Κάθε άνθρωπος κάτι φοβάται, κάτι αγαπά και κάτι έχει χάσει
Νόμος και κανόνας του σύμπαντος.
Νόμος και κανόνας του σύμπαντος.
Οι δρόμοι γεμίσαν με αχόρταγα μάτια και χορτασμένα κορμιά. Ο περαστικός δίπλα σου, παρασυρμένος από τη δική του
πραγματικότητα, δε σε βλέπει πια. Αχ, μακάρι να μπορούσες να ακούσεις τις σκέψεις του. Είστε τόσο όμοιοι και σπαταλάτε τόση ενέργεια για να δείξετε ότι είστε διαφορετικοί.
Είσαι ένα συνονθύλευμα σκέψεων, συναισθημάτων κι εμπειριών. Ξέρω, έχεις πολύ διαφορετική ιστορία απ’ τη δική μου. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι εγώ δεν έχω ιστορία. Σίγουρα κάποιον αγαπάς πολύ, για κάποιον ή κάτι πενθείς ακόμη και σίγουρα κάτι φοβάσαι. Κι εγώ το ίδιο. Μη με φοβάσαι, άγνωστε μου φίλε.
Αν κοιτάξεις κάτω απ’ το περιτύλιγμα, θα με αναγνωρίσεις και θα κατανοήσεις όλα όσα σου φαίνονται επάνω μου περίεργα. Ομοιοπαθής σ’ έναν κόσμο που αμύνεται μπρος στο διαφορετικό, το ξένο, το άγνωστο.
Κάθε άνθρωπος που έχεις γνωρίσει κι αυτόν που δε γνωρίζεις ακόμη κουβαλά μεγάλα φορτία μέσα του. Αν αποφασίσεις να έρθεις κοντά του, να ξέρεις πως έρχεσαι κοντά μ’ ένα ολοκληρωμένο κεφάλαιο βιβλίου. Υπάρχει μέσα του αρχή, μέση και τέλος.
Δεν μπορείς να ξεκινήσεις την ανάγνωση ενός βιβλίου, αγνοώντας τα προηγούμενα κεφάλαιά του. Η ζωή κάποιου δεν ξεκινά τη στιγμή που γνωρίζει εσένα. Μπορεί να κλέψεις τις σκέψεις και τα συναισθήματά του για λίγο ή για πολύ, αλλά να ξέρεις υπήρχαν πριν υπάρξεις εσύ.
Θα το έχεις παρατηρήσει στις ήδη υπάρχουσες ιστορίες σου προστίθενται συνέχεια νέες. Αλλά η μνήμη θυμάται. Οι αναμνήσεις είναι γραμμένες επάνω σου και καθορίζουν ποιος είσαι σήμερα. Μην το ξεχνάς, όταν γνωρίζεις ένα νέο άνθρωπο. Μπορεί για σένα να είναι περαστικός, αλλά για τον ίδιο του τον εαυτό θα είναι ο μόνιμος συνταξιδιώτης, κι αυτό οφείλεις να το σεβαστείς.
Είσαι τόσο τρομαγμένος. Το καταλαβαίνω, άλλα όλοι είναι. Είσαι τόσο πληγωμένος, αλλά μάντεψε. Όλοι είναι. Τώρα συναντιούνται δύο άνθρωποι και μοιάζει σαν να συναντιούνται δύο πανοπλίες. Δύο στρατιώτες που πηγαίνουν στον πόλεμο. Άλλωστε, κι ο έρωτας πόλεμος δεν είναι, θα μου πεις; Ναι, είναι πόλεμος σάρκας, ιδέας, ψυχών, πάθους και της ατελείωτης προσπάθειας να κλέψουμε την καρδιά και το μυαλό του άλλου.
Δεν είναι πόλεμος για να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλο. Δύο πανοπλίες που κρύβουν μέσα τους τραύματα, πληγές, πόνο, αίμα, αλλά εκτός απ’ όλα αυτά κρύβουν και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό. Την ίδια σου την ψυχή, φίλε μου. Αυτή που χρειάζεσαι, αν θες να γνωρίσεις έναν άνθρωπο, κι όχι άλλη μία μισοπεθαμένη «μούμια».
Οι άνθρωποι τώρα θέλουν σχέση, αλλά δε θέλουν να πληγωθούν, θέλουν να πάρουν πράγματα, αλλά δεν μπορούν να δώσουν γιατί είναι στη φάση πένθους του χαμένου τους παρελθόντος. Φαντάσου λοιπόν, τη συνάντηση δύο πανοπλιών. Δεν έχουν καν τη δύναμη να κοιτάξουν απ’ τη χαραμάδα να δουν τι υπάρχει πίσω απ’ αυτή τη σκουριά. Φοβούνται να κοιτάξουν, μήπως δουν αγάπη, μήπως δουν φροντίδα, μήπως δουν έρωτα.
Θέλεις αγάπη, αλλά κάνεις τα πάντα για να μην πάρεις αγάπη.
Θέλεις έρωτα, αλλά σκοτώνεις τον έρωτα. Θέλεις ενδιαφέρον, αλλά παγώνεις το ενδιαφέρον του άλλου προς τον εαυτό σου,
μήπως και καταφέρει να σπάσει την πανοπλία σου και σου κάνει το υπέρτατο κακό: να σε αγαπήσει και να τον αγαπήσεις.
Όπως καταλαβαίνεις, δεν είσαι μόνος. Άλλωστε, κανείς δεν είναι μόνος, αφού έχει το παρελθόν του. Το μυστικό κρύβεται στο να μοιραζόμαστε όσα έχουμε ζήσει, για να μπορεί να μας καταλάβει ο άλλος και να μη μας κοιτάζει σαν να προσγειωθήκαμε από άλλο πλανήτη.
Όλοι μας έχουμε να αντιμετωπίσουμε την αγάπη, την απώλεια, το φόβο, την ελπίδα. Γιατί να μην είμαστε μαζί σε όλο αυτό; Κανείς δεν είναι “tabula rasa”, άγραφο χαρτί. Όλοι ζούμε με το περιεχόμενο μας κι ας δείχνουμε μόνο το περιτύλιγμα.
Eίσαι λοιπόν ικανός να διαβάσεις τα μικρά γράμματα για την εύκολη «χρήση» μου, στο πίσω μέρος της πανοπλίας; Εγώ θα σε αφήσω, εσύ μπορείς; Θέλεις;