Το «κι εγώ» δε θα γίνει ποτέ «σ’ αγαπώ»
«Σ’ αγαπώ». Πόση ομορφιά μπορεί να χωρέσει μέσα σε δύο λέξεις;
Ποια άλλη φράση έχει ειπωθεί εκατομμύρια φορές από εκατομμύρια στόματα και δεν έχει χάσει ούτε στο ελάχιστο τη μαγεία της;
«Σ’ αγαπώ» κι όλα τ’ άλλα χάνονται μπροστά του, γίνονται μικρά κι ανίσχυρα σε σχέση με τη δύναμή του. Ζωγραφίζει χαμόγελα, μαλακώνει καρδιές, ενώνει ζωές αυτή η μαγική φρασούλα. Ημερεύει ακόμη και τα πιο άγρια ένστικτα, μεταμορφώνει ανθρώπους, γράφει ιστορίες, κινεί τα νήματα του κόσμου όλου.
Όταν δε, ακούγονται αυτές οι δύο λεξούλες απ’ το στόμα που θες, απ’ τον άνθρωπο που έχεις επιλέξει, τότε μιλάμε για την τέλεια ευτυχία, την απόλυτη πληρότητα. Τότε έρχεται αυτή η στιγμή που θες να σταματήσει ο χρόνος και να το ζήσεις ξανά και ξανά, μέχρι να το χορτάσεις, μέχρι να μπει κάθε σπασμένο κομματάκι σου στη θέση του, μέχρι να το πιστέψεις και να το απολαύσεις με όλο σου το είναι.
Κανένα «σε σκέφτομαι», κανένα «μου λείπεις», κανένα «σε θέλω» δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του. Γιατί το «σ’ αγαπώ» περιλαμβάνει όλα αυτά και τόσα ακόμα. Γιατί δεν υπάρχει πιο απλός και πιο βαθύς τρόπος να περιγράψεις ότι έχεις χαρίσει ένα κομμάτι της καρδιάς σου στον άλλο.
Γιατί μπορεί να τον κούραζες αν έμπαινες στη διαδικασία να του αναλύσεις πόσο νοιάζεσαι να είναι καλά, πόσο θα ήθελες να έχεις τη δύναμη να τον προστατεύσεις από κάθε είδους πόνο, πόση χαρά σου δίνει το γέλιο του. Γιατί μπορεί να σε κοίταζε με αμφιβολία αν του έλεγες ότι η σκέψη πως θα μπορούσε να του συμβεί κάτι κακό σε αρρωσταίνει.
«Σ’ αγαπώ» και τα ‘χεις πει όλα, δε χρειάζονται ούτε εξηγήσεις, ούτε αναλύσεις, δε χωράνε εδώ παρερμηνείες. Πιο ξεκάθαρο μήνυμα απ’ αυτό δεν υπάρχει. Το ξεστομίζεις και γεμίζεις ολόκληρος απ’ την ενέργειά του, σε πλημμυρίζει.
Είμαστε περίεργα πλάσματα, όμως. Έχουμε μάθει στο λόγο να υπάρχει αντίλογος, στη δράση να υπάρχει αντίδραση. Ξεστομίζουμε φράσεις, περισσότερο για να δούμε την επίδραση που θα έχουν στο συνομιλητή μας και λιγότερο από δική μας εσωτερική παρότρυνση.
Για λίγα δευτερόλεπτα επιτρέπουμε στη μαγεία του «σ’ αγαπώ» να ζήσει μέσα μας κι αμέσως μπαίνουμε σε κατάσταση αναμονής: ν’ ακούσουμε το «κι εγώ» του άλλου, μην τυχόν και δεν είναι αμοιβαία τα συναισθήματα και πέσουν τα καράβια μας έξω.
Τον διεκδικούμε, περιμένουμε ανυπόμονα την επιβεβαίωση του «εγώ» μας, παίρνουμε βλέμμα κουταβιού κι αυτόματα το «σ’ αγαπώ» αρχίζει να μοιάζει με κάτι ανάμεσα σε ικεσία και σε θηλιά στο λαιμό. Του στερούμε το οξυγόνο του κι αυτό μας εκδικείται.
Τις περισσότερες φορές παίρνουμε το «κι εγώ» μας. Δε μας αφήνει, όμως, την ίδια γλύκα στο άκουσμά του, δε μας χαρίζει το ίδιο φωτεινό χαμόγελο, δεν ταξιδεύει την ψυχή μας. Μας καθησυχάζει προσωρινά, αλλά δε μας ικανοποιεί.
Δε φταίει αυτό, τι να σου κάνει που είναι τόσο λίγο και μικρό μπροστά στη μαγική φρασούλα; Τι ευθύνη να του ρίξεις που μοιάζει μ’ εξασθενημένο απόηχο του πιο όμορφου ήχου; Δεν μπορεί να σταθεί μόνο του, είναι εξαρτημένο, είναι αδύναμο.
Κανένα «κι εγώ» δε θα γίνει ποτέ «σ’ αγαπώ» όσο δυνατά κι αν ακουστεί, όσο πάθος κι αν κρύβει μέσα του. Είναι αυτό το «κι» που σου θυμίζει την πιο απλή αλήθεια: δε θα είχε υπάρξει αν δεν είχε προηγηθεί κάτι άλλο. Γεννήθηκε ως απάντηση, ως ανταπόκριση κι όχι ως αυθόρμητη έκφραση. Γι’ αυτό πάντα θα βγαίνει χαμένο.
Ίσως μια μέρα μάθουμε να εκφράζουμε αυτά που νιώθουμε για ν’ απολαύσουμε την ίδια τη χαρά της έκφρασης, χωρίς προσδοκίες κι αναμονές. Ίσως μια μέρα τα «σ’ αγαπώ» μας να έχουν τη δύναμη και την ομορφιά που τους αρμόζει και να κερδίσουν την πραγματική τους αξία.
Γι’ αυτό την επόμενη φορά που θα σου πω «σ’ αγαπώ» μην πεις τίποτα. Άφησέ το να πλανάται στην ατμόσφαιρα μόνο του, μην του κολλήσεις το «κι εγώ» και το χαλάσεις.
Κι αν με δεις να σε κοιτάζω με βλέμμα κουταβιού, σαν να περιμένω κάτι, μη δώσεις σημασία. Μια μέρα θα τις νικήσω τις ανασφάλειές μου, να το ξέρεις.