Σλάντεκ @ Θέατρο Πόρτα


Κείμενο αριστοτεχνικό. Επιδέξια σχήματα λόγου, μελετημένη δομή και η απόδοση μιας αλήθειας μεταξύ σκληρού ρεαλισμού και υψιπετούς φιλοσοφίας. Η στιγμή που η δραματουργία επιτελεί το αρχέτυπο λογοτεχνικό της καθήκον. Να λειτουργήσει ως Ιστορία. Ο Δημήτρης Καραντζάς σκηνοθετεί το κείμενο του Έντεν φον Χόρβατ σε ένα αυστηρό σκηνικό κάδρο. Με χορογραφημένες κινήσεις, χορωδιακούς ήχους και ελεγχόμενο συναίσθημα συστήνει το έργο με τη δική του διαυγή σφραγίδα. Ολοζώντανο και ασφυκτικά σύγχρονο.

Γραμμένο την περίοδο του Μεσοπολέμου, το 1929, ο «Σλάντεκ» είναι αυτό ακριβώς που επιδίωκε στα έργα του ο Γερμανοαυστριακοουγγρικής (χαρμάνι εύλεκτο) καταγωγής συγγραφέας του. «…να στηλιτεύσω όσο το δυνατόν πιο σκληρά τη βλακεία και το ψέμα». Κάπως έτσι, παρουσιάζει την ιστορία που περιστρέφεται γύρω από τον νεαρό πρωταγωνιστή του. Μέλος φτωχής οικογένειας, με άθλια παιδικά χρόνια, χωρίς σπουδές αλλά μια ελπίδα που γίνεται φιλοδοξία για το μέλλον. Να ανήκει κάπου. Μια πορεία που περνά από τη σχέση με τη κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερη του Άννα ως την συνστράτευση με τον Μαύρο Στρατό. Μια ζωή, προπάντων όμως ένα έργο, βασισμένο «στους σκοτωμούς που είναι ατελείωτοι στη φύση», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο κείμενο, στην γέννηση του Ναζισμού αλλά και στην ιδέα της ατομικότητας που προσπαθεί να αντισταθεί.

Ο Καραντζάς χρησιμοποιεί ελάχιστα σκηνικά μέσα. Οι ηθοποιοί του σε συστηματοποιημένο πλαίσιο μοιράζονται διαδοχικά τους ρόλους στο ίδιο αποστειρωμένο μοτίβο κοστουμιών (Ιωάννα Τσάμη), κινήσεων (Σταυρούλα Σιάμου) και συναισθημάτων. Πιστά μέλη ενός τάγματος. Του Μαύρου Στρατού. Το ίδιο και οι ερμηνείες. Λειτουργούν ως σύνολο, έντεχνα στρατευμένες στο ίδιο καθήκον. Η Μαρία Κεχαγιόγλου και ο Αργύρης Παντζαράς ξεχωρίζουν. Οι ηχητικές προσθήκες του Δημήτρη Καμαρωτού από την άλλη, λειτουργούν σαν κραδασμοί. Μουσικά εμβατήρια που επεμβαίνουν την κατάλληλη στιγμή. Η όλη σκηνοθεσία αποκτά μια σύγχρονη ροή και αισθητική και λειτουργεί αντιθετικά. Επισημαίνει το πολιτικό, ηθικό και ατομικό πυρήνα του κειμένου μέσα από ένα ασφυκτικά δεμένο σύνολο, που δραπετεύει την σκέψη στην αντίπερα όχθη. Έξω από την ομογενοποίηση, τον προσηλυτισμό και την πνευματική ιδρυματοποίηση. Στην επίκαιρη ακτή του σήμερα.

Ο σκηνοθέτης της παράστασης Δημήτρης Καραντζάς μίλησε στον Γιώργο Ευφραιμίδη για το έργο, τους χαρακτηρισμούς που του αποδίδουν και όσα ονειρεύεται:

Τι σε γοήτευσε στο έργο;
Πως ένα πολιτικό έργο καταλήγει υπαρξιακό. Βγαίνοντας από την μικροσκοπική οπτική της πολιτικής που το διέπει, η αναζήτηση του λόγου που κάποιος στηρίζει κάτι και του υπαρξιακού κενού που καλύπτει. Συγκεκριμένα, πως ο Σλάντεκ εντάσσεται σε μια φασιστική οργάνωση και ποιό υπαρξιακό κενό προσπαθεί να καλύψει μέσα από αυτήν του την επιλογή. Έχει ενδιαφέρον πως ο συγγραφέας παρουσιάζει τα νέα δεδομένα της εποχής του μεσοπολέμου στην δημοκρατία της Βαϊμάρης. Δεν γράφει ένα έργο κατά του φασισμού αλλά ένα έργο που παρατηρεί τι προκάλεσε η αστάθεια της εύθραυστης εκείνης δημοκρατίας. Παρότι εναντιώνεται σε απόλυτο βαθμό πολιτικά, στην γραφή του συμπάσχει, προσπαθώντας να αγγίξει ένα πιο βαθύ υπαρξιακό ζήτημα. Την μοίρα των ανθρώπων τη δεδομένη περίοδο.

Έχεις επιλέξει ένα απόλυτα αφαιρετικό σκηνικό. Μερικές καρέκλες και τους ηθοποιούς σε ασπρόμαυρα κοστούμια. Σε βοηθάει στο να επικεντρωθεί ο θεατής καλύτερα στο θέμα, σκηνοθετικό μοτίβο ή δεν υπήρχαν χρήματα για κάτι περισσότερο;
Και στη Στέγη που υπήρχαν χρήματα πάλι καρέκλες είχα επιλέξει. Νομίζω πως περισσότερο με ενδιαφέρει οι χώροι που δημιουργούνται μέσα από τις σχέσεις των ανθρώπων. Βρίσκω πιο ενδιαφέρον και συγκινητικό κάτι που βγαίνει από το τίποτα, παρά μια σκηνογραφία που κατευθύνει τον θεατή να νιώσει την εποχή από την αποτύπωση του σκηνικού. Τα ρεαλιστικά σκηνικά μου αρέσουν, μόνο όταν υπάρχει μεγάλη οικονομική ευχέρεια να γίνουν. Το ημιρεαλιστικό σκηνικό που παρατηρείς όλη την ψευτιά του, μου προκαλεί αμηχανία ότι βλέπω θέατρο. Που θέατρο βλέπω, αλλά εφόσον βλέπω θέατρο, γιατί να μην κάνουμε όλη την διαδρομή του. Αφού λέμε ψέματα, ας τα πούμε από όπου να ‘μαστε, σαν να ήμασταν εδώ.

Σε χαρακτήρισαν παιδί θαύμα του ελληνικού θεάτρου. Σκηνοθέτησες σε ηλικία 26 ετών για την Στέγη Γραμμάτων, το Φεστιβάλ της Αβινιόν, την Επίδαυρο, το Εθνικό Θέατρο. Πιστεύεις στα παιδιά θαύματα;
Όχι. Κάποιος πολύ νωρίς μπορεί να πέτυχε κάτι. Μπορεί να έτυχε. Υπάρχουν και πιο απλές απαντήσεις καμιά φορά. Το γεγονός όμως ότι κάποιος, έκανε κάτι, σε ηλικία 26 ετών δεν σημαίνει πως πρέπει να επαληθεύει διαρκώς, ότι είναι μια κινούμενη διάνοια. Θεωρώ ότι είναι ένα καθαρά δημοσιογραφικό παιχνίδι. Κάποιος έγραψε ότι είμαι παιδί θαύμα. Ο επόμενος μου μιλάει, σαν να ήθελα να είμαι το παιδί θαύμα. Στην πραγματικότητα όμως αυτό δεν στηρίζεται σε κάποια λογική βάση.

Και για το μέλλον. Τι ονειρεύεσαι;
Θα ήθελα με κάποιο τρόπο να σταθεί στα πόδια του το ελληνικό θέατρο. Σήμερα, πέρα από τη «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» και το «Εθνικό Θέατρο» τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά. Θα ήθελα να υπάρξει μέριμνα από το κράτος για τον πολιτισμό. Επειδή όμως γνωρίζουν την σημασία του, μάλλον τον υποτιμούν. Κάποιος που θέλει να ασχοληθεί με το θέατρο εκτός «Στέγης» και πέρα από το εμπορικό θέατρο, τα μιούζικαλ και το μπουζοκοθέατρο πέφτει στο κενό. Το «Εθνικό Θέατρο» δεν υφίσταται ως θέατρο ρεπερτορίου και όλα τα υπόλοιπα παλεύουν απλώς να υπάρξουν. Η εποχή του Αμόρε ή του θεάτρου του Λευτέρη Βογιατζή άνθισε και οδήγησε σε νέες θεατρικές συνθήκες και αντιλήψεις. Τώρα υπάρχει μια πολύ διαφορετική κατεύθυνση προς μια παρελθοντολογία και έναν αποβλακωτικό πολιτισμό. Δεν είναι δυνατόν σε μια περίοδο που ζούμε την εθνικοφροσύνη, να θυμόμαστε τους θησαυρούς της ελληνικής δραματουργίας, που στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν. Όπως να «ανεβάζουμε» με φολκλόρ τρόπο έργα του Ξενόπουλου. Τέτοιου είδους επιλογές δεν ευνοούν τον προβληματισμό αλλά τον κατευνάζουν. Επικίνδυνα, δημιουργούν την εντύπωση του «πόσο ωραία ήμασταν τότε». Αν το «Εθνικό Θέατρο» αυτή τη στιγμή, ως καθρέπτης του πολιτισμού, επιλέγει αυτό το ρεπερτόριο, με κάποιο τρόπο κατευθύνει συνειδήσεις. Στο παρελθόν είχε επιλογές που πρότειναν κάτι διαφορετικό. Και είχαν απήχηση. Τώρα βέβαια, ισχυρίζονται από την νέα ηγεσία του , ότι ήταν επιλογές που δεν είχαν ανταπόκριση του κοινού. Ψευδές. Έζησα από μέσα το γεγονός να γεμίζουν με ομαδικά εισιτήρια και πούλμαν παραστάσεις που ήθελαν να διαφημίσουν ως επιλογές που ο κόσμος θέλει να δει. Μια αντικειμενικότητα που προσπάθησαν να επιβάλουν χωρίς να ισχύει. Μια μορφή προπαγάνδας.

πηγή



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!