “Welcome home, a Johnny soldier/We treat you here just like they treat you there” μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση όταν το άκουσα για πρώτη φορά. Ο Roy εδώ σχολιάζει την ματαιότητα των πολέμων. Το “Me and My Woman” αναφέρεται στις διαπροσωπικές σχέσεις και την υποκρισία και τους συμβιβασμούς που τις διέπουν. Η συγγραφή του ολοκληρώθηκε την ίδια μέρα που ολοκληρώθηκε και το τραγούδι “The Hangman and the Papist” των Strawbs (βλέπε ΥΓ.7) και μάλιστα στο ίδιο φορτηγό, μιας και περιόδευαν μαζί τότε. Η δουλειά του David Bedford στην διεύθυνση της ορχήστρας είναι εξαιρετική. Τέσσερα τραγούδια, 41 λεπτά. Μια χαρά. «Όλοι φθονούσαμε τον Roy, για την απλότητα και την αμεσότητά του, την ελικοειδή και κάπως χαοτική δημιουργικότητά του», έχει δηλώσει ο Ian Anderson των Jethro Tull (βλέπε ΥΓ.8) και έχει δίκιο.

 

Donovan – “The Hurdy Gurdy Man” (1968)

Αν και το “Sunshine Superman” του 1966 είναι σημαντικότερο ιστορικά, ως το πρώτο album βρετανικής ψυχεδελικής folk, επιλέγω το “Hurdy Hurdy Man” επειδή περιέχει καλύτερες συνθέσεις. Το ομώνυμο τραγούδι είναι άκρως εθιστικό και δικαίως θεωρείται ένα τραγούδι-ορόσημο της εποχής του. Είτε παίζει σ’αυτό κιθάρα ο Jimmy Page (που ηχογράφησε το “Sunshine Superman” single) είτε ο Alan Parker, η πρώτη επιλογή του Donovan ήταν ο Jimi Hendrix, ο οποίος όμως βρισκόταν σε περιοδεία. Στο “Peregrine” είναι εμφανείς οι επιρροές από την Ινδική μουσική και η χρήση tabla βοηθάει στο να επιτευχθεί αυτή η ατμόσφαιρα. Το φλάουτο και η ακουστική κιθάρα πρωταγωνιστούν στο “The Entertaining of a Shy Girl”. Το “As I Recall It” μ’αρέσει πάρα πολύ. Ο ρυθμός μου φαίνεται ότι είναι swing και είναι σίγουρα η πιο «χορευτική» στιγμή του δίσκου. Τα drums στο jazzy “Get Thy Bearings” είναι εντυπωσιακά αλλά και το σαξόφωνο δεν πάει πίσω.Το τραγούδι το διασκεύαζαν οι King Crimson κατά τις πρώτες μέρες τους με τον Greg Lake στα φωνητικά και το μπάσο, αλλά και αργότερα με τον Boz Burrell. Το “Hi It’s Been a Long Time” είναι άλλη μια κορυφαία στιγμή. Ο συνδυασμός ορχήστρας και heavy drumming είναι εκπληκτικός και όχι και πολύ συνηθισμένος για το 1968. Δεν είναι τυχαίο ότι στο album υπεύθυνος για το μπάσο και την ενορχήστρωση είναι ο John Paul Jones, μετέπειτα μέλος των Led Zeppelin. Το “West Indian Girl” είναι το πιο «εξωτικό» και συνάμα το πιο «ρηχό» τραγούδι του δίσκου. Το “Jennifer Juniper” είναι από τα πιο πιασάρικα και γνωστότερα τραγούδια του Dovovan. Το φλάουτο και το όμποε το εμπλουτίζουν και η τελευταία στροφή με τους στίχους στα γαλλικά το κάνουν περισσότερο ερωτικό. Είναι γραμμένο για την Jenny Boyd, αδερφή της Pattie, που ήταν παντρεμένη με τον George Harrison των Beatles και αργότερα με τον Eric Clapton. To “The River Song” είναι ένα σκοτεινό αριστούργημα. Κάθε φορά που το ακούω παθαίνω πλάκα. Τα φωνητικά στο “Tangier” ακούγονται σαν προσευχή Ανατολίτη και υπάρχει και πάλι η παρουσία tabla εδώ. Πρόκεται για σύνθεση του κολλητού και tour manager του Dovovan, Gyp Mills, όπως και το “The River Song”. Τα “A Sunny Day” και “Sun Is a Very Magic Fellow” ξεχωρίζουν για το φλάουτο και τα βουκολικά τοπία που σου έρχονται στο μυαλό, αν και το δεύτερο είναι πιο ηλιόλουστο από το πρώτο. Το “Teas” που κλείνει το album είναι άλλη μια τραγουδάρα με πολύ καλο-ηχογραφημένά φωνητικά. Έχω την εντύπωση ότι οι Crippled Black Phoenix το έχουν «δανειστεί» για το “The Brain Poznan”. Θα πρέπει να σημειωθεί η άψογη παραγωγή του Mickie Most (Jeff Beck Group, The Animals). Η επανέκδοση του 2005, έχει 7 επιπλέον κομμάτια. Το “Teen Angel” είναι μια ακουστική folk μπαλάντα με ωραίο πιάνο στην αρχή. Το “Lalena” είχε κυκλοφορήσει σε single μήνες μετά από το album και έχει διασκευαστεί και από τους Deep Purple. Η ορχήστρα -υπό τον John Cameron εδώ- που συνοδεύει τα φωνητικά είναι εντυπωσιακή. Το “What a Beautiful Creature You Are” είναι ευχάριστο ντουέτο με τη Lulu, και δείχνει την πιο χιουμοριστική και pop πλευρά του Donovan. Τα “Colours” και “Catch the Wind” είναι επανηχογραφήσεις παλιότερων κλασικών τραγουδιών του. Αυτό το album είναι απαραίτητο!

 

Vashti Bunyan – “Just Another Diamond Day” (1970)

Την Vashti ανακάλυψε το 1965 ο manager των Rolling Stones, Andrew Loog Oldham. Κυκλοφόρησε χωρίς επιτυχία δύο singles, ένα με τον Loog Oldham και έναν με τον παραγωγό Καναδό Peter Snell, και ηχογράφησε κάποια ακόμα τραγούδια που όμως δεν κυκλοφόρησαν. Απογοητευμένη, αποφασίζει μαζί με τον σύντροφο της, Robert, να φύγουν από το Λονδίνο με κάρο (!!!) και να πάνε να ζήσουν στο νησί Berneray στις Εξωτερικές Εβρίδες. Εκεί έζησε κοντά στη φύση για δύο χρόνια. Σε ένα διάλειμμα από τη βουκολική ζωή της, συναντάει στο Λονδίνο μέσω γνωστού της, τον θρυλικό παραγωγό Joe Boyd (Nick Drake, Fairport Convention, Incredible String Band, Pink Floyd και συνιδιοκτήτη του UFO Club) που της προτείνει να κάνει παραγωγή στα τραγούδια που έγραφε όλο αυτό το διάστημα. Τον Δεκέμβρη του 1969, ένα μήνα μετά την επιστροφή της, μπαίνει στο studio. Ο Boyd έχει προσκαλέσει να την βοηθήσουν κορυφαίοι folk μουσικοί όπως ο Robin Williamson των Incredible String Band, οι Dave Swarbrick και Simon Nicol των Fairport Convention και ο ενορχηστρωτής και φίλος του Nick Drake, Robert Kirby. Επειδή τα κραιπαλώδη έτη 1968 και 1969, η Vashti ζούσε στις Εβρίδες σε μια καλύβα χωρίς ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφημερίδες και ηλεκτρικό ρεύμα, όταν τους συναντάει δεν έχει ιδέα ποιοι είναι! Η μουσική του album μπορεί να περιγραφεί ως βουκολική, αιθέρια, ονειρική, ντελικάτη, αθώα, μινιμαλιστική και ατμοσφαιρική. Η ίδια την αποκαλεί απλά “hippie folk”. Η παραγωγή του Joe Boyd είναι τέλεια και η ενορχήστρωση του Kirby μνημειώδης, χωρίς σε κανένα σημείο να επισκιάζει τη μοναδική φωνή της. Μια φλογέρα (“Diamond Day”) ή μια φλογέρα και μια ακουστική κιθάρα (“Timothy Crub”, “Rainbow River”) κάνουν μια χαρά τη δουλειά τους, χωρίς να χρειάζεται κάτι παραπάνω. Σίγουρα το “Glow Warms”, το μοναδικό “Rose Hip November” και το “Hebridean Sun” είναι μελαγχολικά, δεν συναντάμε όμως την μαυρίλα που υπάρχει στις ηχογραφήσεις του Nick Drake. Το “Lily Pond” μοιάζει με παιδικό τραγούδι. Πράγματι, έχει την μουσική του δημοφιλούς παιδικού τραγουδιού “Twinkle, Twinkle, Little Star”, κάτι που αγνοούσα όταν το άκουσα για πρώτη φορά. Το χάρισμα των μουσικών που την συνοδεύουν είναι φανέρο στο “Where I Like to Stand”, χωρίς να κάνουν επίδειξη των ικανοτήτων τους. Η ορχήστρα στο “Swallow Song” είναι υπέροχη. Το “Come Wind Come Rain” είναι ανεβαστικό και ο λόγος είναι το banjo του Nicol. Το “Jog Along Bess” είναι το αγάπημενο μου τραγούδι από το δίσκο και δεν πρόκειται να το βαρεθώ ποτέ. Το βιολί του Robin Williamson είναι απίστευτο. Το ίδιο ισχύει και για το βιολί που παίζει ο Swarbrick στο “Iris’ Song For Us”, αν και σε πιο επίσημο ύφος. Το πρώτο από τα bonus τραγούδια είναι το “Love Song”, που είναι b-side από το δεύτερο single που κυκλοφόρησε το 1966. Αδιαμφισβήτητος ύμνος. Τα εύθραυστα φωνητικά στο ακυκλοφόρητο “Winter in Blue” του 1966, ίσως είναι η πιο χαρακτηριστική ερμηνεία της. Όσοι θέλουν για ιστορικούς ή ουσιαστικούς λίγους να ακούσουν τα singles και τα ακυκλοφόρητα τραγούδια της περιόδου 1964-67, ας ανατρέξουν στην συλλογή “Some Things Just Stick in Your Mind” (2007), όπως λεγόταν και το πρώτο της single, μια σύνθεση των Mick Jagger/Keith Richards. Εκεί επιτέλους υπάρχει και το “Train Song”. Όταν κυκλοφόρησε το “Just Another Diamond Day” το 1970, πέρασε απαρατήρητο και η Vashti εξαφανίστηκε από την μουσική για τα επόμενα 30 χρόνια. Μια νέα γενιά folk μουσικών και ακροατών αναγνώρισε το ταλέντο της και έτσι η Vashti επέστρεψε στην μουσική, δικαιωμένη πλέον.

 

The Pentangle – “Basket of Light” (1969)

Ο όρος “folk rock” μάλλον είναι επιπόλαιος όσον αφορά τους Pentangle. Οι jazz επιρροές, οι ανατολίτικοι ρυθμοί, η folk ευαισθησία και κυρίως η απουσία ηλεκτρικών οργάνων στο album επιβεβαιώνουν το επιφανειακό της συγκεκριμένης περιγραφής. Στο συγκρότημα συνυπάρχουν τρεις από τους καλύτερους μουσικούς της βρετανικής folk σκηνής: οι Bert Jansch, John Renbourne και Danny Thomspon. Το album ξεκινάει με το “Light Flight” όπου ο ακροατής έρχεται σε επαφή με την υπέροχη φωνή της Jacqui McShee. Οι χρόνοι του είναι 5/8, 7/8 και 6/4 και αποτελεί σύνθεση του συγκροτήματος. Το παράδοξο είναι πως αρκετοί νεότεροι ακροατές το έμαθαν από την παρουσία του στο δεύτερο CD της συλλογής “The Love Generation” του 1998, όπου βρίσκεται μαζί το “Paranoid” των Black Sabbath και το “Silver Machine” των Hawkwind!!! Oι ανατολίτικες μελωδίες κυριαρχούν στο “Once I Had a Sweetheart”. Το “Lyke-Wake Dirge” έχει το ύφος θρησκευτικού ύμνου, ενώ τα “Springtime Promises” και ιδίως το “Train Song” έχουν jazz φιλοσοφία. Τα κρουστά και τα ξεχωριστά γυναικεία και ανδρικά φωνητικά ξεχωρίζουν στο “Hunting Song”. Το μεταλλόφωνο του drummer Terry Cox (παίζει και στο “Space Oddity” του Bowie) προσφέρει πολλά στο τελικό ηχητικό αποτέλεσμα του τραγουδιού. Η διασκευή στο “Sally Go ‘Round The Roses” είναι η πιο εύληπτη στιγμή του album, και περιέχει στο μέσον του ένα εξαιρετικό solo στην ακουστική κιθάρα. To “House Carpenter” είναι το αγαπημένο μου τραγούδι του album, όπου συναντάμε και πάλι τα εναλλασσόμενα γυναικεία και ανδρικά φωνητικά και τους ανατολίτικους ήχους με προεξάρχον το σιτάρ του Renbourne. Η παραγωγή του Shel Talmy (The Kinks, The Who) είναι εξαιρετική. Στην επανακυκλοφορία του 2001 από την Castle Music περιλαμβάνονται ως bonus δύο αχρείαστες εκτελέσεις του “Sally Go ‘Round The Roses” και τα b-sides singles “Cold Mountain” και “I Saw An Angel” που θα άξιζαν να βρίσκονται στην αυθεντική κυκλοφορία. Είναι κρίμα ειδικά για το δεύτερο, που θα μπορούσε άνετα να γίνει hit για τους Pentangle ή να διασκευαστεί από συγκρότημα τύπου Led Zeppelin.

 

Fairport Convention – “Liege & Lief” (1969)

Οι Fairport Convention θεωρούνται δικαιολογημένα το αρχετυπικό βρετανικό folk rock συγκρότημα. Στο “Liege & Lief” το ύφος τους έχει εξελιχθεί και αγγίζει την κορυφή. Τα κομμάτια εκτός από το δυναμικό εναρκτήριο “Come All Ye” και το τελευταίο “Crazy Man Michael” είναι διασκευές παραδοσιακών Αγγλικών τραγουδιών. Με διαφορά οι καλύτερες στιγμές είναι το ανυπέρβλητο “Matty Groves” και το “Tam Lin”. Στο instrumental medley σε ενορχήστρωση του βιολιστή Dave Swarbrick, φαίνεται το πόσο εξαιρετικοί είναι στα όργανα τους και αποσπούν για λίγο την προσοχή του ακροατή από την φωνή της Sandy Denny που χαρακτηρίζει το υπόλοιπο album. Το Μάιο του 2015, ο παραγωγός τους, Joe Boyd δήλωσε στο Hit Channel για τη διαφοροποίηση “Liege & Lief” σε σχέση με το “Unhalfbringing”: «Μετά από τις ηχογραφήσεις του “Unhalfbringing” ο drummer (σ.σ: Martin Lamble) σκοτώθηκε και αποφάσισαν ότι δεν θα μπορούσαν απλά να συνεχίσουν σαν ένα φυσιολογικό συγκρότημα, να αντικαταστήσουν τον drummer και να παίζουν τα ίδια τραγούδια. Αποφάσισαν να μην ξαναπαίξουν τα ίδια τραγούδια, χωρίς τον αρχικό τους drummer. Χρειάζονταν ένα εντελώς καινούργιο ρεπερτόριο. Ήταν πολύ επηρεασμένοι από το “Music From Big Pink” των The Band (1968) και αποφάσισαν να εμπνευστούν από αυτό τον δίσκο, ο οποίος ήταν τόσο πολύ βασισμένος στις ρίζες της αμερικανικής μουσικής και αυτοί κοίταξαν προς τις ρίζες της βρετανικής μουσικής για να βρουν ένα νέο ρεπερτόριο, ένα νέο στυλ, ένα νέο τρόπο δημιουργίας για τη μουσική τους. Έτσι, αυτός είναι ο λόγος». Πολύς κόσμος θεωρεί το “What We Did on Our Holidays” ως το καλύτερο album τους. Πέρα από το γαμάτο εξώφυλλο, εκεί τα καλύτερα τραγούδια -“No Man’s Land” και “Meet on the Ledge”- είναι συνθέσεις του κιθαρίστα Richard Thompson και όχι διασκευές όπως στο “Liege & Lief”. Και μένα μ’αρέσει πολύ, αλλά θεωρώ συνολικά ανώτερο το “Liege & Lief”. Εδώ έχουν πιο προσωπικό ύφος και απομακρύνονται συνειδητά από τις επιρροές τους από την άλλη μεριά του Ατλαντικού όπως Bob Dylan και Joni Mitchell. Για το τζαμάρισμα των Fairport Convention με τους Led Zeppelin στην σκηνή του Troubadour στο Λος Άντζελες, μπορείτε να διαβάσετε στην ίδια συνέντευξη που μας έδωσε ο Joe Boyd.

 

Hedgehog Pie – “The Green Lady” (1975)

Κάθε φορά που ακούς ένα «άγνωστο» συγκρότημα παίρνεις ένα ρίσκο. Δεν θες ν’ αφιερώνεις ώρες άδικα. Γι’αυτό και όταν το ρίσκο πιάνει τόπο και με το παραπάνω, νιώθεις δικαιωμένος για την επιλογή σου. Αυτό συμβαίνει και με το δεύτερο κανονικό album των Hedgehog Pie. Την παραγωγή, όπως και στο πολύ καλό ντεμπούτο που κυκλοφόρησε νωρίτερα το ίδιο έτος, την έχει κάνει ο Geoff Heslop και ο μπασίστας των Steeleye Span (και των King Crimson για δύο εβδομάδες), Rick Kemp. Οι οπαδοί των Fairport Convention, των Steeleye Span και… του μπάσου, θα ενθουσιαστούν. Πράγματι, μια από τις σταθερές του album είναι το εξαιρετικό και ευδιάκριτο ηλεκτρικό μπάσο του Stu Luckley. Η σύζυγος του, Margi Luckley, είναι κάτοχος φωνής στο ύφος των Sandy Denny και Maddy Prior και το ταλέντο της είναι ιδιαίτερα εμφανές στα παραδοσιακά “The Burning of Auchendoon” και “The Gardener”. Ο φλαουτίστας Mick Doonan βγάζει μάτια στο “Forest Child” και ειδικότερα στο “Hunter’s House/The Oak Tree”. Τα ανδρικά φωνητικά στα “Forest Child” και “Go With the Flow” είναι μια χαρά και το solo στην παραμορφωμένη ηλεκτρική κιθάρα από τον Jed Grimes στο δεύτερο, είναι από τις κορυφαίες στιγμές του album. Στο “The Green Lady” η Margi δίνει την πιο θεατρική ερμηνεία της, ενώ η αλλαγή του ρυθμού προς το πιο αυτοσχεδιαστικό rock στο 4.33 είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό σημείο. Στο “Cool Reelies” κυριαρχεί το βιολί του Martin Jenkins που φαίνεται να παίζει σε Ιρλανδέζικο στυλ. Το “Daemon Merchants” είναι γραμμένο από τον Doonan και μάλλον ο ίδιος είναι αυτός που τραγουδάει με την Margi στο ρεφρέν. Η εισαγωγή θυμίζει περισσότερο Δυτική Ακτή των ΗΠΑ παρά βρετανικό folk και φυσικά δεν με χαλάει. Μην ξεχνάτε ότι οι Roger McGuinn, Jerry Garcia και Paul Kantner ξεκίνησαν ως folk μουσικοί. Μ’αρέσουν πολύ τα drums του Alan Dixon στο instrumental “Camlaan Battle”, όπου και πάλι το βιολί έχει τον πρώτο ρόλο. Το “Dreamer” που είναι σύνθεση του Jenkins, θα έπρεπε να είχε γίνει ραδιοφωνική επιτυχία. Είχε όλες τις προϋποθέσεις. Η μοναδική μου ένσταση αφορά την ποιότητα του ήχου στην έκδοση που έχω. Δεν μοιάζει να είναι επίσημο remaster (αν υπάρχει), αλλά μάλλον πρόκειται για αντιγραφή από βινύλιο. Ακούστε το χωρίς δισταγμό.

 

Spriguns – “Time Will Pass” (1977)

Το 1972 ένα ζευγάρι ξεκινήσε να παίζει ακουστική folk μουσική στο ιδιόκτητο The Anchor Folk Club του Cambridge. Ήταν ο Mike και η Mandy Morton και το συγκρότημά τους λεγόταν Spriguns of Tolgus. Το 1977 που κυκλοφόρησαν το δεύτερο album τους ως Spriguns στην κραταιά Decca ήταν πλέον ένα πενταμελές folk rock συγκρότημα στο ύφος των Fairport Convention, Sleeleye Span και Trees. Ο Tim Hart των Steeleye Span έκανε την παραγωγή στο πρώτο ολοκληρωμένο album τους, με τίτλο “Jack With a Feather”. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το είδωλο της Mandy Morton ήταν η Sandy Denny, στην οποία και αφιέρωσε το album που ακολούθησε το “Time Will Pass”. Η Mandy ήταν πλέον υπεύθυνη και για τις συνθέσεις των τραγουδιών, ενώ οι στίχοι της ασχολούνταν με την μαύρη μαγεία, τον πόλεμο, τον θάνατο και άλλα τέτοια θέματα. Το “Dead Man’s Eyes” είναι ένα αρκετά πιασάρικο ωραίο τραγούδι με δυναμικά drums από τον Αυστραλό Dennis Dunstan. Υπάρχει ακόμα και μαντολίνο. Δεν ξέρω αν οι Radiohead πήραν την εισαγωγή του “Street Spirit” από αυτό όπως υπονοείται στο booklet, μιας και αμφιβάλλω αν το 1995 είχαν ακούσει Spriguns. Στο “All Before” συναντάμε για πρώτη φορά ορχήστρα. Το “For You” έχει ακουστική κιθάρα και ένα μελωδικό solo στην ηλεκτρική. Τα θεόρατα πλήκτρα έχουν τον πρώτο ρόλο στο ομώνυμο τραγούδι. Το ηλεκτρικό βιολί στο τέλος μας θυμίζει τις folk καταβολές τους. Το “White Witch” είναι η κορυφαία στιγμή του δίσκου και φέρνει στο νου τα δύο πρώτα albums του Nick Drake. Την εκπληκτική δουλειά στην διεύθυνση της ορχήστρας έχει κάνει ο Robert Kirby, που ήταν ενορχηστρωτής και φίλος του Nick Drake. Αυτή όμως τον επέλεξε επειδή είχε δουλέψει με την Sandy Denny. Στο διαφωτιστικό booklet η Mandy λέει ότι κατά την ηχογράφηση του “White Witch” βίωσε την πιο συναρπαστική μουσική εμπειρία της: Ήταν με την ακουστική κιθάρα της απέναντι από μια 30-μελή ορχήστρα, που πολλοί από αυτούς ήταν μέλη και της ορχήστρας του Top of the Pops, όταν ο Kirby της ζήτησε να την διευθύνει. Εκείνη τρομοκρατήθηκε και έψαχνε τρύπα στο πάτωμα για να κρυφτεί. Επειδή δεν μπορούσε να ακούει την ορχήστρα από τ’ακουστικά και να παίζει ταυτόχρονα κιθάρα, ηχογράφησε την κιθάρα αργότερα. Στο παραδοσιακό “Blackwaterside” , που είναι η μοναδική διασκευή του album, οι Spriguns rock-άρουν. Είναι περισσότερο γνωστό ως “Black Mountain Side” από την απαλλοτρίωση του Jimmy Page. Αν και η εκτέλεση του Bert Jansch θεωρείται δικαιώς κλασική, η εκδοχή των Spriguns είναι σχεδόν τέλεια, όπως και τα σημεία που σολάρει η ηλεκτρική κιθάρα. Μόνο τα synthesizers με χαλάνε, ευτυχώς ακούγονται για λίγο. Στο αργό “Devil’s Night” ξεχωρίζουν τα πολυκάναλα φωνητικά της Mandy που κάνουν το τραγούδι πιο ατμοσφαιρικό και ένα αρκετά βαρύ riff. Το “A Letter to a Lady” είναι η πιο φιλόδοξη σύνθεση της Mandy. Η συνύπαρξη ορχήστρας, πλήκτρων, εμβατηριακών τυμπάνων (στο 2.15), heavy κιθάρας, προσφέρουν την πιο επική στιγμή του album. Προσωπικά, θα ήθελα το album να είχε περισσότερα folk στοιχεία και λιγότερο αποστειρωμένη παραγωγή. Το “Time Will Pass” δεν έφερε στους Spriguns την εμπορική επιτυχία που προσδοκούσαν, αφού έπεσαν πάνω στην λαίλαπα του punk. Παρόλα αυτά, χαίρει μεγάλης εκτίμησης ανάμεσα στους οπαδούς του folk rock. Η επανακυκλοφορία του 2013 από την Esoteric Recordings είναι πολύ προσεγμένη, όπως συνηθίζει άλλωστε.

 

ΥΓ.1: Ο Γιάννης Πετρίδης σε άρθρο του http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=90500 στην Ελευθεροτυπία γράφει γι’αυτή τη συνεργασία: «αλλά και οι Led Zeppelin που έχουν επηρεασθεί αρκετά από αυτούς, γι’ αυτό άλλωστε συνεργάστηκαν αργότερα και με τη Sandy Denny στο άλμπουμ τους Houses Of The Holly». Προφανώς, το “The Battle of Evermore δεν είναι στο “Houses of the Holy”, αλλά στο “IV” του 1971.

ΥΓ. 2: Επειδή σιχαίνομαι τις λίστες, για να διασφαλιστεί η τυχαία σειρά παρουσίασης στο παρόν άρθρο έκανα το εξής: Αρίθμησα τα albums με την σειρά που τα έγραψα στο word, έφτιαξα χαρτάκια με το νούμερο που αντιστοιχεί στο κάθε album, πέταξα τα χαρτάκια σε ένα καπέλο, τα ανακάτεψα, και τράβαγα ένα-ένα χαρτάκι. Τη σειρά με την οποία βγήκαν τα χαρτάκια τη βλέπετε. Δεν είναι δική μου ιδέα, το ίδιο είχε κάνει και ο Thom Yorke με στίχους για το “Kid A” album των Radiohead.

ΥΓ. 3: Τον Μάρτιο του 1967 ο παντελώς άγνωστος Nick Drake και τρεις φίλοι του, οδηγώντας ένα Ford Cortina GT, επισκέφτηκαν το Μαρόκο προς αναζήτηση εξαιρετικής ποιότητας χασίς. Την ίδια περίοδο εκεί βρίσκονταν οι Rolling Stones. Ένα βράδυ, ο Mick Jagger με δύο φίλες του ήταν σε ένα εστιατόριο στο Μαρακές, και οι φίλοι του Nick -επειδή ήταν πολύ ντροπαλός- τον έπεισαν να πάει και να παίξει κιθάρα στο τραπέζι του γνωστού τραγουδιστή, το οποίο και έκανε. Πιθανότατα έπαιξε τραγούδια του Dylan και του Donovan. Ο Mick και οι κοπέλες, του φέρθηκαν πάρα πολύ ευγενικά.

ΥΓ.4: Ο αυθορμητισμός του Davey Graham τον έκανε αφερέγγυο, πράγμα που δεν τον βοηθούσε να γίνει περισσότερο δημοφιλής, ούτε τον καθιστούσε αγαπητό στους διοργανωτές συναυλιών. Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 είχε συμφωνήσει να πάει για μια περιοδεία στην Αυστραλία και όταν το αεροπλάνο που είχε επιβιβαστεί σταμάτησε για μία ώρα στην Βομβάη, άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να περάσει τους επόμενους 6 μήνες περιπλανώμενος στην Ινδία.

ΥΓ.5: Η φωτογραφία στο εξώφυλλο του “Wee Tam & the Big Huge” των Incredible String Band τραβήχτηκε στον κήπο του Frank Zappa.

ΥΓ.6: Στο ελληνικό μουσικό site mic.gr στην κριτική για το βιβλίο του Joe Boyd, “White Bicycles”, ανεφέρεται κατά λέξη: «Μα ακόμη κι όταν αφηγείται τις περιπέτειες των Incredible String Band ή των Fairport Convention, συγκροτημάτων που δικαίως σήμερα έχουν περιέλθει στην αφάνεια, το βιβλίο δεν κουράζει».

ΥΓ.7: Οι Strawbs δεν περιλαμβάνονται στο παρόν αφιέρωμα, παρότι είμαι μεγάλος οπαδός τους, επειδή ο ηγέτης τους, Dave Cousins, αρνείται ότι είναι folk συγκρότημα και κατά δεύτερον επειδή τα καλύτερα albums τους (“Grave New World” και “Hero and Heroine”) δεν έχουν σχέση με την folk, είναι progressive rock. Όπως φυσικά δεν περιλαμβάνονται οι Horslips, Mellow Candle και Mushroom που είναι Ιρλανδοί.

ΥΓ.8: Ο Ian Anderson, όπως και ο Roy Harper μεγάλωσαν στο Blackpool, ο Roy όμως έφυγε νωρίτερα από εκεί. Το “Come Out Fighting Ghengis Smith” (1968) του Roy είναι ένα από τα πρώτα βινύλια που αγόρασε ο Ian Anderson, το καλοκαίρι του 1968, την πρώτη βδομάδα αφότου απέκτησε πικάπ, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει τους Jethro Tull. Ακόμα, ο Ian παίζει φλάουτo στα “Valentine” (1974) και “The Dream Society” (1998) albums του Roy και ο Roy έχει διασκευάσει το “Up the ‘Pool” του Ian.

πηγή



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!