Μουσικό αντάμωμα Δύσης – Ανατολής
Στο Εργαστήριο Μουσικής Ακουστικής Τεχνολογίας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Μαρία Φαραντούρη ένωσε ορισμένους από τους σημαντικότερους σύγχρονους σολίστες της διεθνούς σκηνής σε ένα εξαιρετικό πρότζεκτ: Ανια Λέχνερ, Μαίρη Βαρντάνιαν, Τζιχάν Τούρκογλου, Ιζέτ Κιζίλ και Χρήστος Μπάρμπας.
Την ώρα που για άλλη μία φορά στην ιστορία υψώνονται στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ευρώπη φράκτες και συρματοπλέγματα, ώστε να αποτραπούν οι ανθρώπινες εισροές, κάποιοι άλλοι στον χώρο της τέχνης δείχνουν πώς μπορούν να γκρεμίσουν τις προκαταλήψεις στις σχέσεις των λαών. Αυτά σκέπτομαι σαν πλησιάζω το Εργαστήριο Μουσικής Ακουστικής Τεχνολογίας του Τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών, στου Ζωγράφου, εκεί όπου η Μαρία Φαραντούρη κατάφερε να ενώσει ορισμένους από τους σημαντικότερους σύγχρονους σολίστες της διεθνούς σκηνής σε ένα εξαιρετικό πρότζεκτ. Η Ανια Λέχνερ, η Μαίρη Βαρντάνιαν, ο Τζιχάν Τούρκογλου, ο Ιζέτ Κιζίλ και ο Χρήστος Μπάρμπας έχουν πάρει θέσεις σε αυτό το μεγάλο ψηλοτάβανο στούντιο των 120 τ.μ., με τα δύο μεγάλα παράθυρα, τη μεταβλητή ακουστική και τα διάσπαρτα μουσικά όργανα σε κάθε ελεύθερη γωνιά του.
Μία Γερμανίδα, μία Αρμένισσα, δύο Τούρκοι και δύο Ελληνες συναντιούνται στο «Αμάλγαμα», ένα έργο όπου ανταμώνονται οι μουσικές παραδόσεις από τη Μεσοποταμία μέχρι την Ευρώπη. Η μεσαιωνική και η κλασική μουσική με τον μινιμαλισμό και την τζαζ. Νέες συνθέσεις αλλά και παραδοσιακά κομμάτια, που έχουν τραγουδηθεί στα ελληνικά, στα τουρκικά, στα αρμένικα, στα σεφαραδίτικα και στα αραβικά, διασταυρώνονται στον λυρικό λόγο της Αγαθής Δημητρούκα, που συνομιλεί με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και τη σύγχρονη ματιά: «Σύνορα περάσματα και όνειρα χαλάσματα. / Μέσ’ στην ερημιά του πλήθους στου κόσμου τον πανικό / τις ιστορίες και τους μύθους που με πονάν τραγουδώ».
Μακριά από τις ειδήσεις των τηλεοπτικών δελτίων, που εστιάζουν στην Ειδομένη, στην πύλη Ε1 του λιμανιού του Πειραιά, στα hotspots και στις νέες αφίξεις προσφύγων και μεταναστών στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, αυτή η διεθνής μουσική συνάντηση δεν σχεδιάστηκε εκμεταλλευόμενη τις συγκυρίες. Εδώ και δύο χρόνια, ο συνθέτης Τζιχάν Τούρκογλου και η Μαρία Φαραντούρη ανταλλάσσουν ιδέες για τον συγκερασμό της ανατολικής και ευρωπαϊκής μουσικής. Σχέδιο που βρήκε σύμφωνη τη Γερμανίδα Ανια Λέχνερ, παλιά γνώριμη της Ελληνίδας ερμηνεύτριας από τη συνεργασία της με τον Τσάρλς Λόιντ.
Στην παρέα προστέθηκε, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Μάνφρεντ Αϊχερ, άγρυπνο μάτι της ΕCM, η Αρμένισσα Μαίρη Βαρντάνιαν, δεξιοτέχνις στο κανονάκι, που έφτασε από τη Λυών. Από την Ισπανία έσπευσε ο Χρήστος Μπάρμπας για να παίξει νέι, ενώ τη συντροφιά συμπλήρωσε ο Ιζέτ Κιζίλ. Από τους σημαντικότερους κρουστούς της Τουρκίας, παίζει οθωμανική κλασική μουσική και τριπ χοπ, δούλεψε με τη Νατάσα Ατλας, παραμένει μέλος των «Balkan Winds» του Theodossi Spazzov, ενώ γνωρίζει καλά κουρδικούς, σούφι και ινδικούς ρυθμούς αλλά και τζαζ.
Στα μάτια του 27χρονου Φώτη Μόσχου, που συντονίζει τη δουλειά στο στούντιο, όλα αυτά μοιάζουν μαγικά. Απόφοιτος του Τμήματος Μουσικών Σπουδών, ξεμπερδεύει όπου να ’ναι και με το μεταπτυχιακό του, ανεβοκατεβάζει τα κουμπιά στις κονσόλες και στους υπολογιστές, απαριθμεί τις αρετές του εργαστηρίου που διευθύνει η καθηγήτρια Αναστασία Γεωργάκη και δηλώνει θαμπωμένος «από τον τρόπο που παντρεύονται οι μουσικές παραδόσεις όταν σμίγουν εμπνευσμένοι καλλιτέχνες που σέβονται ο ένας τον άλλον».
Είναι εμπειρία να παρακολουθείς τον διάλογο ανάμεσα στο νέι και στο τσέλο, πώς αντιπροσωπεύουν τα μουσικά όργανα τόπους και παραδόσεις. Την άνεση που σμίγει τον ήχο του τσέλου η Ανια Λέχνερ με εκείνον που βγάζει το κανονάκι. Πώς ακροπατά στα μονοπάτια της βυζαντινής μουσικής. Από τις πιο ταλαντούχες τσελίστριες στον κόσμο, που «γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ σύγχρονης, παραδοσιακής, ανατολικής, δυτικής, προμελετημένης και αυτοσχέδιας μουσικής», συνεργάτιδα του Rosamunde Quartet επί 18 χρόνια, του Αργεντίνου Dino Saluzzi καθώς και του δικού μας Βασίλη Τσαμπρόπουλου. Γνωρίζει καλά την Ελλάδα (είναι, άλλωστε, σύζυγος του Μάνφρεντ Αϊχερ), θαυμάζει «αυτό το μέρος για τη φύση, τη νοοτροπία των ανθρώπων και τη μουσική. Είναι ζεστοί άνθρωποι και εκδηλωτικοί». Οσο για το κοινό: «Οταν παίζουμε σε ανοιχτό χώρο, το συναίσθημα είναι πολύ διαφορετικό».
Γνώστρια της αρμενικής παράδοσης, χαίρεται για τη συνάντηση μουσικών διαφορετικών σχολών και καταγωγών: «Στην αρχή είναι δύσκολο να βρεις τον σωστό ήχο, γιατί το κάθε μουσικό όργανο έχει διαφορετική δυναμική. Ορισμένα παίζουν πιο δυνατά, άλλα πιο μαλακά, δεν είναι όπως σ’ ένα κλασικό συγκρότημα που έχω συνηθίσει να παίζω». Η αναζήτηση της ισορροπίας είναι δύσκολη αλλά και «γοητευτική εμπειρία».
O Τζιχάν Τούρκογλου, συνθέτης των τεσσάρων από τα εννέα τραγούδια, οφείλει στον Γιάννη Σπυρόπουλο «Μπαχ» τη γνωριμία του με τη Φαραντούρη. «Πρέπει οπωσδήποτε να σε ακούσει η Μαρία», του είπε σαν τον πρωτάκουσε. Ετσι ξεκίνησε το «Αμάλγαμα», μια «σουίτα με τραγουδιστικά μέρη».
Το ηχητικό αποτέλεσμα δεν έχει αέρα έθνικ, είναι μια σουίτα που ταιριάζει στο ύφος της ECM.
Ελλάς – Τουρκία – Αρμενία…
«Δώρο» χαρακτηρίζει τη συνάντηση με τις γυναίκες της συντροφιάς η Μαίρη Βαρντάνιαν, που παίζει κανονάκι από επτά ετών στην Αρμενία. «Είναι τιμή να ανταλλάσσουμε εμπειρίες με τόσο σημαντικούς σολίστ από διαφορετικές χώρες. Εχει σημασία επίσης ότι ανήκουμε σε λαούς που έχουν ζήσει περιπέτειες μεταξύ τους».
Τέτοιες συναντήσεις «είναι ένα είδος απάντησης από την πλευρά των καλλιτεχνών» σε όσα συμβαίνουν, όπως λέει, γύρω μας. «Είναι σημαντικό να ανοίγουμε τις ψυχές μας και να ακούμε».
Οι ερωτήσεις για τις… αντιπάθειες μεταξύ των λαών, Ελλήνων –Τούρκων – Αρμενίων αλλά και Γερμανών, τούς φέρνουν μάλλον σε αμηχανία. «Αυτά είναι δουλειές των πολιτικών». Στη δική τους περίπτωση «η μουσική δένει σχέσεις».
Ο Θεσσαλονικιός Χρήστος Μπάρμπας είναι γνώριμος του συνθέτη από τον «Λαβύρινθο» του Ρος Ντέιλι στην Κρήτη. Πηγαινοέρχεται στο εξωτερικό, ζει εδώ και 7 μήνες στην Ισπανία, παίζει νέι και πνευστά, ασχολείται από την ηλεκτροακουστική μουσική, το μπαρόκ και την κλασική ώς και την τροπική τζαζ, έχει εμπειρία στη διδασκαλία (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και ΤΕΙ Ηπείρου) αλλά προτιμά τη δημιουργία.
«Στην Ελλάδα, το κράτος είναι πολύ μακριά από τους δημιουργούς. Το σύστημα των συναυλιών είναι σε λάθος βάση, ωθεί στη διασκέδαση. Για να επιβιώσεις, πρέπει να παίζεις κάθε βράδυ σε άλλον χώρο, όμως και στο εξωτερικό τα πράγματα αλλάζουν.
Απλώς στις ευρωπαϊκές πόλεις υπάρχουν περισσότερες δυνατότητες. Στις προηγμένες κοινωνίες υπάρχουν η καλή και η κακή μουσική, στην Ελλάδα οι διαχωρισμοί και οι ετικέτες».
Στην Αθήνα ήρθε για τον φίλο του τον Τζιχάν και όπως λέει: «Οι συνθέσεις του αφήνουν περιθώριο για συνδιαλλαγή, επιτρέπουν τη μουσική συζήτηση μεταξύ μας».
Η ώρα περνάει και εκείνοι προτιμούν τη δράση. Οι κυρίες πιάνουν η μια το δοξάρι, η άλλη τις δαχτυλήθρες που τσιμπάνε τις χορδές στο κανονάκι, ο Τζιχάν το σάζι, το νέι ο Χρήστος. Ο ήχος από τα τραγούδια σβήνει κλείνοντας την πόρτα πίσω μας. Οι φοιτητοπαρέες χάνονται στο αχανές κτίριο και εκείνο που μένει είναι ο γλυκός ήχος από το πολύχρωμο μουσικό μωσαϊκό που μας έδειξε ένα διαφορετικό σμίξιμο της Ανατολής με τη Δύση.
Η περιπλάνηση στην Ευρώπη αλλά και η γνωριμία με την Ελληνίδα σύζυγό του οδήγησε τον Τζιχάν Τούρκογλου στην Ελλάδα, όπου μένει εδώ και 6 χρόνια. «Στη χώρα σας με τράβηξε η ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης. Οτι ο πολιτισμός έχει ακόμη σχέση με τη γη. Οτι οι καλλιτέχνες μοιράζονται απόψεις και ιδέες. Ηταν ένας από τους λόγους που έφυγα από την Τουρκία».
Προκαταλήψεις
Στην πατρίδα του ξεκίνησε να παίζει νωρίς σάζι και συνέχισε με σπουδές κλασικού τσέλου στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά. Πρώτες του δουλειές ήταν μουσική για θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες τουρκικής παραδοσιακής μουσικής, συμμετοχές σε διεθνή πρότζεκτ. Ζει κυρίως από τα μαθήματα (σάζι και τσέλο). Η μουσική του είναι κράμα της παραδοσιακής και λόγιας μουσικής . Εξ ου και το «Αμάλγαμα». Ενα πρότζεκτ που «σχετίζεται με την ιστορία των λαών αλλά και το σήμερα, με ενορχηστρώσεις και αρμονία που καθρεφτίζουν μια μοντέρνα γλώσσα».
Στην Ελλάδα της κρίσης συνεργάστηκε με τους: Ρος Ντέιλι, Νίκο Κυπουργό, Σωκράτη Σινόπουλο, Στρατή Ψαραδέλη, Τάκη Φαραζή, Λυδία Κονιόρδου κ.ά. «Ο τρόπος σκέψης μας απεικονίζει τη ζωή που ζούμε».
Οι προκαταλήψεις μπορεί να αναζωπυρώνονται στις δύσκολες εποχές, όμως εκείνος έχει άλλες εμπειρίες. «Θυμάμαι τη συγκίνηση μιας γιαγιάς στη Μυτιλήνη σαν με αγκάλιασε, κλαίγοντας στον ώμο μου, μετά τη συναυλία. Τέτοιες καταστάσεις έχω ζήσει στην Ελλάδα»..