Δεν είμαι φόνισσα, λέει η χήρα της Ερμιόνιδας
Αρχίζει αύριο η δίκη της χήρας της Ερμιονίδας, για τον φόνο (με δύο πυροβολισμούς) του 42χρονου συζύγου της.
Αποφασισμένη να διακηρύξει με πάθος την αθωότητά της θα περάσει αύριο το κατώφλι του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Τρίπολης η χήρα της Ερμιονίδας, κατηγορούμενη για τη δολοφονία του 42χρονου συζύγου της Θανάση Λάμπρου. Η 38χρονη κατηγορείται ότι σκότωσε με δύο σφαίρες, σε κεφάλι και κοιλιά, τον άτυχο ναυτικό (με τον οποίο έχει μία κόρη) σε σπίτι φίλου τους, στην Κοιλάδα Ερμιονίδας στην Αργολίδα, στις 8 Δεκεμβρίου 2014.
«Δεν τον σκότωσα εγώ! Δεν είχα κίνητρο. Θα αποδειχτεί η αθωότητά μου» υποστηρίζει η 38χρονη, εμμένοντας στην αρχική θέση της, ενώ, σύμφωνα με πληροφορίες της «Εspresso», πριν από περίπου έξι μήνες προσπάθησε να ανατρέψει το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο την παραπέμπει σε δίκη.
«Ουδέποτε ομολόγησα τον φόνο» επιμένει, ακυρώνοντας για ακόμα μία φορά την αρχική ομολογία της, τον Ιούλιο του 2015, για την οποία ισχυρίζεται ότι ελήφθη κάτω από έντονες πιέσεις από τους αστυνομικούς και έπειτα από εξαντλητική ανάκριση. Τότε, εφτά μήνες μετά το έγκλημα (και αφού εμφανιζόταν στην εκπομπή «Φως στο τούνελ», εκλιπαρώντας όσους γνώριζαν κάτι να μιλήσουν, για να αποκαλυφθεί ο φονιάς), η σατανική χήρα φέρεται ότι είχε ομολογήσει ενώπιον των ανδρών της Ασφαλείας Ναυπλίου, που, σύμφωνα με την ίδια, την ανέκριναν επί 21 ώρες: «Ναι, εγώ το έκανα. Τελειώνετε τώρα, ρε παιδιά, χαράζει. Αφήστε με να φύγω, να απολαύσω αυτή την υπέροχη μέρα» φέρεται ότι είχε πει.
Μήνυση
Η κατηγορούμενη, που έχει ήδη μεταχθεί στην Ασφάλεια Τρίπολης από τις Φυλακές Κορυδαλλού, όπου βρίσκεται προφυλακισμένη, είχε καταθέσει μήνυση εναντίον δύο αστυνομικών της Ασφαλείας Ναυπλίου και κατά παντός υπευθύνου, ισχυριζόμενη ότι απέσπασαν την ομολογία της εν μέσω βασανιστηρίων. «Εξαρχής αρνείται την κατηγορία και έως σήμερα εμμένει στην αθωότητά της.
Η κρίση περί ενοχής ή μη και μάλιστα για ένα τόσο σοβαρό έγκλημα είναι έργο δύσκολο. Γι’ αυτό δεν επιτρέπεται να σχηματίζεται βεβιασμένα, επιδερμικά και αβασάνιστα» λέει στην «Εspresso» ο δικηγόρος της Σπύρος Ρομποτής και προσθέτει: «Η ζωντανή διαδικασία του ακροατηρίου είναι το κορυφαίο στάδιο έρευνας και εξέτασης αποδεικτικών στοιχείων, ιδίως όσων θα αναφανούν κατά την εξέλιξη της δίκης. Εκφράζουμε την ευχή η Δικαιοσύνη να πράξει ό,τι ο νόμος επιβάλλει και επιτρέπει, διερευνώντας εξονυχιστικά κάθε ισχυρισμό και αίτημα, και να εργαστεί κοπιωδώς για να καλύψει -και όχι να συγκαλύψει- τα αποδεικτικά κενά που άφησε η προδικασία. Η υπεράσπιση θα εξαντλήσει το νομικό οπλοστάσιο στην προσπάθεια να φωτίσει πλήρως τις αθέατες και έως τώρα ανεξερεύνητες πτυχές της υπόθεσης».
Σύμφωνα με πηγές της «Εspresso», η κατηγορούμενη είχε υποβάλει μέσα από τη φυλακή την έφεση κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος «για λόγους ακυρότητας προδικασίας», σε μια προσπάθεια να ζητήσει τη δευτεροβάθμια κρίση του Συμβουλίου Εφετών. Την έφεση την κατέθεσε στη γραμματεία του σωφρονιστικού καταστήματος.
Ομως, σύμφωνα με την πλευρά της, ο υπάλληλος, αντί να τη συμπληρώσει, να επισυνάψει τους λόγους που υποβάλλεται και κατόπιν να τη διαβιβάσει, έβαλε μια σφραγίδα που ανέφερε «έκθεση εγχείρισης» (αναγράφει μόνο τα ονόματα των υπαλλήλων, την ώρα και τον λόγο που ασκείται το ένδικο μέσο). Το έγγραφο ήταν ελλιπές και, όταν το έστειλε στο Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, εκείνο απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη, επειδή δεν τηρήθηκε ο τύπος της διαβίβασης.