60 χρόνια από την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας
Ενα από τα σώματα που είχαν ιδρυθεί για την εφαρμογή των συμφωνιών του 1959 ήταν η επιτροπή του Λονδίνου (αποτελούμενη από αντιπροσώπους των τριών Εγγυητριών Δυνάμεων, καθώς και των δύο κοινοτήτων), η οποία είχε κυρίως ως έργο της θέματα που αφορούσαν τον βρετανικό στρατό. Στις αρχές του 1960, ένα από τα ζητήματα στα οποία η πρόοδος των διαβουλεύσεων στο Λονδίνο φάνηκε να σκοντάφτει ήταν αυτό των βρετανικών βάσεων. Συγκεκριμένα, υπήρχαν διαφωνίες ως προς το μέγεθος, την έκταση της κυριαρχίας τους, καθώς και στο θέμα της εκχώρησής τους σε περίπτωση βρετανικής αποχώρησης. Καθώς η συζήτηση όδευε προς αδιέξοδο, οι Βρετανοί συγκάλεσαν διάσκεψη στο Λονδίνο, στις 16 Ιανουαρίου 1960, με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας, καθώς και με τους ηγέτες των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και Φαζίλ Κουτσιούκ, αντίστοιχα.
Στο Λονδίνο, οι Βρετανοί ήλπιζαν ότι, με κάποιες μικρές προσαρμογές, οι διαπραγματεύσεις θα κατέληγαν σε συμφωνία εγκαίρως, έτσι ώστε η ημέρα ανακήρυξης της ανεξαρτησίας να καθοριζόταν τον Φεβρουάριο.
Ωστόσο, τόσο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος όσο και ο Φαζίλ Κουτσιούκ ήταν από κοινού αποφασισμένοι να μειώσουν το μέγεθος των βάσεων, χωρίς να υποκύπτουν σε πιεστικά χρονοδιαγράμματα. Η προηγούμενη εμπειρία των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, επομένως, όπου το θέμα της πίεσης του χρόνου ήταν τόσο έντονο, έφερε τώρα τα αντίθετα αποτελέσματα. Ηταν αδύνατον για τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να αποδεχθεί τις βρετανικές προτάσεις ως είχαν. Πράγματι, Μακάριος και Κουτσιούκ πήγαν στο Λονδίνο αποφασισμένοι να μειώσουν το μέγεθος των βάσεων. Ετσι, όπως υπογραμμίζει η Νταϊάνα Μαρκίδου, οι διαβουλεύσεις για το ζήτημα των βάσεων αποτέλεσαν μοναδικό παράδειγμα κατά το οποίο Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι βρήκαν κοινό έδαφος και διαβουλεύονταν χωρίς να τους βαραίνει η παρουσία των αντίστοιχων μητέρων-πατρίδων τους.
Από τον Φεβρουάριο του 1960, μετά την αποτυχία της διάσκεψης, οι διαπραγματεύσεις μεταφέρθηκαν στη Λευκωσία, ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός, Χάρολντ Μακμίλλαν, επιφόρτισε τον υφυπουργό Εξωτερικών, Τζούλιαν Αμερι, με το καθήκον της διαπραγμάτευσης. Ο Αμερι πέρασε ένα διάστημα τεσσάρων μηνών στο νησί. Ο ίδιος εκπροσωπούσε τη σκληροπυρηνική πτέρυγα του Συντηρητικού Κόμματος, η οποία πίστευε ότι οι βάσεις θα λειτουργούσαν ως «μικρές αποικίες» ή ως «κυπριακά Γιβραλτάρ». Σε κάθε περίπτωση, στο διάστημα αυτό οι σχέσεις του με τον κυβερνήτη Φουτ δεν έμειναν ανεπηρέαστες, καθώς ο τελευταίος ανησυχούσε για τις συνέπειες που θα μπορούσε να είχε η συνεχιζόμενη διαφωνία επί του θέματος των βάσεων. Μάλιστα, μπροστά στο διαφαινόμενο αδιέξοδο παρουσιάστηκε ακόμα και η πιθανότητα η μεταβατική περίοδος να εξελιχθεί ως μια μόνιμη διευθέτηση.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός, όμως, δεν επιθυμούσε να διακινδυνεύσει, στο ξεκίνημα της δεύτερής του θητείας, νέα εκδήλωση του κυπριακού προβλήματος. Οι Βρετανοί υποχώρησαν τελικά σε όλα τα βασικά σημεία εκτός από την κυριαρχία των βάσεων. Ετσι, για παράδειγμα, η περιοχή των βάσεων μειώθηκε σε έκταση 99 τετραγωνικών μιλίων στην περιοχή της Δεκέλειας και της Επισκοπής (ενώ οι Βρετανοί αρχικά απαιτούσαν περισσότερα από 200 τετραγωνικά μίλια). Εκτός από τις δύο βάσεις, οι Βρετανοί εξασφάλισαν διευκολύνσεις για τις στρατιωτικές τους ανάγκες σε διάφορα σημεία της Κύπρου. Η συμφωνία για τις βρετανικές βάσεις επιτεύχθηκε στις 6 Ιουλίου 1960, ανοίγοντας τον δρόμο προς την επίσημη ανακήρυξη της ανεξαρτησίας.
Η εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας πραγματοποιήθηκε τα μεσάνυχτα της 15ης προς 16η Αυγούστου 1960. Η ιδρυτική τελετή ήταν χαμηλών τόνων, όπως και η αποχώρηση του τελευταίου κυβερνήτη, Χιου Φουτ. Χωρίς την εκφώνηση λόγων ή την εκτέλεση στρατιωτικών ύμνων, ο Φουτ επιβιβάστηκε με την οικογένειά του στο πολεμικό πλοίο Chichester και αναχώρησε από το λιμάνι της Αμμοχώστου. Εκλεισε έτσι ο κύκλος της αποικιοκρατίας, που είχε ξεκινήσει στο νησί με την άφιξη των Βρετανών το 1878. Στο ξεκίνημα της μετα-αποικιακής της εμπειρίας, η Κύπρος αναζήτησε τη θέση της στο διεθνές περιβάλλον. Πράγματι, στις 21 Σεπτεμβρίου 1960, η Κυπριακή Δημοκρατία έγινε μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Σε όλα τα δημόσια κτίρια, το πρωί της 16ης Αυγούστου, κυμάτιζε η νέα σημαία, όπως την είχε σχεδιάσει ο Τουρκοκύπριος Ισμέτ Γκιουνέι: η Κύπρος στο χρώμα του χαλκού στο κέντρο μίας λευκής σημαίας και από κάτω δύο κλαδιά ελιάς, που συμβόλιζαν τις δύο κοινότητες οι οποίες θα ζούσαν σε ειρηνικό κλίμα στη νέα τους χώρα.
Πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εκλέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ και Αντιπρόεδρος ο Φαζίλ Κιουτσούκ, που είχαν κερδίσει τις εκλογές στις πρώτες επίσημες εκλογές στις 13 Δεκεμβρίου 1959.
Όμως ποτέ κανείς δεν γιόρτασε την 16η Αυγούστου ως επίσημη ημέρα γενεθλίων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι καλοκαιρινές διακοπές που άλλαξαν τα δεδομένα Ο εορτασμός της κυπριακής ανεξαρτησίας μία μέρα μετά τον δεκαπενταύγουστο και μέσα στο καλοκαίρι δυσκόλευε τους πάντες. Για αυτό τρία χρόνια αργότερα, στις 11 Ιουλίου 1963, το Υπουργικό συμβούλιο της Κυπριακής Δημοκρατίας, αποτελούμενο από εφτά Ελληνοκυπρίους και τρείς Τουρκοκυπρίους υπουργούς ομόφωνα αποφάσισε τον ορισμό της 1ης Οκτωβρίου ως Ημέρας της Ανεξαρτησίας της Κύπρου. Ο τελευταίος Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου, Σερ Χιου Φουτ Ο λόγος ήταν οι καλοκαιρινές διακοπές και η απουσίας των ξένων Πρέσβεων στις χώρες τους, κατά την τελετή εορτασμού….
Στο σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας γίνεται σαφής διάκριση των τριών πολιτειακών εξουσιών. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και το υπουργικό συμβούλιο, η δικαστική από τα δικαστήρια της Δημοκρατίας και η νομοθετική εξουσία από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τις Κοινοτικές Συνελεύσεις. Οι συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου και το σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας προβλέπουν τη σύσταση δύο αιρετών Κοινοτικών Συνελεύσεων, μιας ελληνικής και μιας τουρκικής, οι οποίες επιλαμβάνονται όλων των εκπαιδευτικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών θεμάτων των δύο κοινοτήτων.
Οι πρώτες βουλευτικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν την 31η Ιουλίου 1960 και στις 7 Αυγούστου 1960 έλαβαν χώραν οι εκλογές για την ανάδειξη των Κοινοτικών Συνελεύσεων. Οι εκλογές διεξήχθησαν με πλειοψηφικό σύστημα και με βάση την αποικιακή νομοθεσία. Ο αριθμός των βουλευτών, σύμφωνα με το σύνταγμα, οριζόταν στους πενήντα, από τους οποίους οι τριάντα πέντε (70%) εκλέγονταν από την ελληνική κοινότητα και οι δεκαπέντε (30%) από την τουρκική κοινότητα.
Η νεοσύστατη Βουλή αντιμετώπισε εξαρχής προβλήματα ομαλής λειτουργίας που πήγαζαν από τις αδυναμίες του συντάγματος. Το δοτό σύνταγμα της Κύπρου, που εκπονήθηκε από μια μικτή συνταγματική επιτροπή, παρόλο που διασφαλίζει τις βασικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών, εμπεριέχει διαιρετικά στοιχεία που αποτέλεσαν εξαρχής τροχοπέδη στην ομαλή πορεία και εξέλιξη του κράτους. Τέτοιες πρόνοιες είναι, ανάμεσα σε άλλες, το δικαίωμα αρνησικυρίας του Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας, η εκλογή από τις δύο κοινότητες χωριστών δήμων στις πέντε κυριότερες πόλεις και η χωριστή πλειοψηφία Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων βουλευτών για την τροποποίηση του εκλογικού νόμου και για τη θέσπιση νομοθεσίας περί δήμων ή περί φόρων και τελών. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη μια μικρή μειοψηφία Τουρκοκύπριων βουλευτών έχει δικαίωμα να ανατρέψει τη θέληση της πλειοψηφίας. Το 1961 οι Τουρκοκύπριοι βουλευτές, κάνοντας χρήση του δικαιώματος αυτού, καταψήφισαν το νομοσχέδιο για παράταση του φορολογικού νόμου και στη συνέχεια το νομοσχέδιο περί φόρου εισοδήματος, με αποτέλεσμα να μείνει η Δημοκρατία χωρίς σχετική νομοθεσία για τέσσερα χρόνια.
Μετά τις διακοινοτικές ταραχές που σημειώθηκαν το Δεκέμβριο του 1963 οι δεκαπέντε Τουρκοκύπριοι βουλευτές αποχώρησαν και έκτοτε οι έδρες τους παραμένουν κενές. Αποχώρησαν επίσης όλοι οι Τουρκοκύπριοι που κατείχαν πολιτειακά αξιώματα ή θέση στο δημόσιο τομέα. Η Βουλή συνέχισε να λειτουργεί, με βάση τις ισχύουσες συνταγματικές ρυθμίσεις, όπως αυτές ερμηνεύθηκαν κατά καιρούς από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Τα επόμενα χρόνια σημειώθηκαν σημαντικές εξελίξεις στην κυπριακή πολιτειακή ζωή. Τις θέσεις των τριών Τουρκοκύπριων υπουργών που αποχώρησαν κατέλαβαν Ελληνοκύπριοι υπουργοί και οι αρμοδιότητες του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου μεταβιβάστηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Το Μάρτιο του 1965, με νόμο που θέσπισε η Βουλή, οι νομοθετικές αρμοδιότητες της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης μεταβιβάστηκαν στη Βουλή, οι αρμοδιότητές της επί εκπαιδευτικών, μορφωτικών και διδακτικών θεμάτων στο συνιστώμενο με βάση τον ίδιο νόμο Υπουργείο Παιδείας και οι υπόλοιπες διοικητικές της αρμοδιότητες στα άλλα συναφή υπουργεία.
Λόγω της έκρυθμης κατάστασης που ακολούθησε τα δραματικά γεγονότα του 1963 οι επόμενες βουλευτικές εκλογές δε διεξήχθησαν τον Ιούλιο του 1965 αλλά στις 5 Ιουλίου 1970, αφού η θητεία των μελών της Βουλής παρατεινόταν κάθε χρόνο με σχετική νομοθεσία. Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 και η τουρκική εισβολή της 20ής Ιουλίου 1974, η κατάληψη από τα τουρκικά στρατεύματα του 37% του κυπριακού εδάφους και η βίαιη εκδίωξη από τα σπίτια και τις περιουσίες του του ενός περίπου τρίτου του πληθυσμού είχαν ως συνέπεια την αναβολή και πάλι των βουλευτικών εκλογών. ‘Ετσι, οι επόμενες βουλευτικές εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία διεξήχθησαν στις 5 Σεπτεμβρίου 1976.
Στις βουλευτικές περιόδους που ακολούθησαν η Βουλή ανέλαβε μια ακόμα αποστολή: τη θέσπιση, σε συνεργασία με την εκτελεστική εξουσία, ειδικής νομοθεσίας για την ισότιμη κατανομή των βαρών από την εισβολή και την κατοχή, καθώς και άλλων νομοθετικών μέτρων που στόχευαν στην ανόρθωση της οικονομίας του τόπου και στην ανακούφιση των εκτοπισθέντων, των παθόντων και των οικογενειών των αγνοουμένων. Έκτοτε συμμετέχει επίσης ενεργά, τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, στον αγώνα του λαού για εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος.
Σημαντικό σταθμό στην ιστορία του κοινοβουλίου αποτελεί η απόφαση που έλαβε η Βουλή στις 20 Ιουνίου 1985 για αύξηση του αριθμού των βουλευτών σε ογδόντα, από τους οποίους οι πενήντα έξι εκλέγονται από την ελληνική κοινότητα και οι είκοσι τέσσερις από την τουρκική κοινότητα, για να διατηρείται η προβλεπόμενη από το σύνταγμα αναλογία του 70% προς 30%. Η απόφαση αυτή λήφθηκε κατ΄ επίκληση του δικαίου της ανάγκης, αφού το σύνταγμα επιτάσσει χωριστή πλειοψηφία Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων βουλευτών για τη σχετική τροποποίηση. Η αύξηση του αριθμού των βουλευτών επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων, αφού, λόγω της διεύρυνσης των δραστηριοτήτων της Βουλής και της συμμετοχής της σε πολλούς διεθνείς κοινοβουλευτικούς οργανισμούς, ο αριθμός των πενήντα βουλευτών ήταν εξ αντικειμένου ανεπαρκής για την απρόσκοπτη λειτουργία του σώματος και ειδικά των κοινοβουλευτικών επιτροπών.
_Πηγές κειμένου:
_
Καθημερινή: Αναστασία Γιάγκου – ειδική επιστήμων στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Βουλή των Αντιπροσώπων Κύπρου