Τραχίνιες @ Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Θέατρο Βράχων, Παλαιό Ελαιουργείο Ελευσίνας, Θέατρο Πέτρας, Δημοτικό Θέατρο «Δημήτρης Κιντής»
Πολύ κακό και σχεδόν τίποτα, πιθανώς να σχολίαζε κάποιος κακοπροαίρετος παρακολουθώντας τις «Τραχίνιες», την μια από τις δυο θερινές παραγωγές του Εθνικού Θεάτρου. Κι όμως, είναι αξιέπαινη από κάθε πλευρά η απόφαση του ευφυούς Θωμά Μοσχόπουλου να αναμετρηθεί με ένα από τα λιγότερο παιγμένα και ισχνά σε δράση έργα του Σοφοκλή, που παρουσιάστηκαν για τελευταία φορά σε παραγωγή Εθνικού Θεάτρου το 1970. Μια παράσταση με ρυθμό, οίστρο αλλά ένα αποκαρδιωτικό τελευταίο μέρος.
Πρωταγωνίστριες του έργου οι Τραχίνιες. Οι νεαρές από την Τραχίνα σε ρόλο χορού, αντιπροσωπεύουν τον πολίτη που παρακολουθεί την εξέλιξη της ιστορίας που διαδραματίζεται στην πόλη τους. Εκεί φιλοξενείται η Διάνειρα, η σύζυγος του Ηρακλή που περιμένει με αγωνία τον άντρα της από την μάχη. Μια μάχη με λάφυρο την Ιόλη, την ερωμένη του Ηρακλή, που έρχεται στο σπίτι που φιλοξενείται η Διάνειρα. Η σύζυγος του ημίθεου ήρωα θα προσπαθήσει να κερδίσει τον έρωτα του άντρα της. Ραντίζει έναν χιτώνα με το αίμα του Κένταυρου Νέσσου, που είχε πεθάνει από τα δηλητηριασμένα βέλη του Ηρακλή και του το στέλνει. Ο Νέσσος της είχε πει, πριν πεθάνει, να το χρησιμοποιήσει ως ερωτικό φίλτρο. Στην πραγματικότητα όμως αποδεικνύεται δηλητήριο που σκοτώνει τον γιό του Δία.
Η μετάδοση της μόλυνσης αποτελεί την δομή του έργου και γίνεται ο υποκινητής του μύθου ενώ η βιαιότητα των παθών του έρωτα αλλά και η γνώση που καταφθάνει πολύ αργά, χαρακτηρίζουν την τραγωδία αυτή. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος ανέδειξε με μαεστρία τις βασικές ιδέες του κειμένου, επενδύοντας στον δεκαπενταμελή χορό του. Τα μεγάλα χορικά μέρη που του ανέθεσε, διανθίστηκαν με τις εξαιρετικές χορογραφίες του Χρήστου Παπαδόπουλου, την υποδειγματικά ατμοσφαιρική και καλαίσθητη σύλληψη με τα φαναράκια που κρατούσαν στα χέρια τους οι Τραχίνιες, κάνοντας το πλαστικό δάπεδο να μοιάζει με υδάτινη επιφάνεια αλλά και τις αναπάντεχα ενδιαφέρουσες μουσικές του Κορνήλιου Σελαμσή μέσα από την ζωντανή τριμελή του ορχήστρα. Απροσδόκητα όμως, με την εμφάνιση του Ηρακλή, το τελευταίο μέρος της παράστασης αποκτά ένα ιδιότυπο χιούμορ. Ο ήρωας ερμηνεύει συχνά με λυρικό τρόπο τα λόγια του, κινείται αδέξια στην σκηνή και ακατανόητα προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον κωμικό και τον δραματικό χαρακτήρα, που ο σκηνοθέτης έχει επινοήσει. Ανεπιτυχώς. Η συνολική εικόνα της παράστασης θρυμματίζεται αφού το χιουμοριστικό μέρος μάταια προσπαθεί να ισορροπήσει και να αφομοιωθεί με το δραματικό. Ο Αργύρης Ξάφης (Ηρακλής) προσπαθεί, το ίδιο και η Άννα Μάσχα (Δηιάνειρα), όπως και ο Θάνος Τοκάκης στο ρόλο του Ύλλου, γιού του μυθικού ήρωα. Όλοι τους χωρίς κάποιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Αντίθετα, οι σύντομες παρουσίες της Φιλαρέτης Κομνηνού (Τροφός), του Κώστα Μπεκιρόπουλου (Άγγελος, Γέρων), του Γιώργου Χρυσοστόμου (Λίχας) και της Άννας Καλαϊτζίδου (κορυφαία χορού) παρουσιάζουν μεγαλύτερο ερμηνευτικό ενδιαφέρον σε μια παράσταση που εν τέλει ξεχωρίζουν τα επιμέρους, όπως η συνολική εικόνα του χορού αλλά και το μινιμαλιστικό σκηνικό με πρωταγωνιστή τον τεράστιο κορμό δέντρου και την φωτεινή πόρτα δια χειρός Έλλης Παπαγεωργακοπούλου που επιμελήθηκε και τα προσεγμένα κοστούμια.
|Γ.Ε