Θεατές @ Εθνικό Θέατρο


ίναι φορές που το θέατρο χρειάζεται να είναι άμεσο, κατανοητό και θαλερό. Τα νοήματα να μην γεννιούνται έπειτα από δαιδαλώδη σκέψη και η ουσία να προκύπτει καθάρια από το κείμενο, χωρίς δήθεν φιλοσοφικές αναζητήσεις. Όλα τα παραπάνω αποτελούν κύριο γνώρισμα της σκηνοθετικής προσέγγισης της Κατερίνας Ευαγγελάτου που συναντήθηκε με το διαπεραστικό όσο και επίκαιρο έργο του Μάριου Ποντίκα, δημιουργώντας ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον αποτέλεσμα.

Δυο δωμάτια ενός φτηνού ξενοδοχείου στην μετεμφυλιακή περίοδο εσωκλείουν την πλοκή του έργου. Στο ένα ένοικος ένας ανάπηρος μικροπωλητής, θύμα του εμφυλίου, που δολοφονείται από τη σύζυγό του η οποία έπειτα αυτοκτονεί, την ώρα που ο ένοικος του διπλανού δωματίου παρακολουθεί αμέτοχος όσα συμβαίνουν από μια τρύπα στον τοίχο. Ο Μάριος Ποντίκας με την γλαφυρότητα του κειμένου του θέτει από την αρχή την εννοιολογική βάση του έργου, συνοψίζοντας την έπειτα λίγο πριν το φινάλε με την φράση «θεατής και αμέτοχος εκ του μακρόθεν». Ακριβώς το ίδιο πετυχαίνει και η Κατερίνα Ευαγγελάτου με το εύρημα των σημαιών πριν την έναρξη της παράστασης, τις οποίες οι θεατές καλούνται να αφαιρέσουν (τρεις ο καθένας) προκειμένου να παρακολουθήσουν την πλοκή στο εσωτερικό των δωματίων. Κάπως έτσι εντείνεται η ιδιότητα του κοινού σε μια διττή ταυτότητα. Ως εξ’ ορισμού θεατή της παράστασης αλλά και ως πρωταγωνιστή θεατή του ίδιου του έργου, σε μια αταβιστική ακολουθία. Η αποστασιοποίηση από την κοινή πραγματικότητα, ο ψυχολογικός ιδρυματισμός και η τηλεοπτική πρόσληψη των γεγονότων που γαλουχούν τους ανθρώπους λόγω των κοινωνικών φαινομένων είναι η νοηματική κοσμοθεωρία του έργου πάνω στην οποία πλάθεται σκηνοθετικά η παράσταση. Όπως τότε, έτσι και τώρα. Στο πρώτο μέρος μάλιστα σχολιάζετε εύστοχα και η κοινωνική εξαθλίωση που διαχρονικά οδηγεί σε αυτοχειρίες. Βασικοί συντελεστές στο άρτιο αποτέλεσμα η ηθοποιοί της παράστασης. Απροσδόκητα τσαλακωμένος ο Νίκος Ψαρράς στο ρόλο του «ματάκια» δίνει ζωή σε κάθε πτυχή του χαρακτήρα του. Η Στεφανία Γουλιώτη αναδεικνύει μια σκληρή, υπομονετική και μετρημένη σύζυγο, πείθει με την αυτοκτονία της, σε μια καλά υπολογισμένη γενικά ερμηνεία ενώ αξιόλογη είναι και η παρουσία της Άλκηστις Πουλοπούλου ως συντρόφου του γείτονα που παρακολουθεί από την χαραμάδα. Εύσημα ανήκουν και στην Ελένη Μανωλοπούλου που έστησε ένα υποδειγματικά υπαινικτικό σκηνικό αξιοποιώντας με ευστροφία τα λίγα τετραγωνικά του χώρου. Τα κινηματογραφικά ειδικά εφέ των αδελφών Αλαχούζων προσδίδουν έντονο ρεαλισμό και ένταση στις σκηνές ενώ και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη δημιουργούν και αναδεικνύουν ατμόσφαιρα. Ένα αξιόλογο έργο από τα χέρια ενός εκ των σημαντικότερων μεταπολιτευτικών θεατρικών συγγραφέων, μέσα από την σκηνοθετική ματιά της Κατερίνας Ευαγγελάτου που απέδειξε φέτος τόσο με τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν» όσο με τους τωρινούς «Θεατές» πως βρίσκεται στην καλύτερη δημιουργική της περίοδο.
Γ.Ε

Ο Νίκος Ψαρράς πρωταγωνιστής της παράστασης μίλησε στον Γιώργο Ευφραιμίδη για το REVma -/+:

REVma -/+: Ο ήρωας που υποδύεστε παρακολουθεί αδρανής μια δολοφονία που εκτυλίσσεται στο διπλανό δωμάτιο του ξενοδοχείου που μένει. Γιατί πιστεύεται πως δεν αντιδρά;
Νίκος Ψαρράς: Η απάντηση που δίνει ο ήρωας είναι ότι δεν θέλει μπλεξίματα και ότι του αρέσει να βλέπει τους άλλους να υποφέρουν και αυτόν δεν τον αφορά. Εγώ πιστεύω ότι φοβάται. Μιλάμε για μια γενιά ανθρώπων βγαλμένων μόλις από τον εμφύλιο, μια γενιά τρομαγμένη και χωρίς ελευθερία λόγου. Η νοοτροπία «εμένα δεν με αφορά, άρα δεν αντιδρώ» ή «ό,τι φάμε ότι πιούμε και ότι αρπάξει ο …» είναι χαρακτηριστικό του Νεοέλληνα.

REVma -/+:Έχετε ποτέ καταλήξει στο παρελθόν αμέτοχος θεατής μιας κατάστασης που θα έπρεπε να είχατε επέμβει; Τι θυμάστε;
Ν.Ψ.: Στο παρελθόν πολλές φορές αντιδρούσα είτε φραστικά όταν έβλεπα κάτι είτε έχοντας κυνηγήσει τσαντάκια στο δρόμο. Τώρα πια με πιάνω πιο φοβισμένο δυστυχώς. Πολλά βράδια φεύγοντας από το Εθνικό θέατρο με το αυτοκίνητο μέσα από τα στενά, έχω δει ανθρώπους να χτυπάνε τα παράθυρα μου ή να πέφτουν επίτηδες στο δρόμο για να σταματήσω και το μόνο που σκέφτομαι είναι να ανάψει το πράσινο για να φύγω.

REVma -/+: Στο έργο παρακολουθούμε ανθρώπους εξαθλιωμένους από την κοινωνική πραγματικότητα, μια κατάσταση που καθρεπτίζεται σήμερα σ’ ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας. Πόσο οικεία σας είναι αυτή η πραγματικότητα; Την έχετε ζήσει στο κοινωνικό σας περιβάλλον ή απλά την βιώνετε ως θεατής εκ του μακρόθεν; Ν.Ψ.: Σήμερα θέλοντας και μη βιώνεις την Ελληνική πραγματικότητα. Φτάνει να οδηγήσεις και καταλαβαίνεις αμέσως ότι ο κόσμος έχει θυμό και απελπισία. Εγώ δεν πεινάω, αλλά ούτε είμαι άνετα. Δουλεύω χωρίς ρεπό επτά ημέρες την εβδομάδα, εκτός του Εθνικού και σε δραματική σχολή και σε μια ερασιτεχνική ομάδα για να μπορώ να πληρώνω τις υποχρεώσεις μου. Αλλά πως μπορώ να είμαι αμέτοχος όταν φέτος η ανεργία στους ηθοποιούς φτάνει το 95%;! Πως μπορώ να είμαι ήσυχος όταν τέλος Μαΐου μπαίνω στο ταμείο ανεργίας και δεν έχω κλείσει δουλειά για τον χειμώνα: Όταν ακούω για αυτοκτονίες νέων παιδιών κάθε μέρα;

REVma -/+: Ο συγγραφέας του έργου αναφέρει στο κείμενο: «Αλλά δεν έχουμε αντιληφθεί το νόημα της ζωής. Το οποίο εγώ το συνοψίζω και το αντιλαμβάνομαι μέσα εις το κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό. Μέσα εις το θεατής και αμέτοχος…» Ακούγεται απόλυτα παθητικό. Σας βρίσκει σύμφωνο;
Ν.Ψ.: Αυτή η νοοτροπία καθώς και το μότο «μάγκας είναι όποιος τα αρπάζει χωρίς να δουλεύει» που επικρατούν στην Ελλάδα από πάντα, χαρακτηριστικό θέμα σε όλες σχεδόν τις κωμωδίες του 1960, είναι που κατά εμέ έχουνε προκαλέσει την κοινωνική κρίση που βιώνουμε σήμερα. Αυτή είναι η κρίση που πρέπει να ξεπεράσουμε και όταν συμβεί θα έχει τελειώσει ένα μεγάλο κομμάτι και της οικονομικής κρίσης. Ας ησυχάσουμε, ας κάνει ο καθένας καλά τη δουλειά του, ας αποδώσουμε όσο πιο καλά μπορούμε και όλα θα αλλάξουν. Και αυτό θα γίνει μόνο ενεργητικά, καθόλου παθητικά και καθόλου εκ του μακρόθεν.

πηγή



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!