Ανασκόπηση 2015 – Μέρος πρώτο
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες είμαστε πολλοί που κάνουμε αναδρομή στις μέρες που πέρασαν.
Θυμόμαστε τα καλά μα και τα δύσκολα. Όσα τελείωσαν, όσα ξεκίνησαν, όσα περιμένουν μια ακόμα σπρωξιά για να πάρουν μπρος. Κάνουμε τους απολογισμούς μας για όσα θυμόμαστε και όσα θέλουμε να ξεχάσουμε. Για όσα καταφέραμε και, κυρίως, για τα άλλα, αυτά που δεν κατακτήθηκαν ακόμα ή χάθηκαν δια παντός. Και με αυτά στις αποσκευές, επαναπροσδιορίζουμε στόχους και προτεραιότητες, αναθεωρούμε λίστες και μηδενίζουμε στο πλασματικό «ταμείο» που ορίζει το τέλος του χρόνου.
Εξομολογούμαι ευθύς εξαρχής. Τις αγαπώ τις λίστες. Με ησυχάζουν – και όταν αφορούν το πριν και όταν σκιαγραφούν το αμφίβολο, κάπως ονειρικό «μετά». Εκεί, στο λευκό χαρτί και στο μελάνι, στην ησυχία της ενδοσκόπησης, κατανοώ τι συμβαίνει. Γράφοντας με θέματα διάφορα, από την απάντηση στο απλό «τι μου συμβαίνει τώρα» ως τα πιο συγκεκριμένα –«τι με θυμώνει», «τι φοβάμαι» ή «τι ονειρεύομαι»– βάζω σε τάξη όσα κυκλοφορούν ανενόχλητα στο κεφάλι μου, σπέρνοντας αθέατα τον σπόρο τους.
Φέτος είναι κάπως διαφορετικά. Ο χρόνος τελειώνει μα, για κάποιον λόγο, δεν θέλω καθόλου να ονειρευτώ. Δεν περιμένω κάτι – ή αν περιμένω, δεν το λέω ούτε καν σε εμένα. Δεν το παραδέχομαι. Ίσως φταίει η γενικότερη συνθήκη –αυτό το κατάμαυρο ’15 που τσάκισε πολλούς από εμάς σε πραγματικά δεδομένα και αίσθηση για τη ζωή μαζί–, ίσως τα δικά μου θέματα, αποκλειστικά, που κλείνουν έναν κύκλο, ανοίγοντας ίσως τον επόμενο. Την ίδια ώρα, στον ατελή απολογισμό, αυτόν που με δυσκολία καταφέρνω, δεν αυτομαστιγώνομαι. Μου βάζω καλό βαθμό – όχι για επιδόσεις εκπληκτικές, μα για το πείσμα της κάθε μέρας και για την αντοχή. Για την επιμονή στα καθημερινά και στα πιο δύσκολα, στα τρέχοντα και στον προγραμματισμό των επόμενων, σε πείσμα της συνθήκης.
Μετράω τις στιγμές με διάφορα «μέτρα». Με αυτά που άλλαξα στη δουλειά μου, κι όσα άφησα πίσω, ελπίζω για τα καλά. Με την πρόοδο που έκανα σε πράγματα δικά μου, αυτά που αγαπώ και προσπαθώ, όπως το τραγούδι που σπουδάζω από πέρσι. Με τις ευτυχισμένες ώρες με τους αγαπημένους μου, σε συνθήκες εξαιρετικές και, κυρίως, στις «κανονικές», συνηθισμένες στιγμές της κάθε μέρας. Με τα παιχνίδια που παίξαμε, τις κουβέντες που ανταλλάξαμε, τα μικρά και μεγάλα μοιρασμένα. Με τους φίλους που φώτισαν την πορεία του χρόνου, παλιούς και νέους – με έμφαση στους παλιούς, τους από χρόνια συνοδοιπόρους. Με τις αγκαλιές, κυριολεκτικές και μεταφορικές – και τα αντίστοιχά τους χάδια. Με τις σελίδες που έγραψα στο χαρτί και στην οθόνη και με τις σκέψεις που μοιράστηκα. Με τις φορές που χάρηκα τα απλά μα μεγαλειώδη του κόσμου – μια ανατολή, ένα μπουμπούκι που «σκάει» στη γλάστρα, ένα μποστάνι που μοιράζει τα δώρα του. Και, φυσικά, με δρόμους. Αφετηρίες, τερματισμούς και τα πολλά ενδιάμεσα χιλιόμετρα, σκόρπια εκεί στου δρόμου τα μισά, εκεί όπου μαθαίνεις βήμα-βήμα ποιος είσαι, τι θέλεις, τι σε βασανίζει και από τι υλικό είσαι φτιαγμένος.
Δεν ήταν όσα ήθελα, όσα θα μπορούσα σε ευχερέστερες και πιο ανάλαφρες συνθήκες. Μα ήταν πάλι εδώ, συστατικό των ημερών και οδηγός τους, αόρατος συνομιλητής και πυξίδα για τα επόμενα βήματα. Γεμάτα βήματα, γεμάτα χιλιόμετρα, σε άσφαλτο και σε χώμα, στην κάψα του θέρους και στη χειμωνιάτικη δροσιά. Μοναχικά κυρίως, με σπάνιες και εκλεκτές εξαιρέσεις και με απωθημένα διαδρομών και συμπράξεων που ελπίζω να λυθούν στον χρόνο που ξεκινά. Ένας καμβάς που γέμισε ήδη από το πριν και ετοιμάζεται να υποδεχτεί το μετά, ελπίζω με μακρύτερες διαδρομές και πάντα ανοιχτούς δρόμους. Με χιλιόμετρα για μέτρο, δηλαδή με ελευθερία. Με άλλα λόγια, με το δικό μου μέτρο. Χρόνια πολλά, με ανοιχτούς δρόμους στο καινούργιο!
Γράφει η Α. Κοσμοπούλου