Η Αντιγόνη με τα δύο πρόσωπα

Η Αντιγόνη (Ρ. Κονίδη), με τον Χορό των κοριτσιών της Θήβας, πριν θαφτεί ζωντανή με τις κούκλες της παιδικής της ηλικίας.

Η Αντιγόνη (Ρ. Κονίδη), με τον Χορό των κοριτσιών της Θήβας, πριν θαφτεί ζωντανή με τις κούκλες της παιδικής της ηλικίας.


Μια σειρά από ξύλινους πάγκους περιμετρικά της σκηνής και ένα ικρίωμα που μετατρέπεται από αθώα κούνια σε αγχόνη «ακολουθώντας» τη μοίρα των πρωταγωνιστών είναι το σκηνικό (Ε. Μανωλοπούλου) στο οποίο εκτυλίσσεται η «Αντιγόνη» του Σοφοκλή, σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Η Αντιγόνη (Ρ. Κονίδη) λικνίζεται στην κούνια ντυμένη με μαθητική στολή και άρβυλα, ένα αθώο αγοροκόριτσο που μέλλεται να ωριμάσει πολύ γρήγορα, ενώ στη σκηνή εισέρχεται η πιο θηλυκή Ισμήνη (Δ. Βλαγκοπούλου), ένα υπονοούμενο που ίσως θέλει να αφήσει ο σκηνοθέτης για τους ρόλους των δύο φύλων στους οποίους αναφέρεται αργότερα ο Κρέων. Ο άρχων της Θήβας (Δ. Λιγνάδης) παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά του «νεόκοπου» βασιλιά, νάρκισσος και αυστηρός, παρά του ηγέτη, ενδεδυμένος αρχικά με όλα τα σύμβολα της εξουσίας του (στέμμα, χλαμύδα, σακάκι με παράσημα), από τα οποία «αδειάζει» όσο προχωρά το έργο. Ο χορός των γερόντων, με τους κορυφαίους (Κ. Καστανάς, Ν. Μπουσδούκος, Μ. Σκούντζου), σχολιάζει, συμβουλεύει, αποδομεί τον Κρέοντα, του οποίου όμως τρέμει την οργή και εξιστορεί τον μύθο στα νεαρά «κορίτσια της Θήβας», τα οποία τραγουδούν ως πολυφωνικό σχήμα που μπορεί να ελαφραίνει την ατμόσφαιρα, αλλά δεν ταιριάζει σε όλες τις περιπτώσεις. Ο Φύλακας (Α. Κατσαρής) παραμένει στην κλασική απόδοση του ρόλου, αν και το «κλασικό» εμφανίζεται εμβόλιμο σε μια παράσταση με μπρεχτικές επιρροές.

Η παράσταση, τοποθετημένη σε ασαφές χρονικό περιβάλλον, χωρίς το μεγαλείο ενός βασιλείου, αλλά ίσως σε μια ρωσική επαρχία, δημιουργεί μελοδραματικές εικόνες (π.χ. το όραμα των δύο νεκρών νέων), διατηρεί μεν αρμονική ροή και ρυθμό που δεν κουράζει (απέσπασε το θερμό χειροκρότημα του κοινού και τις δύο ημέρες), αλλά αποφεύγει να δημιουργήσει «πρωταγωνιστές» και δεν είναι τυχαίο ότι οι καλύτερες στιγμές της είναι όταν εμφανίζεται το σύνολο των ηθοποιών με εμφανείς τις κατακτήσεις, σε λόγο και κίνηση, των παλαιότερων. Η Ρ. Κονίδη, αν και καταφέρνει να εκφράσει τη νεανική τόλμη της Αντιγόνης στο πρώτο μέρος, χρειάζεται αρκετή δουλειά στην ωριμότητα και στον θρήνο της νύφης που ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Αδη. Ο Δ. Λιγνάδης στέκεται στο ύψος του ρόλου, όπως προφανώς τον ανέγνωσε ο σκηνοθέτης της παράστασης, ενώ εντυπωσιακή ήταν η ερμηνεία της Μπέτυς Αρβανίτη στον απόκοσμο μάντη Τειρεσία. Ο Αίμονας (Β. Μαγουλιώτης), παρότι αδικείται από το «παιδικό» του κοστούμι, κλιμακώνει προσεκτικά τη σύγκρουση με τον πατέρα του και κερδίζει τις εντυπώσεις στο τέλος. Ενδιαφέρον εύρημα ήταν η «συνάντηση» της παλαιάς Αντιγόνης (Μ. Σκούντζου) με τη νέα (Ρ. Κονίδη) πριν από την κορύφωση του έργου, ενώ η Ευρυδίκη (Σ. Φυρογένη) εκφράζει σωστά τη δωρικότητα της βασίλισσας που αυτοκτονεί υπό το βάρος των αποκαλύψεων.

Στο τέλος, ο Κρέοντας, αφού κλαίει πάνω από τα πτώματα των τριών νεκρών, κάθεται στην κούνια της Αντιγόνης συνδέοντας το τέλος με την αρχή του έργου, διχάζοντας τους υπέρμαχους των «κλασικών» και των «μοντέρνων» αναγνώσεων. Η παραγωγή των τριών θεάτρων (Εθνικού, ΚΘΒΕ, ΘΟΚ) αφιερώθηκε στη μνήμη του μεταφραστή της Δ.Ν. Μαρωνίτη και συνέχισε το σερί των γεμάτων από κοινό παραστάσεων της Αρχαίας Επιδαύρου.

via



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!