Είδαμε την Αΐντα του Τζουζέππε Βέρντι στο Ηρώδειο

Αχ Αΐντα…


«Καλύτερα να την ακούς παρά να τη βλέπεις». Αυτό περνά από το μυαλό μου με τις περισσότερες, (υπέρ) παραγωγές της Αΐντα που έχω παρακολουθήσει. Ναι, ξέρω, είναι μια όπερα επικών διαστάσεων, φτιαγμένη για ανοιχτούς χώρους ή τεράστιες σκηνές, που «σηκώνει» κολοσσιαία σκηνικά, χλιδή, εξωτισμό και μεγαλοπρέπεια. Κι όμως, κάθε φορά, η αισθητική μου αντιδρά, συνήθως μετά τη «σκηνή θριάμβου» στο τέλος της δεύτερης πράξης. Είναι το σημείο όπου η είσοδος του νικητή Ρανταμές και η παρέλαση του Αιγυπτιακού στρατού με τα λάφυρα και τους αιχμαλώτους μπροστά στον Βασιλιά, κάτω από τον ήχο των τρομπετών, απελευθερώνει τη φαντασία κάθε σκηνοθέτη ο οποίος −budget επιτρέποντος− πλημμυρίζει τη σκηνή με πλήθος κόσμου, χορευτές, μεγαλοπρεπή άρματα, λάβαρα και ζώα − ακόμα και ελέφαντες! Εκεί ακριβώς είναι που η κατάσταση εύκολα ξεφεύγει και η φαντασμαγορία συγγενεύει επικίνδυνα με το κιτς. Αρκετοί βέβαια σκηνοθέτες, σε σύγχρονα ανεβάσματα της όπερας, όλα αυτά τα έχουν αποφύγει. Στην Αΐντα όμως που έκανε πρεμιέρα την Παρασκευή 10 Ιουνίου, στο Ηρώδειο, προτιμήθηκε για μια ακόμα φορά, η «αυθεντικότητα». Μόνο που παρουσιάστηκε σε μια ξεπερασμένη, πτωχο-κιτς εκδοχή…

Γιατί, πώς αλλιώς να περιγραφεί μια «σκηνή θριάμβου» με μόλις επτά, αν μέτρησα σωστά, λάβαρα, στα χέρια ισάριθμων στρατιωτών, μερικοί (όχι πάνω από 5) κομπάρσοι −οι Αιθίοπες αιχμάλωτοι− που κρύβονταν κάπου ανάμεσα στο πλήθος και ένα μπαλέτο που «γεμίζει» τη σκηνή και ενίοτε χορεύει; Όσο κι αν η δύναμη της μουσικής σε σπρώχνει να τη φανταστείς, η σκηνική εικόνα σε τραβά πίσω…

image

image

Η περίφημη πυραμίδα του Ενρίκο Καστιλιόνε, σκηνοθέτη και σκηνογράφου της παράστασης, που δίχασε, λόγω του όγκου της, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και προσαρμόστηκε −στριμώχτηκε, θα λέγαμε− στα μέτρα του Ρωμαϊκού θεάτρου, δεν ήταν τίποτε άλλο από λευκά σκαλοπάτια που κάλυπταν όλη σχεδόν τη σκηνή − προσωπικά μού θύμιζαν περισσότερο σκαλιά Κυκλαδίτικης εκκλησίας παρά πυραμίδα αλλά αυτό είναι το λιγότερο… Ο ενοχλητικός θόρυβος των κούφιων σανιδιών στα χορευτικά μέρη της όπερας, ο συνωστισμός ιερατείου, λαού και αιχμαλώτων στις σκηνές πλήθους −ο θριαμβευτής «Αιγυπτιακός στρατός» παρελαύνει κάνοντας σλάλομ ανάμεσα από τα γυναικόπαιδα− και το ξήλωμα μέρους της πυραμίδας στην τρίτη πράξη για να δημιουργηθεί η «φυλακή-τάφος» του Ρανταμές και της Αΐντα (οι τεχνικοί που ανέλαβαν μετά κόπων την μετατροπή, εισέπραξαν, δικαίως, το χειροκρότημα του κοινού) είναι μερικά μόνο παραδείγματα του πόσο μη-λειτουργικό ήταν το σκηνικό. Οι βιντεοπροβολές Αιγυπτιακών μοτίβων στον τοίχο του Ηρωδείου (δια χειρός Καστιλιόνε κι αυτές) δεν πρόσθεσαν τίποτα ουσιαστικό στη δράση και την ατμόσφαιρα του έργου, ενώ τα κοστούμια των πρωταγωνιστών (της Σόνια Καμμαράτα), κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν ούτε εξωτικά, ούτε πολυτελή, απλώς παραφορτωμένα. Βλέποντας ένα βίντεο από το πρώτο ανέβασμα της παραγωγής στην τεράστια ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου της Ταορμίνα, κατάλαβα για μια ακόμη φορά πόσο λανθασμένη είναι η επιλογή του Ηρωδείου για τέτοιες παραστάσεις όπερας.

Στο μουσικό μέρος τώρα. Η ορχήστρα της Λυρικής και ο Μύρωνας Μιχαηλίδης στο πόντιουμ, άργησαν πολύ να βρουν το ρυθμό τους. Ο ήχος της στις δύο πρώτες πράξεις μού φάνηκε ξεκούρδιστος και η «συνομιλία» της με τους επί σκηνής πρωταγωνιστές ασυντόνιστη. Ευτυχώς, στο δεύτερο μέρος, η ορχήστρα ξαναβρήκε τον καλό της εαυτό και μας αποζημίωσε.

image

image

Οι δύο πρώτες πράξεις ήταν προβληματικές και για το ερωτικό τρίο Αΐντα-Ρανταμές-Άμνερις. Αν η Τσέλια Κοστέα από το πρώτο κιόλας ρετσιτατίβο της Αΐντα (Rιtorna vincitor) επιβεβαίωσε τη φωνητική της υπεροχή και τη σκηνική της άνεση −έστω κι αν δεν ήταν ο πιο ταιριαστός ρόλος της−, ο Βάλτερ Φρακάρο δεν έπεισε στο ρόλο του Ρανταμές. Η ερμηνεία του στην πιο διάσημη άρια του τενόρου (Celeste Aida) ήταν μέτρια – ίσως δικαιολογημένα αφού αντικατέστησε τελευταία στιγμή τον ασθενή Ντάριο ντι Βιέτρι. Ωστόσο, από την 3η πράξη και μετά, μεταμορφώθηκε. Βρήκε το βηματισμό του και ισορροπώντας ανάμεσα στο δυναμισμό και τη λυρικότητα που απαιτεί ο ρόλος, απέδειξε ότι διαθέτει και μέγεθος και ένταση φωνής.

Η Έλενα Γκαμπούρι με την ερμηνεία της, στο μεγαλύτερο μέρος της όπερας επέλεξε –ή καθοδηγήθηκε από τον σκηνοθέτη− να υπερτονίσει το ρόλο της «κακιάς» αντιζήλου, δίνοντας, χωρίς άλλες αποχρώσεις, μια μονοδιάστατη ηρωίδα, μια επηρμένη Αμνέριδα, κάνοντας τη συντριβή της στο τέλος να μοιάζει αφύσικη. Η φωνή της ενδιαφέρουσα (αν και με αρκετό βιμπράτο), η ερμηνεία της όμως αφόρητα παλιομοδίτικη.

Στους υπόλοιπους ρόλους ξεχώρισα τον Τάσο Αποστόλου που μας χάρισε έναν έξοχο αρχιερέα Ράμφι και την Λένια Ζαφειροπούλου που εντυπωσίασε στον σύντομο αλλά απαιτητικό ρόλο της Ιέρειας.

image

image

Στα θετικά της παράστασης βέβαια και η χορωδία της Λυρικής υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Απέδωσε τα μεγαλειώδη χορωδιακά μέρη της όπερας με ένταση αλλά και μουσικότητα, προσφέροντας αληθινή συγκίνηση.

Και μια τελευταία παρατήρηση. Το μπαλέτο είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Αΐντα –μιας και στο συγκεκριμένο έργο ο Βέρντι δανείζεται στοιχεία από την παράδοση της γαλλικής grand opera− που προσθέτει στο γενικό θέαμα μια ακόμα πινελιά οριενταλισμού. Όμως, στην παράσταση του Ηρωδείου, ήρθε απλώς να αποτελειώσει το πτωχο-κιτς… Το μπαλέτο της Λυρικής παρουσίασε ένα θέαμα απογοητευτικό, σε μια χορογραφία που η έμπνευσή της εξαντλήθηκε σε μερικές άτεχνες «αιγυπτιακές» πόζες και πολλά κλισέ. Κρίμα…

Συμπέρασμα: Μια μέτρια Αΐντα για ένα μετρίως απαιτητικό κοινό…

image

image

image


Φωτό: Χάρης Ακριβιάδης

via



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!