24 χρόνια χωρίς τον Μάνο! Αιχμηρός και πνευματώδης o λόγος του, λείπει από την Ελλάδα!
24 χρόνια κλείνουν σήμερα, από τον θάνατο του Μάνου Χατζηδάκι.
Ήταν 15 Ιουνίου 1994, όταν “σταμάτησε να λάμπει η σοφία του”.
Αιχμηρός και πνευματώδης στον λόγο του, όσοι τον έζησαν και τον άκουσαν όταν μιλούσε, είτε με νότες είτε με κοφτερές λέξεις, μόνο δέος και θαυμασμό θα μπορούσαν να αισθανθούν.
Ο Χατζιδάκις ήταν ένας δημιουργός θαρραλέος, ένας καλλιτέχνης με εκείνο το θράσος που μπορούν να έχουν οι αστοί στην ψυχή που δεν εκβιάζονται από κάποια ανάγκη επιβεβαίωσης γιατί γνωρίζουν ότι η λυρικότητα και η οξυδέρκεια του θα παρέμεναν αναλλοίωτες στο χρόνο.
Ένας δημιουργός που πεισματικά αδιαφόρησε για τη δόξα καθώς “τον φυλάκιζε μέσα στα πλαίσια που καθόριζε εκείνη, όχι εκείνος”.
Ο Μάνος Χατζιδάκις, γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη, “τη διατηρητέα κι όχι την άλλη, τη φριχτή”, όπως σημείωνε ο ίδιος.
Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκη Αρβανιτίδου. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μητέρα του και την αδελφή του εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα. Από τα τέσσερά του χρόνια μαθαίνει πιάνο, βιολί και ακορντεόν.
Τα χρόνια των σπουδών του επάνω στη θεωρία της μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο και τη φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (ένα πτυχίο που δεν πήρε ποτέ), γνωρίζεται με την πνευματική γενιά του μεσοπολέμου που τον διαμορφώνει.
Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.
Κάνει την πρώτη εμφάνιση του στα μουσικά πράγματα της χώρας το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν και έκτοτε πλουτίζει τον τόπο με μουσικές για παραστάσεις, κινηματογράφο και δισκογραφικές δουλειές.
Το 1960 κερδίζει το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι “Τα παιδιά του Πειραιά” από την ταινία του Ζιλ Ντασέν “Ποτέ την Κυριακή”.
Το 1975 δημιουργεί το Τρίτο Πρόγραμμα.
Το 1989-93 ιδρύει την Ορχήστρα των Χρωμάτων για να παρουσιάσει “πρωτότυπα προγράμματα που συνήθως δεν καλύπτονται από τις συμβατικές συμφωνικές ορχήστρες” την οποία διηύθυνε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Έφυγε στις 15 Ιουνίου 1994.
“Γεννήθηκα στις 23 Οκτωβρίου 1925…
Πρέπει να πω ότι δεν μ’ αρέσει η αναμνησιολογία, την απεχθάνομαι. Νοσταλγώ μόνο δυο περιόδους της ζωής μου, όταν ήμουν και στις δυο περιπτώσεις ένα άγνωστο πρόσωπο και το στοιχείο της εξαφάνισής μου ήταν εντελώς ισοβαρές με την παρουσία μου. Απορείτε που νοσταλγώ την ανωνυμία και όχι έναν έρωτα; Δεν συμφιλιώθηκα ποτέ με τη διασημότητα. Όταν είμαι με κόσμο, είμαι αμήχανος. Κάθε φορά νιώθω έναν μικρό πανικό που απλώς έχω τη δύναμη να μεταμφιέζω. Δεν υπερβάλλω που σας λέω πως μόνο οι δυο περίοδοι της ανωνυμίας μου ήταν οι κορυφώσεις της ζωής μου. Αυτές οι εποχές είναι οι μόνες στιγμές που μπορώ να νοσταλγήσω. Όλες τις άλλες σάς τις χαρίζω.
Και γιατί να νοσταλγώ έναν έρωτα, όταν ερωτευμένος είμαι πάντα; Μπορεί ίσως κάποιος να χαθεί ακόμα και μέσα σ’ αυτό το διαμέρισμα, και εύχομαι να αποκτήσω μια τέτοια δύναμη που να εξαφανίσει το εγώ μου, που μεγαλώνει μαζί με τα χρόνια, κι η ωριμότητα προσπαθεί να εξαφανιστεί, ξαναγράφοντας τη μουσική και όλες τις διαμεσολαβήσεις του ονείρου, διαλύοντάς τα όλα αλλά κυρίως τον εγωισμό, την πιο μεγάλη ασθένεια που μας κρατάει δεμένους στη γη, όταν προορισμός μας είναι να πετάξουμε.
Ναι, επιθυμώ την εξαφάνισή μου. Φαίνεται.”
“Είμαι ο Λαχειοπώλης τ’ ουρανού και μοιράζω αριθμούς σε ξωτικά κι αγγέλους. Σκόρπισα τα λαχεία μου στους γαλαξίες και στο άπειρο. Έτσι δε θά ‘ναι δυνατόν κανείς να ξαναδημιουργήσει, να πράξει το καλό που λεν ή το κακό. Σπατάλη η απόφασή μου, μα ο κόσμος πάει για να χαθεί.
Σκορπίστε τα λαχεία σας όπου μπορέσετε κι όπου βρείτε, μην τ’ αφήσετε κέρδος για τους πολλούς. Για να μας φοβούνται. Εμάς τους ποιητές, εμάς που τα χέρια μας την ώρα του ύπνου ζωγραφίζουν ελεύθερα τους ανέμους, με χρώματα και με σχηματισμούς πτηνών, και που μας τοποθετούν παντοτινά μες στους αιώνες, με την αθάνατη μορφή του Λαχειοπώλη τ’ ουρανού.”
“Αν θα γινόμουν πρωθυπουργός…
Να κάτι που ποτέ μου δεν θέλησα, όπως ποτέ μου δεν θέλησα αυτοκίνητο. Όμως μια που μου θέσατε το ερώτημα, είναι επόμενο την πρωθυπουργία να την βλέπω ερασιτεχνικά, και για να εξηγηθώ. Πολλά είναι αυτά που με ενοχλούν και είναι φυσικό να δω την υποθετική μου πρωθυπουργική θέση ως ευκαιρία ν’ απαλλαγώ μια και καλή από δαύτα.
Ποια είναι αυτά που με ενοχλούν; Πρώτα απ’ όλα η αντιπολίτευση. Η οποιαδήποτε αντιπολίτευση. Θα μ’ ενοχλούσε όποιος είχε αντίθετη γνώμη από μένα. Λοιπόν θα την καταργούσα. Ο Τύπος που δεν θα συμφωνούσε μαζί μου; –θα τον έκλεινα.
Επίσης, να τρία πράγματα που θα καταργούσα, θα καταδίωκα με κάθε μέσον και τέλος θα τα έκλεινα οριστικά: τα Κατηχητικά Σχολεία, τα εβδομαδιαία λαϊκά περιοδικά και τα σφαιριστήρια. Μέχρι σήμερα δεν κατάλαβα τη χρησιμότητά τους και την ανάγκη στο να υπάρχουν.
Και τα τρία αυτά εκμαυλίζουν την ενότητα και προετοιμάζουν άχρηστους κι άρρωστους κι ενοχλητικούς, πολλές φορές, Νεοέλληνες. Τι άλλο; Θα καταργούσα το Ι.Κ.Α. και το γραφείο ευρέσεως εργασίας. Γιατί ούτε το ένα ασφαλίζει ούτε το άλλο βρίσκει δουλειά σ’ αυτούς που δεν έχουν.
Τέλος για τη μουσική δεν θα ’κανα τίποτα απολύτως. Θα την άφηνα στα χάλια που θα είχε, μια και εγώ δεν θα είχα καιρό να γράψω. Έτσι ο κόσμος αγανακτισμένος για τα κακά που θα του στερούσα και για τα χάλια στα οποία θα κατέληγε η μουσική στον τόπο μας, θα μ’ έβγαζε διά της βίας από Πρωθυπουργό και πάλι διά της βίας θα με ξανάκανε μουσικό.
Όμως ολ’ αυτά δεν πρόκειται να συμβούν κι έτσι πολλοί θα εξακολουθούν να νομίζουν ότι κακώς γράφω μουσική και δεν έγινα Πρωθυπουργός.
Μάνος Χατζιδάκις, Αθήνα, 10 Μαρτίου 1961″.
“Δύο είναι οι εχθροί της πολιτικής και του πολιτισμού: ο λαϊκισμός και ο ελιτισμός”.
“Μερικοί κύριοι νομίζουν ότι είμαστε συνάδελφοι”.
“Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις. Δυστυχώς συνηθίσαμε το πρόσωπο του τέρατος”.
“Λένε πως οι καλλιτέχνες είναι είτε κομμουνιστές είτε ομοφυλόφιλοι. Εγώ πάντως δεν είμαι κομμουνιστής…”
“Ό,τι έχω ιερό: Να περιφρονώ τις συνήθειες των πολλών, τη λογική του κράτους και την ‘ηθική’ των συγγενών μου. Να αγαπώ με πάθος τους κυνηγημένους, τους ανορθόδοξους και τους αναθεωρητές”.
“Ποτέ δεν πρόκειται να τελειώσει η ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και η ανθρώπινη ευπιστία. Πάντα ο άνθρωπος θα πιστεύει πως τα όνειρά του θα δικαιωθούν. Αλλά και πάντα θα αγνοεί πως ο ίδιος καταστρέφει τα όνειρά του με το να ξυπνά κάθε πρωί. Κάθε πρωί κι όχι για πάντα, μια και μόνη φορά”.
“Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει: Πάντα μ’ απασχολούσε το γνωστό εμβατήριο όσες φορές τ’ άκουγα. Έλεγα μέσα μου, τι άραγες εννοεί; Σκέφτηκα, σαν κάτι να φωτίστηκε μέσα μου, εφόσον η Ελλάδα δεν πεθαίνει ποτέ, πάει να πει πως και ποτέ δεν θα αναστηθεί”.
cnn.gr