Σε ισόβια κάθειρξη καταδικάστηκε ο συζυγοκτόνος της Χαλκιδικής


Σε ισόβια κάθειρξη για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση καταδικάστηκε χθες από το μικτό ορκωτό δικαστήριο Θεσσαλονίκης ο 36χρονος Τζέιμς Κλοντ Λέσι, κατηγορούμενος για τη στυγερή δολοφονία τής εν διαστάσει συζύγου του Λέλας Μαυρομάτη στις 6 Ιανουαρίου 2016 στην Ορμύλια Χαλκιδικής.

Στον Λέσι, ο οποίος μετά την αποτρόπαια πράξη του άρπαξε τον ηλικίας 4,5 ετών γιο του Φοίβο και εξαφανίστηκε για δεκαοκτώ ημέρες, επιβλήθηκε και ποινή φυλάκισης 5 ετών, εκ των οποίων 4 έτη για έκθεση ανηλίκου σε κίνδυνο και 1 για οπλοχρησία. Ο ίδιος απαλλάχτηκε από την κατηγορία της οπλοφορίας, για δύο μαχαίρια που είχε μαζί του στο διάστημα που διέφευγε και κατά τη σύλληψή του, τα οποία κρίθηκε ότι χρησιμοποιούσε για ανάγκες διατροφής. Ο καταδικασθείς άσκησε έφεση, η οποία δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα, και επέστρεψε στις δικαστικές φυλακές Θεσσαλονίκης, στα Διαβατά.

Ο 36χρονος εμφανίστηκε μετανιωμένος, ζήτησε κατ’ επανάληψη συγγνώμη από τους συγγενείς του θύματος και την κοινωνία και ισχυρίστηκε ότι δεν θυμάται τίποτε από την ημέρα που ξεκίνησε, για να πάει στο σπίτι τής εν διαστάσει συζύγου του, την ημέρα της δολοφονίας, μέχρι τη στιγμή που κρυβόταν με το μικρότερο γιο του. Οι ισχυρισμοί του δεν έπεισαν το δικαστήριο, που έκρινε ότι είχε επίγνωση της πράξης του και συνείδηση. «Θυμάται ό,τι προηγήθηκε, αλλά δεν τον βολεύει αυτή η μνήμη», ανέφερε η εισαγγελέας Ευαγγελία Καρανικόλα κατά την αγόρευσή της. Η ίδια με βάση τις μαρτυρικές καταθέσεις κατά την ακροαματική διαδικασία έκανε λόγο για έναν χαρακτήρα δεσποτικό, που ήθελε να τον φωνάζουν «boss», νευρικό, ευερέθιστο, που θεωρούσε ότι είχε πάντα δίκιο. Το παρελθόν του ήταν θολό, έλεγε ότι δεν έχει γονείς, ενώ είχε, «θεωρούσε ότι η ζωή τού χρωστά». Η εισαγγελέας απέρριψε τους ισχυρισμούς περί τέλεσης του εγκλήματος εν βρασμώ ψυχής και κενών μνήμης και δεν δέχτηκε ότι μετανόησε παρά τις δηλώσεις του. Σημείωσε δε ότι πρώτη φορά είδε κατηγορούμενο να μη σκύβει το κεφάλι στους συγγενείς του θύματος, όταν κατά την ακροαματική διαδικασία κατέθεσαν και απαντούσαν σε ερωτήματα. Για τους δε συγγενείς η εισαγγελέας επισήμανε την αξιοπρεπή στάση που επέδειξαν και το γεγονός ότι δεν επιχείρησαν καμία πράξη αυτοδικίας. Οι συγγενείς του θύματος πάντως μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας των δικαστών εξέφρασαν την ικανοποίησή τους και δήλωσαν πως μέριμνά τους είναι το σωστό μεγάλωμα των παιδιών, που ζούνε με τον παππού και τη γιαγιά τους.

«Ντρέπομαι. Αισθάνομαι πολύ άσχημα. Μετάνιωσα. Ζητώ συγγνώμη από την οικογένεια, τα παιδιά μου, την κοινωνία, από όλους και εύχομαι να μη συμβεί σε κανέναν άνθρωπο στον κόσμο αυτό που συνέβη. Θέλω να είναι καλά τα πεθερικά μου και να φροντίζουν τα παιδιά μου. Τους είχα δώσει την επιμέλεια», ανέφερε στην απολογία του ο Τζέιμς Κλοντ Λέσι, περιγράφοντας τα γεγονότα πριν και μετά τη δολοφονία. «Είχαμε διαφωνίες όσον αφορά την ανατροφή των παιδιών. Το καλοκαίρι του 2015 είχαμε πάει για μία εβδομάδα στην Αλβανία και την πέμπτη ημέρα μού λέει ότι θα πάρει τα παιδιά και θα γυρίσει πίσω. Είχε επικοινωνήσει νωρίτερα με τη μητέρα της. Τελικά αναγκάστηκα να φύγουμε. Μετά από λίγες ημέρες μού λέει χωρίζουμε. Να φύγεις από το σπίτι». Ο 36χρονος είπε πως μέχρι το Νοέμβριο του 2015 έπαιρνε τα δύο παιδιά από το σχολείο, αλλά εκείνο το μήνα ο μεγάλος γιος του Ιάσονας, ο οποίος του είχε αδυναμία κατά τους ισχυρισμούς του, άρχισε να μην τον θέλει. «Έπαψε να έρχεται μαζί μου και συνέχισα να παίρνω τον Φοίβο», ανέφερε. Στις 5 Ιανουαρίου 2016, κατά την απολογία του δράστη, η εν διαστάσει σύζυγός του ζήτησε να πάρει το Φοίβο σπίτι της, προκειμένου να παρακολουθήσουν το πρωί τον αγιασμό των υδάτων.

«Παιχνίδι με την αστυνομία»

«Μου είχε πει ότι θα τον πάρω το απόγευμα. Είχα πιει με παρέα και ετοιμάστηκα το απόγευμα (Θεοφάνια) να πάω να τον πάρω. Μου είπε στο τηλέφωνο όμως πως είχε κανονίσει με δικηγόρο να μην ξαναδώ τα παιδιά μου. Νευρίασα. Ξέφυγα στην ιδέα ότι δεν θα βλέπω τα παιδιά μου. Είπα να πάω να συζητήσω από κοντά. Από εκεί και πέρα δεν θυμάμαι τίποτε», υποστήριξε. Στο ερώτημα πότε επανήλθε η μνήμη του ισχυρίστηκε ότι «επανήλθε, όταν ήμουν πάνω στο μηχανάκι με τον Φοίβο. Άρχισε να βραδιάζει και διαπίστωσε ότι δεν λειτουργούν τα φώτα». Επίσης υποστήριξε ότι ήθελε να παραδοθεί στην αστυνομία αλλά στη Θεσσαλονίκη, όπου δεν τον γνώριζαν. Ερωτηθείς γιατί ένιωθε κυνηγημένος, αφού δεν θυμόταν ότι είχε κάνει έγκλημα, απάντησε: «Επειδή είχα πάρει το παιδί χωρίς την άδεια της μητέρας του και θεώρησα ότι με κυνηγούν για αυτό το λόγο». Το διάστημα των δεκαοκτώ ημερών που διέφευγε έτρωγαν με το γιο του, όπως είπε, κότες και κουνέλια που έσφαζε και έψηνε. Βρήκε κουβέρτες και εξοπλισμό σε ένα κάμπιγκ και διέμεναν σε καλύβες. Ο μικρός «νόμιζε ότι παίζουμε παιχνίδι, κρυφτό με τους αστυνομικούς. Έτσι το είδε κι εγώ το άφηνα να το πιστεύει». Δικαιολόγησε την ύπαρξη 3.500 ευρώ στην τσέπη του, λέγοντας ότι «τα κουβαλούσα πάντα στο μπουφάν, για να μην μου τα κλέψουν από το σπίτι», ενώ ανέφερε ότι έμαθε για το έγκλημα από τους αστυνομικούς, όταν συνελήφθη. «Αγαπούσα τη γυναίκα μου. Δεν είχα ασκήσει ποτέ βία σε γυναίκα», είπε.

Ο Τζέιμς Κλοντ Λέσι στις 6 Ιανουαρίου 2016 σύμφωνα με την απόφαση δολοφόνησε την εν διαστάσει σύζυγό του μπροστά στα μάτια του μεγάλου γιου του και στη συνέχεια άρπαξε το μικρό γιο και διέφυγε με μηχανάκι. Τη μαχαίρωσε έξι φορές με ένα μαχαίρι που χρησιμοποιούσε παλαιότερα στο κυνήγι και, όπως είπε στο δικαστήριο, όταν ρωτήθηκε για το φονικό εργαλείο με την μπορντό λαβή, «το είχαμε, για να κόβουμε ψωμί». Εντοπίστηκε έπειτα από επικοινωνία που είχε με δύο συγχωριανούς του, από τους οποίους ζήτησε βοήθεια, έπειτα από δεκαοκτώ ημέρες σε καλύβα στην Ορμύλια, μόλις 1 χιλιόμετρο έξω από το χωριό.

Εφημερίδα «Μακεδονία»

πηγή



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!