Υποτιμημένα rock albums – Hit Channel
Έχετε σιχαθεί να διαβάζετε για το πόσο γαμάτο είναι το εκάστοτε τελευταίο album των Nightwish, Neal Morse, Blind Guardian, Amon Amarth, Iced Earth, Kreator και Paradise Lost; Εγώ προσωπικά έχω σιχαθεί.
Επίσης έχω σιχαθεί τους έγκριτους που αβαντάρουν αυτά τα συγκροτήματα με υπερ-προβλέψιμες κριτικές και συνεντεύξεις, όχι λόγω της όποιας καλλιτεχνικής τους αξίας (μικρής, μεγάλης ή ανύπαρκτης), αλλά επειδή τα Μέσα στα οποία εργάζονται, παίρνουν διαφημίσεις από τις δισκογραφικές εταιρίες των συγκεκριμένων καλλιτεχνών. Υπάρχει ασύγκριτα καλύτερη και πιο πρωτότυπη μουσική από αυτή, η οποία δυστυχώς δεν έχει την αναγνώριση που θα έπρεπε. Τι να κάνουμε, δεν δίνουν διαφημίσεις οι διαλυμένοι Matching Mole του εικονιζόμενου Robert Wyatt. Οι Amon Amarth και οι Iced Earth όμως τους δίνουν. Γι’αυτό και βλέπουμε ό,τι βλέπουμε. Παρακάτω θα ασχοληθούμε με κάποια υποτιμημένα albums που καλύπτουν ένα αρκέτα ευρύ φάσμα της rock μουσικής, κυρίως των δεκαετίων ’60 και ‘70. Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια με την άνοδο του downloading και μέσω sites σαν τα progarchives και rateyourmusic, πολλά εξαιρετικά αλλά ξεχασμένα albums ανακαλύφθηκαν από νέους και παλιότερους, ακροατές. Φυσικά, δεν γίνεται να συμπεριληφθούν οι πάντες, ούτε το παρόν επέχει θέση «λίστας» ή «απόλυτου οδηγού» γι’αυτό και η σειρά παρουσίασης των albums είναι συνειδητά τυχαία (βλέπε ΥΓ.1).
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο παρόν αφιέρωμα θα προστίθενται συνέχεια albums. Τα 19 αρχικά, αφήνουν απ’έξω πολλά αξιόλογα και θα είναι αδικία να μην αναφερθούν. Στα επιπλέον θα αναγράφεται στο τέλος: [Προστέθηκε ΗΗ/ΜΜ/ΕΕ]
Bubu – “Anabelas” (1978)
Το μοναδικό album των Αργεντίνων Bubu είναι ένα εξαιρετικό δείγμα απαιτητικού progressive rock. Τρία πράγματα τους χαρακτηρίζουν: 1) Ο συνθέτης και ενορχηστρωτής του album και ιδρυτής των Bubu, Daniel Andreoli, δεν παίζει κάποιο όργανο στην ηχογράφηση. Αρχικά ήταν ο μπασίστας του συγκροτήματος αλλά αποφάσισε να πάρει τον Edgardo “Fleke” Folino στην θέση του και ν’αφοσιωθεί στην σύνθεση τραγουδιών. 2) Η μουσική τους είναι πρωτότυπη. Δηλαδή αν σε ρωτήσουν: «Με τι μοιάζει;» πρέπει να σκεφτείς πολύ ώρα πριν απαντήσεις και 3) Έχουν ως μόνιμα μέλη κι έναν φλαουτίστα, έναν σαξοφωνίστα και ένα βιολιστή. Η παρουσία αυτών των οργάνων τους δίνει την δυνατότητα να μεταπηδούν ακαριαία από το progressive rock σε jazz fusion, avant-garde, συμφωνικές και folk περιοχές μέσα στο ίδιο τραγούδι. Το “El Cortejo de un Día Amarillo” είναι μια πολύπλοκη σύνθεση που αναδεικνύει το ύφος και το ταλέντο τους. Ανάμεσα στα διάφορα μουσικά είδη που καλύπτουν, με δυσκολία ο ακροατής εντοπίζει τις King Crimson επιρροές εποχής David Cross (7.30) και τις δυσαρμονίες των Henry Cow (9.10). Το αγαπημένο μου σημείο είναι το solo σαξόφωνο από το 14.32 και το κιθαριστικό solo που το διαδέχεται. Το “El Viaje de Anabelas” στην αρχή έχει μελωδικά φωνητικά. Στο 6.43 τα εμβατηριακά drums συνεχίζουν με σαξόφωνο, φλάουτο και βιολί αλλά η μεγάλη έκπληξη γίνεται στο 7.46 που μπαίνουν ανδρικά stadium rock (!!!) φωνητικά και χορωδιακά γυναικεία δεύτερα φωνητικά. Το “Sueños de Maniquí” ξεκινάει με ρέον πιάνο à la Ratledge, και sustain κιθάρας. Ο ήχος του μπάσου από το 3.13 επισκιάζει τον υπόλοιπο χαμό. Στην συγκεκριμένη σύνθεση είναι συχνή η εναλλαγή καταιγιστικών ρυθμών και ονειρικών μελωδιών. Τόσο καλό όσο και οι ιστορίες με τον Μαρσέλο Μπιέλσα.
Blocco Mentale – “Poa” (1973)
Το συγκρότημα από το Viterbo, κυκλοφόρησε ένα και μοναδικό studio album. Το “Poa” έχει οικολογική θεματολογία, όπως φαίνεται και από τη λέξη που είναι γραμμένη στο εξώφυλλο στα Ελληνικά. Το album παραμένει αδικημένο ακόμα και από τους γνώστες του Ιταλικού progressive rock. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα εξαιρετικά εμπνευσμένο album και το θεωρώ από τα καλύτερα του ιδιώματος. Κανένα τραγούδι δεν μοιάζει με το προηγούμενο, δεν κουράζει καθόλου και σε κάθε ακρόαση πάντα κάτι παραπάνω ανακαλύπτεις και το εκτιμάς ακόμα περισσότερο. Κανένα τραγούδι δεν είναι υποδυέστερο, αλλά αν έπρεπε να ξεχωρίσω δύο είναι τα “Impressioni” και “Verde”. Μπορούμε να πούμε ότι οι Blocco Mentale είναι επηρεασμένοι από τους πρώιμους Genesis, τους Van der Graaf Generator και τους King Crimson, αλλά δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία σ’αυτό. Απλά απολαύστε τη μουσική τους. Το χαρακτηριστικό τους είναι ότι και τα πέντε μέλη του συγκροτήματος τραγουδάνε όπως έκαναν και οι New Trolls και η παρουσία του σαξόφωνου και του φλάουτου που είναι πολύ ουσιαστική. Προσωπικά, μ’αρέσει πολύ εδώ και ο ήχος των drums που ανά στιγμές ακούγονται «μπροστά» όπως στο “La Nuova Forza” και στο bonus κομμάτι “Lei è musica”. Η παραγωγή γενικά είναι πολύ καλή. Στην έκδοση που έχω υπάρχουν ως bonus tracks δύο singles που κυκλοφόρησαν μετά το “Poa” και είναι εξαιρετικά, το ανθεμικό “L’ amore muore a vent’anni” και το μελαγχολικό “Lei è musica” με το ωραίο φλάουτο. Σε αντίθεση με ότι συνηθίζεται, τα bonus κομμάτια εδώ είναι στο ίδιο ποιοτικό επίπεδο με αυτά του album και δεν χρησιμεύουν απλά στο να αυξηθεί η διάρκεια της ακρόασης, αλλά δίνουν μια πληρέστερη και ομορφότερη εικόνα για αυτό το συγκρότημα. Αριστούργημα.
Matching Mole – “Little Red Record” (1972)
Αυτό είναι το δεύτερο album του συγκροτήματος που σχημάτισε ο Robert Wyatt, μετά την αποχώρησή του από τους Soft Machine. Το απίστευτο εξώφυλλο είναι ουσιαστικά επεξεργασία της προπαγανδιστικής αφίσας της κομμουνιστικής Κίνας που έγραφε: «Είμαστε αποφασισμένοι ν’ απελευθερώσουμε την Ταϊβάν». Στην παραγωγή του album βρίσκεται ο Robert Fripp των King Crimson, στον οποίο ο Wyatt εκμυστηρεύτηκε στις τουαλέτες των CBS Studios ότι τον ήθελε στο δίσκο ως πολιτικό παράγοντα και όχι για το μουσικό του ταλέντο ή τις ικανότητές του στην μίξη. Τον ήθελε για να συνεργαστεί με τα διαφορετικά και μερικές φορές αλληλοσυγκρουόμενα μέλη του συγκροτήματος. Σε σχέση με το ντεμπούτο τους υπάρχουν δυο σημαντικές αλλαγές: Πρώτον, ο Dave Sinclair (πλήκτρα –Caravan) αποχώρησε και την θέση του πήρε ο Νεοζηλανδός Dave MacRae και δεύτερον, ο Wyatt δεν συμμετέχει στην σύνθεση των τραγουδιών, αλλά μόνο στους στίχους και τα φωνητικά. Κατά την άποψή μου, ο μόνος τρόπος ακρόασης του album είναι από την αρχή μέχρι το τέλος, και όχι ως μεμονωμένα κομμάτια. Το μπάσο είναι η ευχάριστη έκπληξη και ο Wyatt είναι φοβερός στην τελευταία του ηχογράφηση ως drummer, αν και τα φωνητικά του ίσως ξενίσουν κάποιους.Το “Starting in the Middle of the Day We Can Drink Our Politics away” έχει οπερετικά φωνητικά. Το “Marchides” ίσως είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του μουσικού ταλέντου των μελών των Matching Mole. Στο “Nan True’s Hole” μιλάει μια πόρνη, την φωνή της οποίας κάνει η ηθοποιός Julie Christie. Οι Hatfield and the North το έπαιζαν ζωντανά ως instrumental με τίτλο “Oh, Len’s Nature!”, που είναι αναγραμματισμός του “Nan True’s Hole” . Στο “Righteous Rumba” ο κιθαρίστας Phil Miller παίζει ένα πολύ ωραίο solo. Μετά το album έφυγε από το συγκρότημα για να φτιάξει τους προανεφερθέντες Hatfield and the North με τον Dave Sinclair. Το μπάσο του Bill MacCormick (Quiet Sun) στο “Brandy As In Benj” βγαίνει μπροστά μετά το 1.02 και στην συνέχεια αναδεικνύεται το βιτρουόζικο παίξιμο του MacRae στα πλήκτρα. Στο “Gloria Gloom” ένας αντρας και μια γυναίκα μιλάνε ταυτόχρονα, αλλά όχι μεταξύ τους, και στο βάθος ακούγεται και μια άλλη γυναίκα να μιλάει. Αυτή η ιδέα μου θύμισε το “Why Don’t You Eat Carrots?” από το ντεμπούτο των Faust που κυκλοφόρησε το προηγούμενο έτος (1971). Στην συνέχεια, ο Wyatt τραγουδάει -ας πούμε κανονικά- και λέει και τον στίχο: “How long can I pretend that music’s more relevant than fighting for a socialist world?” Οι ambient ήχοι στην αρχή και στο τέλος του τραγουδιού οφείλονται στο VCS3 synthesizer του κυρίου Brian Eno, τον οποίο προσκάλεσε ο MacCormick όταν πήγε να δει τους Roxy Music να ηχογραφούν το ντεμπούτο τους στα Command Studios. Το “God Song” είναι το μοναδικό ακουστικό τραγούδι του μικρού κόκκινου δίσκου. Στο “Flora Fidgit” ο MacRae παίζει παπάδες με το Fender Rhodes ηλεκτρικό πιάνο του. Σ’αυτό το κομμάτι κλονίστηκε η σχέση του Phil Miller με τον Robert Fripp, όταν ο πρώτος δεν μπόρεσε να παίξει το κιθαριστικό μέρος, το οποίο και απουσιάζει από το album. Αν είστε οπαδός της σκηνής του Canterbury και του jazz rock, αυτό το album είναι για σας, σε περίπτωση που δεν το έχετε ήδη ακούσει. Δυστυχώς, μετά την Ευρωπαϊκή περιοδεία που ακολούθησε, οι Matching Mole διαλύθηκαν. Επαναδραστηριοποιήθηκαν λίγο αργότερα, για σύντομο χρονικό διάστημα και με διαφορετική σύνθεση, μέχρι το τραγικό ατύχημα του Wyatt που έβαλε τέλος στην ιστορία τους πριν ηχογραφήσουν το τρίτο album. Ακριβώς πριν το ατύχημα, ο Wyatt πρότεινε στον Fred Frith των Henry Cow, να ενταχθεί στους Matching Mole. Το άγνωστο αυτό γεγονός το αποκάλυψε ο ίδιος σε συνέντευξη που μας έδωσε. Κάποιοι λένε ότι δεν αν έχει συμβεί αυτό το ατύχημα δεν θα είχε κάνει αργότερα το “Rock Bottom”, στο οποίο συμμετέχει και ο Frith.
Flower Travellin’ Band – “Satori” (1971)
Οι Ιάπωνες Flower Travellin’ Band είναι ίσως οι πρώτοι που κυκλοφόρησαν διασκευή σε τραγούδι των Black Sabbath στο πρώτο τους album, το “Anywhere” (1970) με το θρυλικό εξώφυλλο. Το “Satori” ηχογραφήθηκε σε μία μέρα, με την μίξη να παίρνει άλλη μια μέρα. Συγγνώμη αν σοκάρω τους φίλους των Tool που ακόμα περιμένουν/-ουμε το νέο album. Για την πολύ καλή παραγωγή υπεύθυνοι είναι ο ιδρυτής των FTB και μεγάλη μορφή, Yuya Uchida και ο φίλος του και αφεντικό του Ιαπωνικού παραρτήματος της Atlantic Records, Ikuzo Orita. Τους δύο ένωνε η απέχθεια για την ξεπερασμένη -στ’αυτιά τους- Group Sounds σκηνή και οραματίζονταν ένα Ιαπωνικό συγκρότημα με επιρροές από τους νέους τότε Black Sabbath και Led Zeppelin (διαβάστε περισσότερα στο “Japrocksampler” του Julian Cope). Αν και το “Satori” διαρκεί 42 λεπτά, νομίζεις ότι πέρασαν μόνο 15. Ακούγεται από την αρχή μέχρι το τέλος και ουσιαστικά πρόκεται για τα μέρη μιας ενιαίας ιδέας, κάτι που φαίνεται και από τους τίτλους των τραγουδιών. Από την πρώτη ακρόαση γίνεται αντιληπτό ότι ξεχωρίζει ο κιθαρίστας Hideki Ishima (ο Ιάπωνας Σπάθας;) Στο 4.17 του “Satori Part I” ο τραγουδιστής με το άκρως μυθιστορηματικό παρελθόν, Joe Yamanaka αρχίζει μια τρομερή κορώνα. Το “Satori Part II” ξεκινά ως ένας αρκετά funky «διάλογος» κιθάρας-φωνητικών. Στο 3.13 ακούγεται κάτι που μου θυμίζει θυμιατό. Από κει και πέρα ο Ishima κινείται παιχτικά πιο κοντά στον Karoli παρά στον Iommi. Αν και αμφιβάλλω για το αν έχουν ακουστά τον μακαρίτη Michael οι συμπαθείς doom-μεταλλάδες που πήγαν στην συναυλία της Madonna στο ΟΑΚΑ. Το μπάσο είναι εντυπωσιακό στο δεύτερο μισό του “Satori Part II”. Από το 9.16 η κιθάρα προκαλεί ίλιγγο, ενώ το drumming του George Wada είναι κατακλυσμιαίο. Στην εισαγωγή του “Satori Part IV” υπάρχει fuzz κιθάρα. Από τη στιγμή που μπαίνει η φυσαρμόνικα η ατμόσφαιρα γίνεται πιο νοσηρή. Με ένα ωραιό κοφτό riff ξεκινάει το “Satori Part V”. Το κομμάτι μοιάζει να έχει πιο μυστικιστικό/τελετουργικό/λυτρωτικό ύφος σε σχέση με τα υπόλοιπα, και τα φωνητικά του Yamanaka, μάλλον το επιβεβαιώνουν. Παρότι στα credits δεν αναφέρεται η ύπαρξη πλήκτρων, από το 2.47 ακούω «υγρά» πλήκτρα, δύο χρόνια πριν το μοναδικό “No Quarter” των Led Zeppelin!
Gary Higgins – “Red Hash” (1973)
Τον Οκτώβριο του 1972 ο χίπης μουσικός από το Connecticut, Gary Higgins, συλλαμβάνεται για διακίνηση μαριχουάνας. Πριν τη δίκη και αναμένοντας μια σίγουρη καταδίκη, μπαίνει στο studio με φίλους του «χίπηδες που ζουν στην εξοχή», με τους όποιους έπαιζε σε συγκροτήματα στο παρελθόν, και ηχογραφούν μέσα σε 40 ώρες αυτό το album. Τον τίτλο του album δεν τον επέλεξε ο ίδιος, επειδή όταν κυκλοφόρησε από την δική του εταιρία, Nufusmoon, βρισκόταν ήδη στην φυλακή εκτίοντας ποινή 13 μηνών. Η απουσία του ήταν και ο λόγος που το album πέρασε τότε απαρατήρητο. Παρότι η μουσική είναι χαλαρή psych folk και το album κυλάει αβίαστα, οι στίχοι του αναφέρονται στη μοναξιά και στη τρέλα. Οι συνθέσεις του Higgins είναι σχεδόν όλες κορυφαίες, τα φωνητικά του είναι πολύ καλά και παίζει κι ακουστική κιθάρα. Διαβάζω κάποιες άστοχες συγκρίσεις και ίσως μερικοί ακροατές άλλα να περιμένουν και άλλα ν’ ακούσουν. Δεν θα βρείτε εδώ την μαυρίλα του Nick Drake ούτε την αθωότητα της Vashti Bunyan (πλην “Unable to Fly”). Φανταστείτε καλύτερα μια πιο εγκρατή, ακουστική έκδοση των Grateful Dead ή έναν λιγότερο ψυχωτικό, ακουστικό Roky Erickson. Το μαντολίνο του Paul Tierney και το τσέλο της ταλαντούχας Maureen Wells ζωγραφίζουν στο “I Can’t Sleep at Night”. Πράγματι, το τσέλο ομορφαίνει πολλά τραγούδια. Το τρομερό “I Pick Notes from the Sky” είναι πιο πιασάρικο. Το πιάνο το εκτοξεύει σε άλλο επίπεδο, όπως εύστοχα είναι τα γυναικεία φωνητικά στο τέλος. Τα πλήκτρα ακούγονται σαν μεταλλόφωνο (ή όντως είναι μεταλλόφωνο;) στο κλειστοφοβικό “Stable the Spuds”. Το “Down on the Farm” ξαφνιάζει με τα μπάσα φωνητικά και την Captain Beefheart άποψη. Οι στίχοι κάνουν χαβαλέ: “Then they ask me to milk cow but I squeeze bull/ Then I see his poor ass was full”. Στο “Looking for June” ο καλλιτέχνης ψάχνει εναγωνίως ναρκωτικά. Με κάποιο τρόπο στους στίχους μπλέκει μια μελλοντική συνάντησή του με τον Πάπα και βλέπει στην έρημο καμήλες και νύφες. Σίγουρα δεν θα είχε καταναλώσει τίλιο όταν τους έγραφε. Στην άρτια επανακυκλοφορία του 2005 μας προσφέρονται δύο επιπλέον τραγούδια: Το “Don’t Ya Know”, ηχογραφημένο στο σπίτι του Higgins στις αρχές της δεκαετίας του ’80, έχει χειροκροτήματα, δύο ακουστικές κιθάρες και την αμεσότητα της ‘60s pop τραγουδοποϊίας. Αντίθετα το “Last Great Sperm Whale” είναι πιο μεγαλόπνοη σύνθεση με εμβατηριακού τύπου drums (μέτρια) και a la Manzarek πλήκτρα στο βάθος, τα οποία μ’αρέσουν πολύ. Κάποιοι καμμένοι όπως ο Ben Chasny των Six Organs of Admittance (διασκεύασαν και το “Thicker Than a Smokie”) και o Zach Cowie, ήταν μεγάλοι θαυμαστές του “Red Hash”. Μετά από μακρά αναζήτηση, εντόπισαν τον Higgins -δούλευε σαν νοσοκόμος σε τρελάδικο του Connecticut- και το album τελικά επανακυκλοφόρησε το 2005 από την Drag City του Cowie. Ευχαριστούμε Drag City για αυτή τη δισκάρα.
Älgarnas Trädgård – “Framtiden Är Ett Svävande Skepp, Förankrat I Forntiden” (1972)
Στο μοναδικό album που κυκλοφόρησαν στα χρόνια της δράσης τους οι Σουηδοί Älgarnas Trädgård (σημαίνει «Κήπος των Ταράνδων») συναντάμε ψυχεδελικές, krautrock και folk επιρροές. Για να συνεννοούμαστε, θα αναφέρω τους αγγλικούς τίτλους των τραγουδιών. To “Two Hours Over Two Blue Mountains with a Cuckoo On Each Side, Of The Hours…That Is” ξεκινάει με ήχους από καμπάνες. Η ηλεκτρική κιθάρα σ’αυτό όπως και όπου αλλού ακούγεται στο album (“Rings of Saturn” και “5/4”), είναι κορυφαία. Στο 7.35 το βιολί μπαίνει και η κιθάρα σβήνει. Αργότερα εμφανίζεται το Moog synthesizer και ακούγονται κάποια υποβλητικά χορωδιακά φωνητικά άνευ στίχων. Κλείνει με avant-garde ήχους. Το “There Is A Time For Everything, There Is A Time When Even Time Will Meet” αρχίζει με φλάουτο και ένα κρουστό. Μετά ακούγονται κατά σειρά: ένα σκυλί να γαβγίζει, μια πόρτα που τρίζει και οι δείκτες ενός ρολογιού. Ένα βιολί παίζει μια σοβαρή μελωδία και το sitar αναλαμβάνει τον κεντρικό ρόλο. Ακολούθως παίρνει σειρά το σαντούρι. Η καλεσμένη Margareta Söderberg κάνει τα φωνητικά του παραδοσιακού ύφους “Children Of Possibilities” και την συνοδεύει το τσέλο του Sebastian Oberg. Στο “La Rotta” υπάρχει βιολί, χειροκροτήματα και κρουστά είναι επίσης παραδοσιακού χαρακτήρα αλλά πιο χορευτικό από το προηγούμενο. Το “Viriditas” έχει ανδρικά φωνητικά με έντονο reverb. Από πίσω ακούγεται το πιάνο και κάποιοι ανορθόδοξοι ήχοι. Το “Rings Of Saturn” δεν γίνεται να μην αρέσει σε κάποιον. Η κιθάρα και τα drums αγγίζουν “Amboss” (Ash Ra Tempel) επίπεδα! Νομίζω έγινα κατανοητός. Το “The Future Is A Hovering Ship, Anchored In The Past” (ο τίτλος του album στα Αγγλικά) υπάρχει σε ένα δικό του χωροχρόνο. Είναι συγκλονιστική η στιγμή που ανακαλύπτεις ότι το τραγούδι ηχογραφήθηκε το 1971 και κυκλοφόρησε το Μάρτιο του ’72, ενώ το εντυπωσιακά ταυτόσημης -με το συγκεκριμένο τραγούδι- αντίληψης, “Zeit” album των Tangerine Dream ηχογραφήθηκε το Μάιο του του ’72. Υπάρχουν δύο ακόμα κομμάτια ως bonus tracks. Να επαναλάβω ότι είμαι εναντίον των επιπλέον τραγουδιών διότι χαλούν την συνοχή του album. Ο ήχος των drums στο “5/4” είναι ψαρωτικός. Σε συνδυασμό με την κιθάρα κυρίως και τα πλήκτρα δημιουργούν μια αρκετά σκοτεινή ατμόσφαιρα. Δεν πρόκειται να το βαρεθώ ποτέ. Το synthesizer στο “The Mirrors Of Gabriel” θυμίζει επίσης Tangerine Dream, όμως τα drums και τα κρουστά στο βάθος πηγαίνουν προς την ψυχεδελική περίοδο των Pink Floyd. Πρέπει να σημειωθεί ότι σχεδόν σ’ολο το album νιώθεις μια υφέρπουσα απειλή. Κάτι δυσοίωνο υποβόσκει. Σε σημείο να το θεωρώ ως το ιδανικό soundtrack για μια μελλοντική κινηματογραφική μεταφορά του εξαιρετικού βιβλίου «Ένα Βήμα Πίσω» του Henning Mankell. Το περίεργο είναι ότι γράφω αυτές τις γραμμές 21 Δεκεμβρίου, στο χειμερινό ηλιοστάσιο, όπου συνηθίζονται οι παγανιστικές τελετουργίες. Οι καμμένοι του krautrock ακούστε υπομονετικά το “Framtiden Är Ett Svävande Skepp, Förankrat I Forntiden” album των Älgarnas Trädgård και δεν θα χάσετε.
National Health – “Of Queues and Cures” (1978)
Is it “numinousness”, “numinescence» or “numinosity”? Το δεύτερο album των National Health συνουσιάζει και ραπίζει. Ουσιαστικά την σύνθεση του “Of Queues and Cures” αποτελούν τα ¾ των Hatfield and the North συν τον John Greaves των Henry Cow στο μπάσο. Όλοι οι μουσικοί συνεισφέρουν συνθετικά και παίζουν εξαιρετικής ποιότητας progressive rock με αρκετές jazz fusion επιρροές. Το “The Bryden Two-Step (For Amphibians), Pt. 1” δείχνει αμέσως το μουσικό ταλέντο τους και το ύφος τους, τόσο ως μονάδες όσο και ως σύνολο. Στο 6.17 ο Dave Stewart ξεκινά ένα χαρακτηριστικό fuzz solo στο Hammond L-122. Ο τίτλος του “The Collapso” αναφέρεται στο Calypso και ακούγονται steel drums που είναι σήμα-κατατεθέν του συγκεκριμένου μουσικού είδους. Δείτε αμέσως την εκτέλεσή του από το Old Grey Whistle Test. Το “Squarer for Maud” είναι ένα από τα καλύτερα κομμάτια όλων των εποχών! Ο κιθαρίστας Phil Miller σολάρει πωρωτικά, στο 5.26 ακούγεται το κλαρινέτο του Jimmy Hastings και σταματάει μόλις ξεκινάει η απίστευτη απαγγελία του καλεσμένου Peter Blegvad (Slapp Happy). Στην συνέχεια ακούγεται το τσέλο της Georgie Born (Henry Cow), ακολούθως βαράνε όλοι μαζί, και ιδιαιτέρως ο Pip Pyle στα drums και κλείνει με Henry Cow πειραματισμούς. Στο πρώτο μισό του “Dreams Wide Away” ο Dave Stewart παίζει ένα οργιαστικό solo στα πλήκτρα. Τι το ήθελε ο Miller να του πει να παίξει λίγο τρελά; Σίγουρα, ο Dave θα σκέφτηκε εκείνες τις Δευτέρες του 1967 που -μαθητής ακόμα-πήγαινε μαζί με τον Steve Hillage στο Marquee Club για να δει το είδωλό του, Keith Emerson να γράφει ιστορία επί σκηνής με τους Nice. Το “Binoculars” –σύνθεση του Pyle- είναι το μόνο κομμάτι που κάποιος τραγουδάει και αυτός είναι ο Greaves σε στυλ crooner. Οι δε στίχοι είναι μια κριτική στην τηλεόραση. O πανταχού παρών Jimmy Hastings παίζει ένα ωραίο solo στο φλάουτο, στο μέσον ακούγονται διάφορα πνευστά (τρομπέτες, τρομπόνια, όμποε) και μετά ο Miller σολάρει και πάλι. Είναι κρίμα, που αυτό το album κυκλοφόρησε μέσα στην λαίλαπα του punk. Παρόλα αυτά, θεωρείται δικαιολογημένα ένα από τα καλύτερα της σκηνής του Canterbury. Ο Dave γράφει στο booklet της “Complete” κυκλοφορίας των National Health: «Την εποχή ακριβώς που η Βρετανική rock βιομηχανία και τα Μέσα άρχισαν να γυρνούν την πλάτη τους στην σωστή μουσική και προετοιμάζονταν να προωθήσουν κάποια από την πιο άξεστη, απλοϊκή, ζωώδη, απαίσια και ηλίθια μουσική που μπορεί να φανταστεί κάποιος, σε μια ατμόσφαιρα όπου η παραδεκτή ανικανότητα να παίξει κάποιος ένα όργανο χαιρετιζόταν ως δείγμα ευφυΐας, ο φίλος και συνάδελφος πληκτράς, Alan Gowen ( Gilgamesh) κι εγώ, αποφασίσαμε να σχηματίσουμε ένα πολυμελές rock σύνολο παίζοντας περίτεχνη, κυρίως instrumental μουσική. Μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δεν το κάναμε για να γίνουμε της μόδας».
Jan Dukes de Grey – “Mice and Rats In the Loft” (1971)
Μετά την ηχογράφηση του ντεμπούτου τους με τίτλο “Sorcerers”, πολλά πράγματα άλλαξαν στους Jan Dukes de Grey. Η ένταξη του drummer Denis Conlan, έδωσε νέες δυνατότητες στους Derek Noy (φωνητικά, κιθάρα) και Michael Bairstow (πνευστά). Με τον Conlan, ο Noy είχε συνυπάρξει στο soul συγκρότημα Buster Summers Express. Μετά από συναυλίες όπου άνοιξαν για τους Pink Floyd και τους The Who, μπαίνουν στο studio και δημιουργούν το “Mice and Rats In the Loft” album, το όποιο σήμερα σχεδόν όλοι συγκρίνουν με το “First Utterance” των Comus, επίσης του 1971. Το 19-λεπτο “Sun Symphonica” ξεκινάει δυναμικά με drums και μπάσο και αργότερα ακούμε το φλάουτο. Στο 1.58 μπαίνει το σαξόφωνο και κυριαρχεί ένας ρυθμός που θυμίζει την jazz πλευρά των King Crimson και ενώ υποθέτουμε ότι θα συνεχιστεί έτσι, στο 4.35 μπαίνει η ορχήστρα (ή τα μέλη του συγκροτήματος που αποτελούν την ορχήστρα) με την ακουστική κιθάρα να τη συνοδεύει φτάνοντας στην σχεδόν διονυσιακή κλιμάκωση στο 14.15. Το μπάσο έχει το βασικό ρόλο μέχρι το τέλος του τραγουδιού και περισταστιακά ακούγονται το μεταλλόφωνo, το φλάουτο, η φυσαρμόνικα και η τρομπέτα. Προοδευτικό πνεύμα στην πράξη. Το “Call of the Wild” κυριαρχείται από την αλληλεπίδραση της ακουστικής κιθάρας με το φλάουτο. Τα φωνητικά εμένα μου θυμίζουν Yes, εσείς μπορεί να έχετε άλλη γνώμη. Πιστεύω ότι ο psych folk ήχος του θ’άρεσει πολύ στους φίλους των Incredible String Band και επίσης είναι φανερό ότι ο Noy δεν είναι τόσο ευφάνταστος κιθαρίστας όσο ο Roger Wootton των Comus. Όταν στο 8.35 μπαίνει το σαξόφωνο, αποκτά μια διαφορετική (fusion;) δυναμική. Το album τελειώνει με το ομώνυμο 8-λεπτο τραγούδι. Ο πολύ εκνευριστικός ήχος της σειρήνας στην εισαγωγή δεν προμηνύει κάτι ήπιο. Για το heavy ψυχεδελικό ξεσάλωμα ευθύνεται το wah-wah της ηλεκτρικής κιθάρας, την ώρα που οι στίχοι περιγράφουν ένα τελετουργικό ανθρωποθυσίας. Τα πνευστά στο τέλος σπάνε λίγο την κυριαρχία της κιθάρας. Album για λιώσιμο!
Townes Van Zandt – “Live at the Old Quarter, Houston, TX” (1977)
Δεν επελέγη τυχαία ως το μοναδικό live album του παρόντος αφιερώματος. Για τις ανάγκες του οποίου το άκουσα μετά από 1,5 χρόνο και διαπίστωσα ότι μ’αρέσει ακόμα περισσότερο. Ηχογραφήθηκε τον Ιούλιο του 1973 όταν ο Townes έδωσε 5 συναυλίες στο Houston του Texas, σε ένα κατάμεστο club με το air condition εκτός λειτουργίας. Ο live χαρακτήρας του album μας δίνει την ευκαιρία να ακούσουμε τον Townes να παίζει με την συνοδεία μόνο της ακουστικής του κιθάρας, δηλαδή όπως έκανε αμέτρητες φορές στην ζωή του. Αυτή η αμεσότητα είναι που κάνει το album τόσο σπουδαίο. Μεταξύ των τραγουδιών λέει αστεία, ανέκδοτα, ιστορίες, παρότι τα περισσότερα τραγούδια είναι μελαγχολικά. Είναι σαν να βρίσκεσαι κι εσύ σ’αυτό το μικρό χώρο. Στα studio albums του, με τους πολλούς μουσικούς, δεν επιτυγχάνεται αυτή η μαγεία. Στα 2 CD’s της κυκλοφορίας περιλαμβάνονται σχεδόν όλα τα κορυφαία τραγούδια του. Και έχει πολλά που οποιοσδήποτε αναγνωρισμένος τραγουδοποιός θα ήθελε να είχε γράψει: “Pancho & Lefty”, “Don’t You Take it too Bad”, “If I Needed You”, “White Freight Liner Blues”, “To Live Is to Fly”, “She Came and She Touched Me”, “No Place to Fall”, “Kathleen”, “Why She’s Acting This Way”, “Tower Song”, “Waitin’ Round to Die”, “Tecumseh Valley”, “Lungs”. Το πιο αγαπημένο μου είναι το “She Came and She Touched Me”. Σ’αυτό κάθε ακόρντο μοιάζει με μαχαιριά. Η μελωδία του “White Freight Liner Blues” συνεπαίρνει το κοινό, ακόμα και τον ακροατή στην καρέκλα του. Το “Fraternity Blues” σατιρίζει σε talking blues ύφος, την εμπειρία του από τις φοιτητικές αδελφότητες των ΗΠΑ, όπου μεταξύ άλλων έπρεπε να μάθει ολόκληρο το ελληνικό αλφάβητο. Το “Brand New Companion” έχει παλιομοδίτικο blues ύφος, όπως και η διασκευή στο “Chauffeur’s Blues” του Lightnin’ Hopkins”. Το κλασικό “Who Do You Love?” του Bo Diddley είναι περισσότερο δυναμικό. Το μεγαλείο του “Tecumseh Valley” δεν μου αποκαλύφθηκε από τις πρώτες ακροάσεις. Αν και έχει τύχει αναγνώρισης ανάμεσα σε συναδέλφους του μουσικούς, για τους περισσότερους μουσικόφιλους –ειδικά στην Ευρώπη- ο Townes Van Zandt παραμένει άγνωστος. Εξοργισμένος από την αδικία ο Steve Earle είπε -ίσως με κάποια δόση υπερβολής- για το ίνδαλμά του και μετέπειτα φίλο του: «Είναι ο καλύτερος τραγουδοποιός του κόσμου και θα στεκόμουν με τις καουμπόικες μπότες μου πάνω στο τραπεζάκι του καφέ του Bob Dylan και θα το έλεγα αυτό». Ξεκίνηστε μ’αυτό το album.
Clannad– “Clannad” (1973)
Οι Ιρλανδοί Clannad ήταν μια οικογενειακή υπόθεση: αποτελούνταν από 3 αδέρφια Brennan και τους δύο θείους τους, Noel και Pádraig Duggan, δίδυμα αδέρφια μεταξύ τους. Τρία είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους: 1) Η χρήση της Ιρλανδικής γλώσσας που ήταν και ο λόγος που το Ιρλανδικό παράρτημα της Phillips έκανε 3 χρόνια για να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο τους 2) Η αγγελική φωνή της Máire (αργότερα Moya) Brennan και 3) η απουσία βιολιού, οργάνου συνδεδεμένου με την folk μουσική. Στο παραδοσιακό “Níl Sé Ina La” προσέξτε το solo στο όρθιο μπάσο του Ciaran Brennan μετά το μέσον του τραγουδιού. Η χρήση των drums είναι εύστοχη και δίνει ένα πιο σύγχρονο αέρα στην μουσική τους. Μπορεί κάποιος να διακρίνει σ’αυτό το τραγούδι αλλά κι αλλού τις Pentangle επιρροές τους. Το “Thíos Chois Na Trá Domh” βγάζει ένα πιο νοσταλγικό συναίσθημα. Το instrumental “Brian Boru’s March” είναι το πιο αγαπημένο μου κομμάτι του δίσκου και η επαναλαμβανόμενη μελωδία του, προκαλεί εθισμό. Το παίξιμο της Máire στην άρπα είναι αριστοτεχνικό και τα λακωνικά bongos αποτελούν το κερασάκι στη τούρτα. Τα drums στο “Siúbhán Ní Dhuibhir” τραβάνε αμέσως την προσοχή και το solo φλάουτο φέρνει στο νου τα καταπράσινα τοπία της πατρίδας τους. Το “Liza” έχει ανδρικά φωνητικά και μπορούμε να πούμε ότι είναι το μοναδικό rock τραγούδι του δίσκου. Στο 1.34 ξεκινάει ένα ωραίο solo στην ακουστική κιθάρα. Οι Clannad από μικρή ηλικία έπαιζαν μεταξύ άλλων διασκευές των Beatles και των Beach Boys στην pub του πατέρα τους, Leo’s Tavern, οπότε ήταν εξοικειωμένοι και με την δημοφιλή μουσική της εποχής. Το λυρικό “Mrs. McDermott” αναδεικνύει καλύτερα απ’ οπουδήποτε αλλού, την χημεία μεταξύ των μελών των Clannad. Το “The Pretty Maid” είναι ένα ντουέτο της Máire με κάποιο αρσενικό μέλος του συγκροτήματος, και το πρώτο τραγούδι που ακούγονται αγγλικοί στίχοι στο album. Το “An Pháirc” μοιάζει με θρησκευτικό ύμνο. Στο “Harvest Home” και πάλι πρωταγωνιστεί η άρπα. Είναι πιο χορευτικό και υπάρχει πιο έντονα το ιρλανδικό χρώμα σε σχέση τα υπόλοιπα. Παρ’όλα αυτά, οι Clannad ποτέ δεν μπαίνουν στο πειρασμό να ανεβάσουν πολύ τον ρυθμό και να προκαλέσουν εύκολο εντυπωσιασμό, κάτι που τους διαφοροποιεί από τα περισσότερα ιρλανδικά παραδοσιακά συγκροτήματα. Το “Morning Dew” είναι μια διασκευή στο τραγούδι της Bonnie Dobson, που έγινε περισσότερο γνωστό από τους Grateful Dead και μου πήρε αρκετές ακροάσεις για να συνηθίσω την εκτέλεσή τους. Κι όμως, οι επιτυχία για τους Clannad ήρθε σχεδόν 10 χρόνια αργότερα.
Axe – “Music” (1969)
Οι Axe (αναφέρονται επίσης και ως Axe Music και Crystalline) προέρχονται από το Northampton της Αγγλίας, γνωστό στους παίχτες του στοιχήματος από την τοπική ομάδα. Ανάμεσα στα ιδρυτικά μέλη των Axe ήταν και ο Mark Griffiths (κιθάρα), ο οποίος πολύ σύντομα αποχώρησε και αργότερα έγινε μπασίστας των The Shadows. Ηχογραφημένο μέσα σε ένα απόγευμα στα Beck Studios, με μηχανικό ήχου τον Derek Tompkins, το “Music” σίγουρα δεν αποτελεί παράδειγμα άρτιας παραγωγής. Μία από τις 12 acetate κόπιες που τύπωσαν για προωθητικούς λόγους εστάλη στον John Peel, ο οποίος αν και την άκουσε, δεν έπαιξε ποτέ τη μουσική τους στο ραδιόφωνο, επειδή δεν του άρεσαν οι επιρροές τους από τη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ και η καθαρή φωνή της Vivienne Jones. Πράγματι, ακούγονται ως μια πιο heavy εκδοχή των Jefferson Airplane -αν και όχι μόνο αυτό- αλλά δεν καταλαβαίνω που είδε το πρόβλημα ο John Peel. Καθ’όλη τη διάρκεια του album οι ψυχεδελικοί αυτοσχεδιασμοί του υποτιμημένου Tony Barford στην ηλεκτρική κιθάρα είναι απίστευτοι. Τα 38 δευτερόλεπτα του εναρκτήριου “Here to There” δεν αρκούν για να γνωρίσουμε την μουσική τους, αλλά αυτό το τραγούδι θα το συναντήσουμε και στη συνέχεια. Το καταιγιστικό drumming του Steve Gordon στο “Ahinam (take 2)”, κόβει την ανάσα. Δεν έπαιζαν και πολλοί τόσο βαριά το 1969. Το “The Child Dreams” έχει ανάποδα ηχογραφημένα φωνητικά στην αρχή και στο τέλος και τα drums είναι στο ύφος του “Set the Controls for the Heart of the Sun” (1968) των Pink Floyd. Το “A House Is Not a Motel” είναι διασκευή στο τραγούδι των Love από το μνημειώδες “Forever Changes” (1967) album. Το solo του Barford είναι με διαφορά η πιο freak out στιγμή του δίσκου. Αν υπήρχε ψυχεδελόμετρο, εδώ θα έσπαγε όλα τα ρεκόρ. Οι επιρροές από την Δυτική Ακτή είναι φανερές στο “Piece of Mind”. Στην εισαγωγή του instrumental “Dark Vision” συναντάμε Ανατολίτικα στοιχεία και κατά την γνώμη μου είναι το πιο σκοτεινό κομμάτι των Axe. Θα ήταν ιδανικό για soundtrack. Το “Strange Sights & Crimson Nights ” ξεκινάει με ακουστική κιθάρα από τον Roger Hilliard, αλλά όταν μπαίνει ο Barford αλλάζουν τα πάντα. Σε σημεία, παίζει ασύλληπτα heavy για την εποχή. Ως bonus track, υπάρχει μια live εκτέλεση του “Here to There”. Η ύπαρξη φλάουτου ξαφνιάζει ευχάριστα και δίνει έναν folk τόνο στη μουσική τους. Το κιθαριστικό solo που ξεκινάει στο 5.14 είναι τόσο αργό που κάνει τον Slowhand να μοιάζει με Malmsteen. Οι Axe live παίζουν πιο jam-αριστά, μιας και το “Live/Dead” album των Grateful Dead είχε τη μεγαλύτερη επίδραση στις εμφανίσεις τους και προσπαθούσαν να τους μιμηθούν κάθε φορά που έπαιζαν στο Abington Park του Northampton. Δυστυχώς, δεν έγιναν ποτέ δημοφιλείς, αν και άνοιξαν συναυλίες των The Who, Wishbone Ash και Free. Ο υπεύθυνος του venue που έπαιζαν με τους The Who έγινε έξαλλος όταν οι roadies τους, κάρφωναν καρφιά μήκους 18 πόντων στην άψογα γιαλυσμένη σκηνή, για να συγκρατήσουν το drum kit του Keith Moon! Οι μη hipster-άδες οπαδοί των Jex Thoth και Blood Ceremony, να πλησιάσουν. Ευχαριστώ την σοβαρή ιστοσελίδα It’s Psychedelic Baby για τις πληροφορίες σχετικά με τους Axe.
Scott Walker – “Scott 4” (1969)
Βιώστε πρώτα την εμπειρία της ακρόασης του “Scott 4” και αργότερα διαβάστε τις παρακάτω γραμμές. Μιλώ εκ πείρας γιατί κι εγώ αν διάβαζα να το περιγράφουν ως “baroque pop”, (βλέπε ΥΓ.3) δεν πρόκειται να το άκουγα ποτέ. Οπότε ακούστε το πρώτα, και μετά διαβάστε γι’αυτό. Στο τέταρτο «κανονικό» solo album του, ο Scott δεν τραγουδάει πλέον μεταφρασμένα τραγούδια του Jacques Brel, αλλά αποκλειστικά δικές του συνθέσεις. Σ’όλα τα τραγούδια δίνει απίστευτες ερμηνείες υπό την συνοδεία ορχήστρας. Το “The Seventh Seal” ξεκινάει με τρομπέτα και flamenco κιθάρα και είναι εμπνευσμένο από την ομώνυμη ταινία του Bergman. Η επιρροή του “Be My Baby” των The Ronettes από το σημείο που μπαίνουν τα drums, είναι αρκετά εμφανής. Το “On Your Own Again” αρχίζει με ακουστική κιθάρα και μετά μπαίνουν τα έγχορδα. Στο ονειρικό “Angels of Ashes” δεν γίνεται να μην εντυπωσιαστείς από την απόδοση της ορχήστρας. Ο Scott τραβάει την προσοχή του ακροατή ακόμα και όταν μουρμουρίζει. Η συναισθηματική ένταση που υποβόσκει στο “Boy Child” είναι αντιστρόφως ανάλογη με την ταχύτητά του και κάθε νότα μεταδίδει την αγωνία στην ακροατή. Το “Hero of the War” είναι ένα ειρωνικό αντιπολεμικό τραγούδι. Παραδόξως, ο ρυθμός του είναι εύθυμος και στο τέλος ο Scott κάνει ανέμελα scat φωνητικά. Περίμενε άραγε να κάνει επιτυχία με τίτλο τραγουδιού “The Old Man’s Back Again (Dedicated to the Neo-Stalinist Regime)”; Το μπάσο είναι εκπληκτικό και το τραγούδι όπως καταλαβαίνετε αποτελεί κριτική στο γραφειοκρατικό καθεστώς του Μπρέζνιεφ.Το “Duchess” είναι το πιο αγαπημένο μου τραγούδι. Όχι μόνο του album ή του Scott. Γενικά. Η λυρικότητά του από το πρώτο δευτερόλεπτο δεν έχει προηγούμενο. Αν είχα ποτέ την ευκαιρία θα τον ρωτούσα, τι σημαίνει ο στίχος “Makes me feel like a thief when you’re bleeding”; Έχω κάποιες υποψίες… Είμαι σίγουρος ότι θα χαμογελούσε, αλλά δεν ξέρω αν θα μάθω την απάντηση σ’αυτή τη ζωή. Το “Get Behind Me” είναι το μοναδικό rock τραγούδι του album, μετά την ατμοσφαιρική εισαγωγή με την ακουστική κιθάρα. Στο νοσταλγικό “Rhymes of Goodbye” δεν μπορείς να αμφισβήτησεις τους στίχους του. Τα περισσότερα τραγούδια του “Scott 4” αναφέρονται σε χαμένους έρωτες και είναι φανερά τα συναισθήματα της παραίτησης και της αυτολύπησης. Είναι χαρακτηριστικός ο στίχος “And didn’t you know that I’m not the world’s strongest man?” ή το “Except when it began/ I was so happy/ I didn’t feel like me” στο “Own Your Own Again”. Όπως και το “I am lying, she is crying” στο τέλος του “Duchess”. Θέλει συνειδητά να διαλύσει την εικόνα του άτρωτου pop star και τις αυταπάτες του ρομαντικού ερώτα. Μην ξεχνάτε, βρισκόμαστε στο κραιπαλώδες 1969 και την κορύφωση του flower power κινήματος με το Woodstock κλπ. Δεν ήταν και πολύ συνηθισμένη τότε αυτή η οπτική.
Mellow Candle – “Swaddling Songs” (1972)
Σίγουρα το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεσαι στο μοναδικό album που κυκλοφόρησαν οι Ιρλανδοί Mellow Candle είναι το ταλέντο των δύο τραγουδιστριών τους: της Clondah Simonds και της Alison Williams (αργότερα O’Donnell). Ο συνδυασμός των φωνών τους είναι μοναδικός σε όλα τραγούδια, τα οποία και αποτελούν συνθέσεις των μελών τους συγκροτήματος. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στα ξεσηκωτικά “The Poet and the Witch”, “Buy or Beware” και “Boulders on My Grave”, όπου το παραδοσιακό Ιρλανδικό στοιχείο είναι πιο έντονο. Πέρα όμως από τα φωνητικά, η μουσική τους ως σύνολο ταιριάζει απόλυτα μ’αυτά και ρέει τελείως φυσικά. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί οι μουσικοί δεν μπαίνουν στη διαδικασία να τα κάνουν εξεζητημένα πράγματα. Προσέξτε το τσέμπαλο της Simonds στο τέλος του “Heaven Heath”. Το “Sheep Season” είναι η καλύτερη απόδειξη του progressive χαρακτήρα τους. Σ’αυτό μου αρέσει πολύ το ευκρινές μπάσο του Frank Boylan. Το αιθέριο “Silversong” έχει ένα ωραίο μελωδικό solo στην κιθάρα και ξανά το ηλεκτρικό μπάσο τραβάει την προσοχή. Στο “Reverend Sisters”, γραμμένο από την Simonds, τα φωνητικά συνοδεύει μόνο ένα πιάνο και είναι εμπνευσμένο από την εποχή που πήγαινε σε καθολικό σχολείο και φανταζόταν τον κόσμο πέρα από τους τοίχους του. Σ’αυτό το σχολείο γνώρισε και την Alison O’Donnell (τότε Bools) και σχημάτισαν τους Mellow Candle. Την πρώτη φορά που άκουσα το τραγούδι, χωρίς να ξέρω λεπτομέρειες για το συγκρότημα, αναρωτήθηκα αν το έχει ακούσει ο Steven Wilson, επειδή μου θύμιζε αρκετά την τεχνοτροπία του (πχ. το “Collapse the Light into Earth”). Αργότερα είδα ότι η Simonds είναι αυτή που τραγουδάει στο “Significant Other” από το “Insurgentes” album του! Δυστυχώς όταν κυκλοφόρησε το 2008 και το άκουσα, το όνομα Clondah Simonds δεν μου έλεγε κάτι. Νόμιζα ότι ήταν απλά μια άγνωστη. Το “Break Your Token” έχει γρήγορο ρυθμό και το drumming του Σκωτσέζου William Murray είναι αξιοσημείωτο. Ήταν drummer του Kevin Ayers πριν μπει στο συγκρότημα και αργότερα συνεργάστηκε με τον Mike Oldfield, όπως έκανε και η Simonds. Η οποία έγραψε το “Lonely Man” σε ηλικία 12 ετών! Έχει πιο jam-αριστό ύφος και ένα ουσιαστικό κιθαριστικό solo από τον David Williams, σύζυγο της Alison. Στην επανέκδοση σε CD του 2004, υπάρχουν ως bonus δύο τραγούδια από το 1968: το πρώτο τους single “Feelin’ High” με το b-side, “Tea with the Sun”. Και τα δύο είναι σε διαφορετικό ύφος, επηρεασμένα από τους The Mamas & the Papas. Το “Feelin High” είναι σχετικά σκοτεινό και ψυχεδελικό, και μ’αρέσει περισσότερο από το “Tea with the Sun”. Παραγωγός του “Swaddling Songs” ήταν ο Dave Hitchcock που ήταν παραγωγός στα καλύτερα albums των Camel και των Caravan. Εκείνη την εποχή είχαν τον ίδο manager με τους Thin Lizzy, τον Ted Carroll. Με τους Thin Lizzy τους ένωναν πολλά: είχαν κάνει κοινές περιοδείες, η Simonds έπαιξε τσέμπαλο και mellotron στο δεύτερο album τους, “Shades of a Blue Orphanage” (1972) και η Alison παντρεύτηκε τον David Williams, την ίδια μέρα που οι Mellow Candle άνοιξαν την συναυλία των Thin Lizzy στο Εθνικό Στάδιο του Δουβλίνου. Δυστυχώς, όταν κυκλοφόρησε το “Swaddling Songs” πέρασε απαρατήρητο, παρά τις περιοδείες με τους Genesis, Curved Air και Lindesfarne. Με τα χρόνια όμως το ανακάλυψαν αρκετοί και πλέον θεωρείται κλασικό στο progressive folk.
Junipher Greene – “Friendship” (1971)
Το να κυκλοφορεί διπλό (2 LP’s) ντεμπούτο ένα Νορβηγικό progressive rock συγκρότημα το 1971, είναι σίγουρα δείγμα αυτοπεποίθησης, αν λάβουμε υπ’όψιν και το γεγονός ότι η rock σκηνή της χώρας τους τη δεκαετία του ‘70s υπολειπόταν της αντίστοιχης Σουηδικής και Φινλανδικής. Η παραγωγή του “Friendship” είναι πολύ καθαρή, καθόλου «φορτωμένη» και η διάρκειά του κυλάει ευχάριστα. Οι συνθέσεις έχουν μεγαλή ποικιλία και δεν επαναλαμβάνονται. Αυτό που μου έκανε εντύπωση από τις πρώτες ακροάσεις είναι ο ρόλος του Hammond στην μουσική τους, το όποιο σε κάθε τραγούδι κάνει αισθητή την παρουσία του. Όσοι είστε οπαδοί του συγκεκριμένου οργάνου και των μουσικών που διέπρεψαν σ’αυτό, δεν πρόκειται να μείνετε ασυγκίνητοι. Το “Try to Understand” είναι πιασάρικο, με ισορροπία ανάμεσα στα όργανα και ένα solo από το φλάουτο. Το “Witches’ Daughter” είναι περισσότερο ρυθμικό και στο 1.22 αρχίζει ένα ωραίο κιθαριστικό solo. Το “Music for Our Children” ξεκινάει αργά με μελωδική ψυχεδέλεια à la Beatles και καλοηχογραφημένα φωνητικά. Στο 2.37 ο ρυθμός ανεβαίνει και δυο κιθάρες παίζουν ένα πολύ εθιστικό solo, με τη δεύτερη να βρίσκεται πιο «πίσω» και μην ακούγεται συνέχεια. Θα το περιέγραφα ως το “While My Guitar Gently Weeps” των Junipher Greene. Μ’αρέσουν τα drums στο βαρύ “A Spectre Is Haunting the Peninsula”. Στο “Sunrise/Sunset” φανταστείτε τους πρώιμους Deep Purple χωρίς τον Blackmore. Δεν θα έγερνε εντελώς η μουσική τους προς την πλευρά του Lord; Αυτό ακριβώς συμβαίνει και εδώ, με τον Helge Grøslie να θυμίζει υπερβολικά τον εκλιπόντα θρύλο του Hammond. Στο “Magical Garden” δύο μέλη τραγουδούν τραυτόχρονα. Το solo στην ηλεκτρική κιθάρα στο 3.34 τα σπάει! Η ιδέα για τη φυσαρμόνικα μάλλον οφείλεται στο “Roadhouse Blues” των Doors. Η βαριά σκιά των Beatles της τελευταίας περιόδου, είναι και πάλι παρούσα στο “Autumn’s Diary”, που περιέχει και ένα μη φιγουρατζίδικο solo στην κιθάρα. Στο “Maurice” αναδεικνύεται η folk πλευρά των Νορβηγών, με το φλάουτο να ορίζει το κομμάτι. Το ακούς και σκέφτεσαι το “Principe di un giorno” των αγαπημένων Celeste, που όμως ηχογραφήθηκε 5 χρόνια αργότερα! Στο μικρό σε διάρκεια “Attila’s Belly-Dance” το Hammond προσπαθεί να «μιλήσει» και προσφέρει ένα χιουμοριστικό τόνο, μέχρι να δώσει την θέση του στο “Prelude: Take the Road Across the Bridge”, το οποίο για να είμαι ειλικρινής δεν το ανέμενα τόσο funky. Χωρίς αμφιβολία, τα υπόλοιπα 20 λεπτά της δεύτερης πλευράς του δεύτερου album, είναι ό,τι πιο φιλόδοξο και ριζοσπαστικό επιχείρησε το συγκρότημα. Μαζί με τα υπόλοιπα όργανα υπάρχει κι ακουστική κιθάρα, αλλά το αγαπημένο μου σημείο είναι στο 12.00 που ξεκινάει ένα νέο κιθαριστικό solo και πριν αυτό τελειώσει, αρχίζει να σολάρει α-πί-στευ-τα το Hammond, και χάνεται σταδιακά η κιθάρα. Αυτό το solo καταλήγει σε χαοτικούς space (ή avant-garde) ήχους, για να μπουκάρει πάλι το Hammond στο 15.47, θυμίζοντας εκπληκτικά τον Vincent Crane (Atomic Rooster). Στην συνέχεια το Hammond κινείται σε πιο νορμάλ πλαίσια και η ερμηνεία των φωνητικών που κλείνει το progressive έπος, είναι άκρως συναισθηματική, ειδικά στον στίχο “through hardship and sorrow”. Να αναφέρω ότι το επαναλαμβανόμενο εφέ της μπουνιάς δεν είναι τόσο αληθοφανές όσο στο “Clara” από το αριστουργηματικό “The Drift” του Scott Walker, 35 χρόνια αργότερα. Εκεί ρίχνανε μπουνιές σε κομμάτια κρέατος στο studio, όπως βλέπουμε και στο ντοκιμαντέρ για τον Scott, “30 Century Man” (με executive producer τον David Bowie). Αν είσαι οπαδός του progressive rock, του Hammond και των καλλιτεχνών που αναφέρθηκαν (συν τους Jethro Tull), πρέπει να ακούσεις το “Friendship”.
Marco Antônio Araújo – “Lucas” (1984)
Και μόνο το γεγονός ότι σε προηγουμένο δίσκο είχε τραγούδι με τίτλο “Floydiana”, είναι αρκετό για να συμπαθήσω τον Βραζιλιάνο Marco Antônio Araújo. Αυτό είναι το τέταρτο και τελευταίο studio album, που κυκλοφόρησε ο σπουδαίος μουσικός, ο οποίος πέθανε το 1986 σε ηλικία 36 ετών. Το 16-λεπτο “Lembranças” είναι μία από τη σπουδαιότερες συνθέσεις της progressive μουσικής. Ακούγονται διάφορα μουσικά όργανα, και όχι μόνο η ακουστική κιθάρα του, που ήταν και το κύριο όργανό του. Σίγουρα, η κορυφαία στιγμή είναι μετά το 9.02 που αρχίζει και σολάρει στην ηλεκτρική κιθάρα. Η ενορχήστρωση που έγινε από τον ίδιο, είναι εκπληκτική και οι οπαδοί του απαιτητικού, αντι-τουριστικού progressive καλό θα ήταν να το ακούσουν.Το “Caipira” έχει και κι αυτό ηλεκτρική κιθάρα και drums, άλλα είναι πιο περίεργο: Μοιάζει να τελειώνει 10 φορές. Και εκεί που νομίζει ότι τελείωσε, ρίχνει άλλο ένα τέλος, κ.ο.κ . Ίσως διαφωνήσουν κάποιοι, αλλά το “Lucas” το θεωρώ ως εμπνευσμένη instrumental διασκευή του “Angels of Ashes” του τεράστιου Scott Walker. Το “Para Jimmy Page” είναι αφιερωμένο στον μεγάλο κιθαρίστα (και εξίσου μεγάλο κλέφτη). Εδώ το λάμπει το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του Araújo στην ακουστική κιθάρα. Παίζει πιο γρήγορα και σε σημεία πιο επιθετικά απ’ότι στο υπόλοιπο album, παρόλα αυτά το παίξιμό του θυμίζει περισσότερο Al Di Meola παρά Jimmy Page. Το πρώτο από τα τρία bonus tracks, είναι το “Brincadeira” με το φλάουτο να συνοδεύει την ακουστική κιθάρα και να δημιουργεί μια αρκετά βουκολική ατμόσφαιρα. Στο πρώτο μισό του μελαγχολικού “Cavaleiro” δίπλα στην ακουστική κιθάρα υπάρχει φλάουτο, και στο δεύτερο μισό, βιολί. Τα «Αααα» στο 3.45 βγάζουν ένα λυτρωτικό συναίσθημα και είναι η μοναδική φορά που ακούγονται φωνητικά οποιουδήποτε είδους στο album. Το “3rd Gymnopédie” είναι ένα εκπληκτικό -αν και θλιμμένο- κομμάτι, με το παίξιμο του Araújo να είναι εντελώς μινιμαλιστικό και να δίνει χώρο στο βιολί. Με λίγα λόγια, ο Araújo καταφέρνει να αγγίξει πολύ υψηλά επίπεδα ποιότητας τόσο με πολύπλοκες, μακροσκελείς progressive συνθέσεις, όσο και παίζοντας απλά δυο νότες. Και όλα αυτά συνέβησαν το σκοτεινό για progressive rock 1984, όταν ακόμα και οι πρωτοπόροι του ιδιώματος παίζανε disco, pop ή είχαν διαλυθεί. Αν έχετε τον χρόνο και τη διάθεση να ακούσετε κατά βάση ακουστικό instrumental progressive, θα ανταμειφθείτε.
The Gun – “The Gun” (1968)
Οι ρίζες των The Gun βρίσκονται στους The Knack (βλέπε ΥΓ.4), οι οποίοι είχαν αξιόλογη πορεία στη βρετανική underground σκηνή και είχαν εμφανιστεί αρκετές φορές στο θρυλικό UFO Club. Με την προσχώρηση του Adrian Gurvitz (κιθάρα, πραγματικό επίθετο: Curtis) και την αποχώρηση των Kenworth (μπάσο) και Mycroft (πλήκτρα), μετονομάζονται σε The Gun. Ταυτόχρονα, ο Paul Gurvitz, αδερφός του Adrian, μετακινείται στο μπάσο. Βαθιά επηρεασμένοι από τους Cream και όχι μόνο, κυκλοφορούν το 1968 το ντεμπούτο τους με εξώφυλλο από τον Roger Dean στην πρώτη του δουλειά. Το μοναδικό τους hit ήταν το εναρκτήριο “Race with the Devil” με το πωρωτικό riff και τα υπερβολικά θεατρικά γέλια. Ο Jimi Hendrix έπαιξε το riff κατά την εμφάνισή του στο Isle of Wight Festival, παρουσία του φίλου του, Adrian Gurvitz. Αργότερα το διασκεύασαν και οι Judas Priest και Girlschool. Τα πνευστά δίνουν ένα διαφορετικό χρώμα στο “The Sad Saga of the Boy and the Bee”, ενώ η δυσαρμονία που παίζει η ορχήστρα, οφείλει την ύπαρξή της στο “A Day in the Life” των Beatles. Πρώτη φορά ακούω ορχήστρα να παίζει τόσο γρήγορα! Στο instrumental “Rupert’s Travels” συναντάμε τον συνδυσμό ορχήστρας και ακουστικής κιθάρας με flamenco ηχοχρώματα, όπου ο Adrian αποδεικνύει το πολύπλευρο ταλέντο του. Το “Yellow Cab Man” έχει ένα αφηνιασμένo solo στην κιθάρα και μονότονα drums. Το “It Won’t Be Long” ξεκινάει με βαβούρα. Μετά μπαίνουν τα drums, η κιθάρα παίζει ένα απλό riff και δυο στίχοι επαναλαμβάνονται συνεχώς. Ο προφανής σκοπός τους είναι να δημιουργήσουν ένα ευκολομνημόνευτο συναυλιακό hit. Το “Sunshine” έχει πνευστά και πολύ ωραία φωνητικά και θυμίζει Δυτική Ακτή των ΗΠΑ. Ο Adrian παίζει ένα ακόμη υπέροχο, μεγάλο σε διάρκεια, solo. Τα βραχνά φωνητικά του Paul είναι σχεδόν συγκινητικά στο ανθεμικό “Rat Race”. Τα χορωδιακά δεύτερα φωνητικά είναι επίσης εξαιρετικά. Ίσως είναι το καλύτερο τραγούδι του album. Ήταν το πρώτο τραγούδι που έγραψε ο Adrian σε πιάνο. Συγκεκριμένα το έγραψε στο παλιό πιάνο της μητέρας του και όταν έκαναν το δίσκο το επέλεξαν ανάμεσα σ’ αυτά που χρησιμοποίησαν. Το άκρως ψυχεδελικό “Take Off” ξεκινάει με μια φωνή να μετράει αντίστροφα σε διάφορες γλώσσες. Μ’αρέσει ιδιαίτερα ο ήχος του μπάσου του Paul Gurvitz. Τα φωνητικά είναι «πειραγμένα» και υπάρχει και ένα μακροσκελές drum solo στη μέση. Πιστεύω αν είχε υπάρξει λίγη «κοπτοραπτική» στο τραγούδι, το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμα καλύτερο. Ελάχιστοι είχαν παίξει πιο heavy πριν από αυτούς, γι’αυτό και είναι πολύ σημαντική η σημασία αυτού του album στην ιστορία του σκληρού ήχου. Ο συνδυασμός μάλιστα ορχήστρας και fuzz-αριστής κιθάρας ήταν κάτι πρωτοποριακό για το 1968. Μετά την ακρόασή του καταλήγεις σε δύο συμπεράσματα: 1) πόσο υποτιμημένος κιθαρίστας ήταν ο Adrian Gurvitz και 2) πόσο καραγκιόζηδες είναι όσοι λένε ότι οι Black Sabbath γέννησαν τα πάντα, λες και δεν υπήρχε (πολύ) βαριά μουσική πριν απ’ αυτούς. Υπάρχει βέβαια και το ενδεχόμενο να μην το πιστεύουν, αλλά να το λένε απλά για να χαϊδέψουν αυτιά.
Samla Mammas Manna –“Måltid” (1973)
Ανάμεσα στην πρώτη φουρνιά του ένδοξου RIO (Rock In Opposition) συναντάμε και τους Σουηδούς Samla Mammas Manna. Στην μουσική τους υπάρχει τόσο πυκνή δράση που κάθε απόπειρα να περιγραφεί λεπτομερώς, είναι ατελής. Το πνεύμα του Frank Zappa είναι πανταχού παρόν και οι ψαγμένοι φίλοι της avant-garde, progressive και fusion μουσικής, θα βρουν εδώ την αντισυμβατικότητα και τον ριζοσπαστισμό που ζητούν. Οι μουσικές ικανότητές τους είναι αδιαμφισβήτητες και το περίεργο είναι ότι παίζουν έτσι χωρίς να ξέρουν να διαβάζουν νότες! Η μόνη ένσταση που μπορεί να υπάρξει από κάποιους αφορά τα φωνητικά και την αίσθηση του χιούμορ τους. Οι mellotron-λάγνοι και όχι μόνο, θα ικανοποιηθούν στο “Dundrets Fröjder” όπου χάνεται η μπάλα. Ο νέο-εισερχόμενος κιθαρίστας Coste Apetrea παίζει ένα πολύ «προχώ» solo στο 9.09. Τα απερίγραπτα φωνητικά στο “Oförutsedd F¢rlossning” είναι χαρακτηριστά της άποψης που έχουν οι SMM γι’αυτά. Ο Hollmer δείχνει ξανά το εύρος του ταλέντου του. Το “Den återupplivade Låten” το έκλεψαν από το “R.I.P. (Requiescant in Pace)” που βρίσκεται στο ντεμπούτο (1972) των Banco del Mutuo Soccorso. Η απαλλοτροίωση είναι τόσο εμφανής που σε σημεία περιμένω να μπουν τα φωνητικά του τεράστιου Francesco Di Giacomo. Πιθανότατα θα σκέφτηκαν οι SMM: «Πόσοι έχουν ακούσει τους Banco στη Σουηδία του 1973;». Η ακουστική κιθάρα κυριαρχεί στο “Folkvisa I Morse”, που έχει και μουρμουριστά φωνητικά. Μπορεί κάποιος να διακρίνει σ’αυτό τις επιρροές τους από την παραδοσιακή μουσική. Το “Tärningen” έχει Yes τεχνοτροπία και το ύφος της ηλεκτρικής κιθάρας είναι πολύ μελετημένο. Αγαπημένο πολύπλοκο δεξιοτεχνικό progressive rock. Στο πανηγυρτζίδικο“Svackorpoängen” τραγουδούν όλοι μαζί. Στα αγγλικά θα το χαρακτήριζαν “circus-like”. Το “Minareten” έχει πρώτης ποιότητας fusion χαρακτήρα και δεν δίνει πολύ χώρο για χαβαλέ. Το “Værelseds Tilbud” ξεκινάει σαν αυτοσχεδιασμός. Μ’αρέσει ο μελαγχολικός ήχος του πιάνου. Τα παρακάτω είναι bonus tracks: To “Minareten II” έχει blues εισαγωγή και το φωνητικό ξέσπασμα από το 3.05 χρωστάει σχεδόν τα πάντα στο αντίστοιχο του Damo Suzuki στο “Peking O” από το “Tago Mago” των Can (1971). Στα τελευταία του δευτερόλεπτα rock-άρουν. Το “Probably the Probably” έχει εναλλαγές στην ένταση. Στο “Samlajass 72/Lyckliga Titanic” ο Hollmer παίζει γρήγορα στο πιάνο, αλλά προσωπικά μου έκανε εντύπωση το jazz drumming του Hasse Bruniusson (αργότερα στους Flower Kings) παρά την κακή ποιότητα ηχογράφησης. Το “Karlek Tralala 73/Drumfailure Opera 75” δυστυχώς υπάρχει στην έκδοση που έχω. Στις περισσότερες δεν ύπαρχει. Οι SMM κάνουν κατά κάποιον τρόπο stand-up comedy. Απευθύνονται στο κοινό, λένε το «λα-λα» σε διάφορους τόνους, κάνουν κάποια οπερετικά φωνητικά και στο 3.30 για λίγα δευτερόλεπτα ένας τραγουδάει ακριβώς σαν το “Lieber Honig” από το ντεμπούτο των NEU! (1972). Το κομμάτι δεν μου φάνηκε ιδιαίτερα αστείο, αν και δεν γνωρίζω την μητρική τους. Από Σουηδικά ξέρω μόνο το «για έλσκαρ ντέι» (“jag älskar dig”). Πώς να μην είσαι μετά εναντίον των επιπλέον κομματιών στα albums;
Sunbirds – “Sunbirds” (1971)
Το πρώτο πράγμα που διάβασα εντελώς τυχαία γι’αυτούς, περιέγραφε τι μουσική τους ως «βαθιά σαν τους Mahavishnu Orchestra, spacey σαν το “Bitches Brew” (του Miles Davis) και σκυθρωπή σαν τους Goblin». Αυτό ήταν. Επειδή είμαι πάρα πολύ περίεργος άνθρωπος, άρχισα κατευθείαν να ψάχνω το album στα zip-άδικα. Με επίκεντρο τον Γερμανό jazz drummer, Klaus Weiss (επίσης στους Niagara) και έδρα το Μόναχο αυτό το πολυεθνικό jazz fusion συγκρότημα κυκλοφόρησε το πρώτο του album το 1971. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Αυστριακός πιανίστας Fritz Pauer παρουσίασε κάποιες συνθέσεις του στον Weiss, ο οποίος ενθουσιάστηκε και αποφάσισαν να τις ηχογραφήσουν με ένα καινούργιο συγκρότημα. Τα υπόλοιπα μέλη είναι ο Βέλγος κιθαρίστας Philip Catherine, γνωστός από τις μετέπειτα συνεργασίες του με τους Larry Coryell και Chet Baker, ο σπουδαίος Αμερικανός μπασίστας Jimmy Woode (Duke Ellington, Charlie Parker, Miles Davis) και ο Ολλανδός Ferdinand Povel στο φλάουτο. Αξιοσημείωτο είναι ότι το album ηχογραφήθηκε σε μια μόνο μέρα (24/8/1971) στα Union Studios του Μονάχου με μηχανικό ήχου τον Reinhold Mack, αργότερα παραγωγό των Queen και των Black Sabbath στο “Dehumanizer”. Επειδή τα περισσότερα τραγούδια είναι γραμμένα σε Μι ματζόρε ή Μι μινόρε και η Μι αποκαλείται «νότα του ήλιου» στον εσωτερισμό, γι’αυτό υπάρχουν τίτλοι όπως “Sunrise”, “Spanish Sun”, “Sunshine” και “Sunbirds”. Παρότι και οι 5 μουσικοί είναι άριστοι ο καθένας στο όργανό του, πιστεύω ότι ο πιανίστας Fritz Pauer είναι ο κορυφαίος του album. Το βαρύ, spacey “Sunrise” ξαφνιάζει ευχάριστα. Το “Spanish Sun” ξεκινάει μελαγχολικά με φλάουτο και μπάσο αλλά στην συνέχεια το Hohner Electra πιάνο του Pauer κλέβει την παράσταση. Σε σημεία, σε πιάνει νευρικό γέλιο από την τελειότητα του τραγουδιού. Προσέξτε από το 5.15 του “Sunbirds” τον όξινο ήχο της κιθάρας του Katherine. Στο πιο χαλαρό “Blues for D.S” που αποτελεί σύνθεση του βετεράνου μπασίστα Jimmy Woode, κυριαρχεί το φλάουτο. Στην επανέκδοση σε CD από την Garden of Delights εκτός από το πολύ χρήσιμο booklet, υπάρχουν δύο επιπλέον τραγούδια. Στο 10-λεπτο “Dreams” αισθάνεσαι μια υφέρπουσα απειλή. Το τραγούδι είναι σύνθεση και των 5 μελών και απλά δεν χωρούσε στην έκδοση σε βινύλιο. Το εθιστικό “Fire Dance” δεν κατανοώ γιατί απορρίφθηκε και ηχογραφήθηκε ξανά για το δεύτερο album τους, “Zagara” (1972). Ο Philip Catherine παίζει σ’αυτό ένα απίστευτο solo στην κιθάρα! Οι φίλοι των Embryo είμαι σίγουρος ότι θα εκτιμήσουν αυτό το album. Δισκάρα!
Andromeda – “Andromeda” (1969)
Οι Andromeda ήταν ένα νέο power trio συγκρότημα όταν ο John Peel τους προσκάλεσε να ηχογραφήσουν στις 29 Οκτωβρίου 1968 για την ραδιοφωνική εκπομπή του στο BBC Radio One. Ήταν τόσο ενθουσιασμένος με την μουσική τους που θα ήταν οι πρώτοι που θα κυκλοφορούσαν album για την δισκογράφικη του εταιρία, Dandelion Records. Δυστυχώς άλλαξε ξαφνικά γνώμη και αποφάσισε ότι δεν του αρέσουν. Τελικά οι Andromeda υπέγραψαν με την RCA που κυκλοφόρησε το ντεμπούτο τους. Με πρόθεση να παίξουν επιθετικά και επηρεασμένοι από τους Cream και την δυναμική των Spirit στα live τους (βλέπε ΥΓ.5), η μουσική τους είναι heavy psych με πρώιμες progressive και κλασσικές επιρροές. Μην ξεχνάτε ότι βρισκόμαστε στο κραιπαλώδες έτος 1969: Τον Οκτώβριο οι King Crimson κυκλοφορούν το “In the Court of the Crimson King” album, οι Black Sabbath δεν έχουν ακόμα δισκογραφική παρουσία, και ο τρόπος που σολάρει ο τεράστιος John Du Cann (όπως και ο Alvin Lee) θα περάσουν πολλά χρόνια για να χαρακτηριστεί “shredding”. Είναι γεγονός ότι ο Du Cann (αργότερα Atomic Rooster, Hard Stuff) σε όλα του τα συγκροτήματα μ’αρέσει περισσότερο ως κιθαρίστας παρά ως τραγουδιστής. Η βαρύτητα του “Too Old” καθιστά σαφές στον ακροατή το ύφος των Andromeda και κλείνει με την κιθάρα να γκαζώνει. Το ογκώδες μπάσο του υποτιμημένου Mick Hawksworth (αργότερα Fuzzy Duck, Jimmy McCulloch, Alvin Lee & Ten Years Later) ξεχωρίζει στο “Day of the Change”. Το ανάλαφρο “Now the Sun Shines” δεν ταιριάζει καθόλου με τα υπόλοιπα τραγούδια. Κάθε φορά που το ακούω έρχεται στο νου μου το εξώφυλλο του μεταγενέστερου “Love Beach” (1978) των Emerson, Lake & Palmer. Το σημείο στο 1.50 του “Turns to Dust” το απαλλοτρίωσαν αγέρωχα οι Rush για την εισαγωγή του “Xanadu” (1977). Στο 5.21 o σπουδαίος Du Cann παίζει ένα φρενήρες solo. Μόνο τα δεύτερα φωνητικά με χαλάνε σ’αυτή την τραγουδάρα. Η αρχή του “Return to Sanity” είναι σαφής παραλλαγή στο “Mars, the Bringer of War” του Holst, με εμβατηριακά drums και στην συνέχεια ένα καταιγιστικό κιθαριστικό solo. Το “The Reason” που αποτελεί σύνθεση του Hawksworth, αν και έχει αδύναμα φωνητικά, κοπανάει αβασάνιστα. Το μελωδικό “I Can Stop the Sun” ουσιαστικά προλογίζει το “When to Stop”, που χωρίζεται σε τρία μέρη και δείχνει το progressive πνεύμα τους. Σύμφωνα με τον Hawksworth, είναι το απόλυτο κομμάτι του συγκροτήματος. Ένα κιθαριστικό solo αρχίζει στο 3.45 και για ενάμιση λεπτό προσφέρει απίστευτη πώρωση, ξεπερνώντας άνετα το όριο όπου το hard γίνεται heavy. Ταυτοχρόνως, το μπάσο είναι ακόμα πιο πωρωτικό. Και ξαφνικά μόλις τελειώνει το solo, μπαίνει ακουστική κιθάρα που παίζει μια παραλλαγή στο “Adagio” από το “Concierto de Aranjuez” του Joaquín Rodrigo. Τα παρακάτω είναι bonus tracks: το “Go Your Way” κυκλοφόρησε ως single το 1969 και η μουσική του θυμίζει πολύ το αγαπημένο “Night of Fear” (1966) των The Move, που με την σειρά του είναι «δανεισμένο» από το “1812 Overture” του Tchaikovsky. Βασικά, αυτό που το διαφοροποιεί τους Andromeda είναι μια (Ιρλανδική;) folk μελωδία. Το “Keep Out ‘Cos I’m Dying” που βρισκόταν στη δεύτερη πλευρά του single, είναι επηρεασμένο από τους Doors και έχει ένα ακόμα εντυπωσιακό solo. Τα φωνητικά του “Garden of Happiness” είναι αρκετά pop, αλλά η κακή ηχογράφηση και το ξερό μπάσο, προσθέτουν ένα είδος νοσηρότητας. Το πολύ καλό “Exodus” είναι instrumental και μοιάζει με διασκευή σε ένα φανταστικό κινηματογραφικό μουσικό θέμα. Είναι κρίμα που παρέμεινε ακυκλοφόρητο για 25 χρόνια. Το “Journey’s End” είναι το τρίτο μέρος του “When to Stop” (αυτό με την flamenco κιθάρα) και εδώ προσφέρεται σε διαφορετική μίξη. To “Let’s All Watch the Sky Fall Down” έχει fuzz-αριστή κιθάρα και εξαιρετικά Bevan-ικά drums από τον Ian McLane. Το “Darkness of Her Room” «πατάει» αρκετά στο “With a Little Help from My Friends” στην εκτέλεση του Joe Cocker. Το “See Into The Stars” πρόκειται για ένα blues jam-άρισμα και ο Du Cann παίζει ένα μακροσκελές solo. Φαντάζομαι ότι κάπως έτσι θα ακούγονταν και τα –κατά πλειοψηφία χαμένα- jam-αρίσματα του Frank Marino (Mahogany Rush) με τον Steve Marriott (Small Faces, Humble Pie). Δυστυχώς, οι Andromeda δεν κυκλoφόρησαν άλλο album, επειδή ο Du Cann εντάχτηκε στους Atomic Rooster. Γι’αυτό και τα επιπλέον τραγούδια της επανακυκλοφορίας, έχουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Αν θέλετε να ακούσετε πραγματικά βαριά ψυχεδέλεια ηχογραφημένη το 1969, το ντεμπούτο των Andromeda είναι ιδανική περίπτωση. Φυσικά, οι Black Sabbath δεν δημιούργησαν τα πάντα, όπως ισχυρίζονται κάποιοι έγκριτοι λόγω ημιμάθειας ή για να χαϊδέψουν αυτιά. Υπήρχε πολύ-πολύ βαριά μουσική πριν απ’ αυτούς (Cream, The Gun, Blue Cheer, Andromeda, High Tide, από τραγούδια το “You Really Got Me” των Kinks, το “Helter Skelter” των Beatles, το “The Nile Song” των Pink Floyd κ.ά).
ΥΓ.1: Επειδή έχω αλλεργία στις λίστες, για να διασφαλιστεί η τυχαία σειρά παρουσίασης στο παρόν άρθρο έκανα το εξής: Αρίθμησα τα albums με την σειρά που τα έγραψα στο word, έφτιαξα χαρτάκια με το νούμερο που αντιστοιχεί στο κάθε album, πέταξα τα χαρτάκια σε ένα καπέλο, τα ανακάτεψα, και τράβαγα ένα-ένα χαρτάκι. Τη σειρά με την οποία βγήκαν τα χαρτάκια τη βλέπετε. Δεν είναι δική μου ιδέα, το ίδιο είχε κάνει και ο Thom Yorke με στίχους για το “Kid A” album των Radiohead.
ΥΓ.2: Ta albums των Blocco Mentale, Jan Dukes de Grey και Sunbirds είχαν αναφερθεί σε προηγούμενα αφιερώματά μου για το Ιταλικό progressive rock , το Βρετανικό folk και το krautrock αντίστοιχα. Στο παρόν αφιέρωμα συμπεριλαμβάνονται γιατί το αξίζουν.
ΥΓ.3: Τυπικό δείγμα “baroque pop” θεωρείται το “Eleanor Rigby” των Beatles. Ποτέ δεν μ’άρεσε ως σύνθεση. Η παραγωγή του George Martin, με τον οποίο είχα την τιμή να μιλήσω, είναι φυσικά άψογη. Θα συμφωνήσω για μία ακόμη φορά με τον τεράστιο Ray Davies των Kinks που έγραψε: «μοιάζει σαν το έγραψαν για να ικανοποιήσουν τους δασκάλους μουσικής του δημοτικού σχολείου. Μπορώ να φανταστώ τον John να λέει: “Πρόκειται να το γράψω αυτό για την παλιά μου δασκάλα”». Το τραγούδι είναι σύνθεση του Paul McCartney. Πάρα πολύς κόσμος –ακόμα και ο Ray Davies- έβλεπαν το “Lennon/McCartney” στα credits και νόμιζαν ότι τα τραγούδια τα έγραφαν μαζί.
ΥΓ.4: Σε μία συναυλία στο Speakeasy Club του Λονδίνου οι The Knack (φωτό) έπαιξαν το “A Day in the Life” ενώ στο κοινό βρίσκονταν οι John Lennon και George Harrison των Beatles. Όταν το τελείωσαν, τα δύο μέλη των Beatles κέρασαν το συγκρότημα ένα γύρο ποτά, με τον John Lennon να εξομολογείται ότι οι Beatles δεν θα μπορούσαν να το παίξουν τόσο καλά live! Ο John Lennon σύχναζε στο Speakeasy και το “A Day in the Life” βρισκόταν τακτικά στο setlist των The Knack. Ο John Lennon καθόταν για ένα ποτό, τους περίμενε μέχρι να το παίξουν και αφού το έπαιζαν, έφευγε και πήγαινε αλλού για φαγητό.
ΥΓ.5: i) Ο Hawksworth λέει σε συνέντευξή του: «Έχεις δει τους Spirit live; Έκαναν τους Who να μοιάζουν με ηλίθιους. Και όλοι ξέρουμε πόσο καλοί ήταν οι Who. Ήταν εξαιρετικοί, απόλυτα εξαιρετικοί». ii) Οι αγαπητοί στους κυνηγούς σπάνιων albums της εποχής, Fuzzy Duck μοιράζονταν τον ίδιο manager με τον Tom Jones (!!!), τον Gordon Mills. iii) Να αναφέρω και μια ιστορία: Όταν ο Hawksworth μετά τους Fuzzy Duck ήταν στο συγκρότημα του Jimmy McCulloch (Wings –κιθάρα), έκαναν μια Αμερικάνικη περιοδεία με τους Mountain. Κάποια στιγμή, η κιθάρα του McCulloch εκλάπη και ο Keith Richards του δάνεισε μια παλιά Les Paul. Ο Leslie West που δεν γνώριζε ότι η κιθάρα ήταν δανεική, κάθε βράδυ πήγαινε στο καμαρίνι του συγκοτήματος του McCulloch και του έλεγε: «Jimmy, θα σου δώσω 1000 δολάρια γι’αυτή την κιθάρα». iv) Η φωτογραφία στην εισαγωγή του αφιερώματος ανήκει στους Andromeda.