Τάσος Μπουγάς: ”Έβγαλα λεφτά, έφαγα λεφτά, έπαιξα λεφτά, έχασα λεφτά, αλλά αυτή τη στιγμή είμαι καλά.”

Μια αποκαλυπτική συνέντευξη στην Άννα Τσιάλτα και το bizznews που μόνο Έλα στον παππού μπορεί να σας πει !!!


Είναι ο πλανητάρχης. Είναι αυτός ο ασυμβίβαστος άνθρωπος που τα έχει κάνει όλα στην ζωή του και τα λέει χύμα.

Ο Τάσος Μπουγάς μιλάει για όλα όσα τον έκαναν να πονέσει να αγαπήσει, να κλάψει, να τραγουδήσει, αλλά και τα όνειρα που του στέρησαν πρώτα ο στρατός και μετά η φυλακή!! Μια αποκαλυπτική συνέντευξη που μόνο Έλα στον παππού μπορεί να σας πει !!!

Ας  ξεκινήσουμε από τα παλιά χρόνια..

Στη ζωή μου, από μικρό παιδί, ο πατέρας μου με έπαιρνε στο χωριό, κάναμε τραπέζια και με βάζανε να τραγουδώ. Τότε με λέγανε Τάση.

Από πού στην Πελοπόννησο;

Άγιοι τόποι. Θα σου πω μια ιστορία. Όταν πήγα στρατιώτης, με ρωτούσαν από πού είμαι. Όταν τους έλεγα, κάνανε τον σταυρό τους. Για να κάνουν τον σταυρό τους σκέφτηκα, είμαστε άγιοι. Είμαι από τον Πύργο Ηλείας.

Πόσων χρονών τραγούδησες;

Δεκάξι. Τραγούδησα κι αντί να πω ένα τραγούδι, είπα δέκα. Την επόμενη βδομάδα έκανα ζωντανές ραδιοφωνικές εκπομπές, γιατί τότε ο Πύργος είχε ραδιοφωνικό σταθμό που ακουγόταν μέχρι το Σουφλί. Μαθεύτηκα πολύ κάτω και είπα θα σηκωθώ να φύγω. Είχα κάποιον ξάδελφο που έμενε Αθήνα και τον έβαλα να μάθει πότε ακούγανε νέες φωνές.

Και κατεβήκατε Αθήνα;

Ναι. Και κάνω οντισιόν στην Οντεόν Παρλοφόν. Από τις μεγαλύτερες εταιρείες εκείνη την εποχή, ήταν η Κολούμπια και η Οντεόν Παρλοφόν. Την είχε ο Μίνος Μάτσας και υιός. Στην οντισιόν ήμασταν 27 άτομα. Δεν προλάβαινε ο καθένας να πει λίγο από το τραγούδι του και τον κόβανε. Ντρεπότανε, φοβότανε, έτρεμε η φωνή του. Εγώ, δεν ξέρω, δεν είχα τέτοιο τρακ. Μόλις είπα και το δεύτερο κουπλέ, μπαίνει μέσα ο μαέστρος μαζί με τον γέρο Μάτσα και μου λένε «Μικρέ, μπορείς να μας το ξαναπείς αυτό το τραγούδι;» Ένα τραγούδι του Καζαντζίδη. Το είπα με μεγαλύτερη άνεση και μου είπαν «Εσύ θα μείνεις μαζί μας και θα φύγουμε παρέα». Δεν πήρανε κανέναν άλλον από τους 27.

Τότε δεν υπήρχαν πολλές φωνές. Καζαντζίδης, ο Διονυσίου μόλις είχε αρχίσει, ο Αγγελόπουλος και πέντε ή έξι άλλοι. Ζαγοραίος και Περπινιάδης.

Έχετε συνεργαστεί μαζί τους;

Αργότερα ναι. Με τον Αγγελόπουλο, τον Περπινιάδη και τον Ζαγοραίο. Με τον Καζαντζίδη όχι, γιατί σταμάτησε να τραγουδάει. Είχαμε γνωριστεί μόνο. Είπα δυο τραγούδια που κάνανε τεράστια επιτυχία και τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση.

Τι αλλάζει στην καριέρα σου και σε κάνει να μείνεις πίσω;

Ήρθε ο στρατός. Πήγα στα Γιάννενα και στο ΚΑΨΙΜΙ υπήρχαν στο τζουμπόξ εφτά δικοί μου δίσκοι. Η σκοποβολή μου έκανε τότε μεγάλη ζημιά. Κάνανε σκοποβολή και τις έριχνα όλες τις βολές κέντρο. Μου δώσανε τιμητική. Κατεβαίνω Αθήνα, με φωνάζει η εταιρεία και ξάνω πρόβα ένα τραγούδι που δεν είπα ποτέ και ούτε θα το πω. Έγινε τεράστια επιτυχία με τον Πέτρο Αναγνωστάκη, γιατί δεν μου έδωσε άδεια ο τότε λοχαγός. Μετά μου πήγε στραβά. Την κοπάνησα και με γύρισαν από το Ρίο-Αντίρριο. Με κουρέψανε και με κλείσανε στο πειθαρχείο.

Επαναστάτης χαρακτήρας; Ή ήθελες να κάνεις το όνειρο;

Το όνειρο αλλά δεν με άφησε ο λοχαγός.

Μπορεί και να μη ζει τώρα.

Ζει δε ζει, ότι έλεγα τότε, τα λέω και τώρα. Δεν είμαι κακός άνθρωπος, αλλά έχω πει σκατά στον τάφο του.

Μένω δέκα μήνες στο Σουφλί, κοντά με στείλανε και μετά τους δέκα μήνες με κατεβάζουν για ένα μήνα Θεσσαλονίκη και από κει με στέλνουν ένα χρόνο Κύπρο.

Άρα πήγε λίγο ανάποδα η καριέρα.

Ναι, γιατί δεν ήταν όπως τώρα που πάνε στρατιώτες και το βράδυ βγαίνουν και τραγουδάνε. Το μόνο καλό ήταν που αυτόν τον χρόνο στην Κύπρο, ο διοικητής μου με άφηνε και τραγουδούσα στο μεγαλύτερο κέντρο μέσα στην Λευκωσία. Αλλά με φώναζε σε χορούς που είχε αυτός κι έλεγε «Αυτός είναι δικός μας»

Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να χαθεί η δισκογραφική καριέρα;

Όλη. Ήταν μεγάλο το διάστημα που έλειπα. 18 Ιουλίου έφυγα από την Ελλάδα και γύρισα την ίδια μέρα τον επόμενο χρόνο. Μετά ξανάρχισα από την αρχή. Κάναμε ένα τουρνέ με άλλους καλλιτέχνες.Μετά μου τύχανε κι άλλα προβλήματα. Κατασχέσανε την περιουσία του πατέρα μου. Αντί να δουλέψω στην Αθήνα, πήγα κάτω και ξεχρέωσα τα χρέη του πατέρα μου.

Φτωχή οικογένεια;

Ο πατέρας μου είχε ένα μπακάλικο, αλλά τα έχασε όλα. Ξαναγύρισα Αθήνα μετά από 2-2.5 χρόνια. Είχα γνωστούς που γράφανε τραγούδια και πιστεύανε σε μένα.

Πάνω απ’ όλα πιστεύατε εσείς στον εαυτό σας.

Πάρα πολύ. Όσο δεν βάζει το μυαλό σου και δεν ήταν τυχαίο. Σαν μικρός τραγουδιστής, στα 16,17, δούλεψα με τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο και τον Στράτο Παγιουμτζή. Μου είπε να πάρω ένα κασετόφωνο και να λέω ένα τραγούδι φωναχτά όπως φώναζα στο μικρόφωνο κι ένα τραγούδι σιγά. Μετά μου είπε να τα ακούσω. Το μυστικό είναι ότι όταν κρατάς το μικρόφωνο και φωνάζεις, η φωνή χτυπάει πάνω, αλλά σκορπάει. Κι αντί να βγει όγκος, βγαίνει τόσο πράμα. Ενώ όταν το κάνεις αντίθετα, βγαίνει σωστά. Έκανα εφτά με οκτώ μήνες πεντάωρη, καθημερινή  εξάσκηση. Όταν τα κατάφερα, ο Στράτος μου είπε «Δεν σε φοβάμαι». Μου έμαθε κι ένα ακόμα μυστικό. Να μην τραγουδάς για την πάρτη σου αλλά για την Άννα, τον Κώστα, τον Γιάννη που έρχονται να σε ακούσουν. Αυτό το μυστικό το είπα σε δυο τρεις τραγουδιστές που πίστεψα για φίλους, αλλά δεν το έκαναν. Όσοι το κάνανε, κέρδισαν, προχώρησαν.

Τώρα που σας σταματάνε στον δρόμο τι σας λένε; Σας μιλάει ο κόσμος;

Πάρα πολύ. Μου λένε «Να βγάλουμε μια φωτογραφία;» «Μία όχι, δεν θέλω. Αν θέλετε δύο, ναι». Εκεί με αγκαλιάζουνε. Πηγαίνουν σε άλλους και αρνούνται γιατί πίνουν τον καφέ τους. Έρχονται και παιδάκια. Πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ και μου φωνάζει οκτώ χρονών παιδάκι «Έλα στον παππού». Μου αρέσει αυτό.

Απλός και προσιτός.

Πάντα ήμουν απλός. Ποτέ δεν το έκανα αγγαρεία και πάντα πρόσεχα τη δουλειά μου, κοίταγα να περάσει καλά ο πελάτης. Γνώρισα πολλούς τραγουδιστές που βγαίνανε πριν ή μετά από μένα και τραγουδούσαν για την πάρτη τους. Τους έλεγα πως για την πάρτη μου τραγουδάω όταν είμαι μόνος σπίτι μου. Στο μαγαζί τραγουδώ για να ευχαριστηθεί ο κόσμος. Με το μπάσιμο που κάνω σε κάθε μαγαζί, πηγαίνω και χαιρετάω τον κόσμο. Ρωτάω «Τι κάνεις ρε Άννα;» και μου λέει «Καλά είμαι ρε Τάσο. Να, τσακώθηκα με τον άντρα μου ή με τον φίλο μου». Εκείνη την ώρα θα κλέβεις, θα βρεις ένα τραγούδι για την Άννα.

Βγάλατε λεφτά;

Έβγαλα λεφτά, έφαγα λεφτά, έπαιξα λεφτά, έχασα λεφτά, αλλά αυτή τη στιγμή είμαι καλά.

Μετανιώσατε;

Όχι.

Έχετε κάνει λάθη;

Ε βέβαια. Θα μου πεις, αν ξαναγεννιόμουν, θα τα ξανάκανα; Δεν ξέρω. Όπως τύχαινε η πορεία, θα χειριζόμουν το κάθε τι.

Πάθη;

Δεν έχω υπερβολικά πάθη. Την μεγαλύτερή μου αγάπη, την έκανα επάγγελμα. Αυτό είναι το πάθος μου. Κι ένα πράγμα δεν είπα ποτέ, όπως άκουσα πολλούς άντρες και γυναίκες να λένε. «Βαριέμαι να πάρω το μικρόφωνο»

Το γουστάρατε πάντα;

Ναι και το γουστάρω. Κι όσο θα βγαίνω να τραγουδάω, έτσι θα κάνω. Δεν το έκανα ποτέ αγγαρεία. Ούτε ένα βράδυ.

Τώρα με την κρίση; Πώς αντιμετωπίζετε την κατάσταση; Γιατί είστε ένας άνθρωπος που έχει ζήσει την χλιδή, τα μπουζούκια εφτά μέρες με μια μέρα ρεπό, τα λουλούδια, τα πιάτα το αποκορύφωμα.

Πρέπει να συμβιβάζεσαι με τις καταστάσεις. Κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, έχω δουλειές. Σε μικρό μαγαζί που δεν μπορεί να με πληρώσει, δεν πηγαίνω. Δεν θα πάω ποτέ. Το είπα στον εαυτό μου, γιατί δόξα τω Θεώ, έχω να την βγάλω σήμερα. Για αύριο, βλέπουμε. Δεν ζητάω αυτά που ζητούσα πριν από μια διετία ή τριετία. Δεν ζητάω ούτε καν τα μισά αλλά το ένα τρίτο. Σε κλαμπάκι δεν πάω. Δεν τραγουδώ σε εκατό άτομα.

Κάνετε επιλογή σε μαγαζί.

Μόνο σε μαγαζί. Αν είναι μεγάλο το μαγαζί θα πάω και θα τα βρω στο μεροκάματο Δεν μ’ ενδιαφέρει. Του λέω ένα ποσό, κι αν δεν τα βγάλει, δεν με πληρώνει. Ξέρω τι ζητάω, δεν είμαι παράλογος.

Σχολιάζετε την πολιτική κατάσταση της χώρας;

Ποτέ. Τι να πω; Τα έχουν πει τόσοι και τόσοι. Το μόνο που θα πω είναι πως αυτοί που πίστεψε ο κόσμος, ανάμεσά τους κι εγώ, γιατί τους ψήφισα, φάνηκαν οι πιο ψεύτες από όσους πέρασαν από τη Βουλή και γενικά από την Ελλάδα. Δεν θα έπρεπε να είναι καν εδώ.

Πάμε στο κομμάτι γυναίκες;

Μου άρεσαν και μου αρέσουν. Κάθε ωραία γυναίκα μου αρέσει. Τι φταίει; Δεν ξέρω. Το μυαλό μου; Τα μάτια μου;

Αν και δεν βλέπω καλά και γι’ αυτό φοράω γυαλιά.

Φάγατε κυνήγι από γυναίκες;

Να με κυνηγάνε τα πρωινά γιατί δεν πήγα μαζί τους και πήγα με άλλες, ναι. Πολλές φορές.

Γυναίκες μόνο εμφανισιακά ή μυαλό; Ή ψάχνατε και τα δύο;

Το μυαλό είναι δύσκολο να το βρεις. Πού να ξέρω τι μυαλό κουβαλάει η καθεμιά; Μπορεί να σου μιλάει ωραία και από μυαλό να είναι τίποτα.

Έχετε κάνει πολλούς γάμους.

  1. Δύο στην Ελλάδα και από τον δεύτερο θρησκευτικό γάμο έχω τον γιο μου.

Έχει ξεκαθαριστεί με τον Μηδενιστή αν είναι γιό σας;

Του ζήτησα να με πάρει τηλέφωνο να βρεθούμε, αλλά δεν με πήρε. Είναι πάνω από ένα χρόνο που έγινε αυτό. Του είπα «Δεν είναι ωραίο πράγμα να βγαίνεις και να λες ότι είσαι γιος μου, ενώ δεν είσαι. Δεν θυμάμαι να ήρθε κάποια γυναίκα και να μου είπε Τάσο ή Μπουγά, αυτός είναι ο γιος σου».

Αποκτήσατε μόνο ένα παιδί στη ζωή σας;

Ναι.

Δεν θέλατε παιδιά;

Ήθελα. Με εκείνη τη γυναίκα ήθελα. Αλλά χωρίσαμε, τον πήρα και τον μεγάλωσα εγώ τον γιο μου. Τον πήρα Γερμανία και τον γνώρισε από τα δυόμισι που τον πήρα, στα δεκατριάμισι.

Δεν ήθελε ή ήταν δική σας επιλογή;

Δεν ήθελε, τον πήρα κι εγώ κι έφυγα.  Η γυναίκα μου έδερνε το παιδί πάρα πολύ και δεν το ήθελα αυτό. Του έμαθα να ζητάει πράγματα που μπορώ να του τα δώσω. Είχα σε ένα τραπεζάκι χρήματα. Από μια δραχμή μέχρι 100.000. Του έλεγα «Αυτά μπορεί να τα χρωστάω κάπου. Μην πειράξεις τίποτα. Θα μου ζητήσεις. Κι αν έχω, θα σου δώσω». Δόξα τω Θεώ είμαι μια χαρά με τον γιο μου.

Τι δουλειά κάνει;     

Ψυχίατρος και ψυχολόγος.

Ναι και κάνει σεμινάρια. Δεν ασχολείται σαν ψυχίατρος, γιατί δεν του αρέσει να δίνει χάπια σε κανέναν. Κάποτε δούλευε σε έναν φιρμάτο, δεν θέλω να πω όνομα και τους δίνανε χάπια για να ηρεμήσουν και να τους περάσει η μαστούρα.

Με το ίντερνετ ασχολείστε; Είναι μια πολύ καλή διαφήμιση για σας. Γιατί δεν το χειρίζεστε;

Όχι. Ασχολούνται άλλοι για μένα.

Να διαφημίζω τον Μπουγά; Όχι. Προτιμώ να με διαφημίζουν άλλοι. Με αυτά που λέω κι αυτά που κάνω. Αν διαφήμιζα τον εαυτό μου, σήμερα θα γνωριζόμασταν εμείς οι δύο; Αν τα έλεγα για μένα, τι θα ερχόσουν να κάνεις; Και μου αρέσουν οι γνωριμίες. You know;

Αυτό το αγγλικό-ελληνικό με τρελαίνει! Είναι συνήθεια;

Ναι.

Έχω κάνει Αμερική, Καναδά. Αυστραλία έχω πάει πάνω από 25 φορές.

Πάντα για δουλειά. Εκεί παντρεύτηκα όλες τις φορές. Παντρεύτηκα για να παραμείνω. Να μην έχω ανάγκη το αφεντικό. Γιατί αν ζητούσα μερικά δολάρια παραπάνω, θα μου έλεγε να γυρίσω στην Ελλάδα.

Οπότε κάναμε έναν γάμο και ήμασταν κομπλέ.

Ναι, νόμιμος και δεν τον είχα ανάγκη.

Το θέμα που συζητήθηκε πολύ τα τελευταία χρόνια και στις τελευταίες σας συνεντεύξεις, ήταν το θέμα που σας μπλέξανε σε μια περίεργη ιστορία.

Δεν ντρέπομαι να το πω, γιατί δεν ήμουν μπλεγμένος. Δεν έγινε δικαστήριο για μένα. Με κλείσανε μέσα τα κανάλια, γιατί θέλανε κάποιον να κλείσουν. Με βγάλανε έξω ομόφωνα, χωρίς δίκη. Είχα μπλέξει με μια γυναίκα που γνώρισα στα μπουζούκια. Δεν ήταν λάθος που ήμασταν μαζί, αλλά ήξερα από την αρχή τι έκανε. Είχε και μια καφετέρια και κάθε βράδυ έκανε λογαριασμούς. Γκρέμιζε ένα μαγαζί στην Αθήνα. Ερχόταν κάθε βράδυ.

Γκρέμιζε το μαγαζί για πάρτη σας;

Έσπαγε πιάτα, έριχνε λουλούδια κι έφευγε, γιατί δεν της μίλαγα. Δεν την ήξερα. Έλεγε στο αφεντικό «Αυτός γιατί δεν μας μιλάει;». Εκείνος της έλεγε «Πάει στις παρέες, αλλά εσείς δεν τον φωνάξατε». Αν δεν με φωνάξει μια παρέα, δεν πάω. Γιατί να πάω; Να πούνε πως πάω να τους φάω τη γυναίκα;

Έχετε αρχές.

Και τις έχω κρατήσει. Κάποια στιγμή λοιπόν αυτή με φώναξε και ρώτησε τι έχω να κάνω μετά τη δουλειά. Μετά τη δουλειά πηγαίνω και πίνω ουίσκι κι εκείνη ήθελε να πάμε να φάμε. Της είπα πως μετά θα πάω να την βρω με γυναίκα, δεν πήγαινα για φαγητό. Γιατί αν έτρωγα και πρηζόμουν, τι θα έκανα μετά; Είπε πως θα με περίμενε και μου έδωσε ραντεβού στην Αθήνα. Δεν πήγα. Αυτό το είχα πάντα. Στο πρώτο ραντεβού δεν πήγαινα ποτέ. Και την άλλη μέρα ήταν από νωρίς στο μαγαζί. Πήγα με γυναίκες επώνυμες, μανεκέν, την πρώτη μέρα τις έστηνα. Κι αν δεν ερχόταν την επόμενη μέρα, ερχόταν την μεθεπόμενη. Γιατί το κράταγε μια μέρα. Έτσι έμπλεξα μ’ αυτήν. Έχουν περάσει χρόνια από τότε. Πέρασαν 40-45 μέρες, κι έμαθα πως αυτή η γυναίκα έχει κι άλλη δουλειά. Μου το είπε ένας φίλος από το Χαιδάρι. Δεν το πίστεψα. Μου είπε όμως πως πίσω από την καφετέρια είχε αυτό το πράγμα. Δεν πήγαινε αυτή, αλλά είχε γυναίκα. Κι είχε κι αλλού. Δεν μπορούσα να το ψάξω, γιατί δεν ξέρεις πώς την είχαν όλοι. Γιατί μοίραζε αβέρτα λεφτά. Τελικά το μαθαίνω.

Και τελικά τι γίνετε και μπλέκεται μαζί της;

Έρχεται κάποιος και με θέλει να πάω στο Τορόντο, στον Καναδά. Κανονίζω να πάω. Της είπα να το διαλύσουμε γιατί δεν μου το είχε πει, κι εκείνη το αρνήθηκε πως είχε κάτι τέτοιο. Την παρατάω στα κρύα του λουτρού που λένε και πάω Καναδά.

Κοίτα να δεις όμως πώς είναι η προαίσθηση. Έρχεται η Κυριακή των Βαίων. Έχω παραγγείλει μια τούρτα και ο μουστάκιας που είχε το μαγαζί με ρώτησε τι την ήθελα. Του λέω «Περιμένω μια γυναίκα από την Αθήνα». Γιόρταζε, Βάγια την λέγανε. Δεν λέω ψέματα, έχει σηκωθεί η τρίχα μου. Πάω το βράδυ στο μαγαζί και με περιμένει εκεί, γιατί δεν ήξερε τι ώρα ξεκινάμε. Τα μπουζούκια στον Καναδά ξεκινούν στις 9. Έχει πάει από νωρίς, έχει παραγγείλει ένα μπουκάλι ουίσκι και καθόταν.

Τον ρώτησα πού κάθεται και την βλέπω. Δεν το πιστεύω. Της είπα πως ήξερα ότι θα έρθει και μου λέει «Αποκλείεται». Φώναξα τον μουστάκια και δεν της είπα τίποτα. Αυτά είναι σημαδιακά πράγματα που σου μένουν. Τον ρώτησα τι είχα παραγγείλει για εκείνη τη μέρα και γιατί. Απάντησε «Μια τούρτα, γιατί περίμενες μια γυναίκα από την Ελλάδα». Τα ξαναβρήκαμε, έμεινε εκεί 15-20 μέρες και μου είπε την αλήθεια. Πως κάποτε έκανε αυτή τη δουλειά. Αλλά μετά το είδε διαφορετικά. Είχε παντρευτεί κάποιον, κι αυτός την έβγαλε στη δουλειά. Κι αυτό το έμαθα κι από αλλού. Είχε πάρει τριάντα σπίτια, τα είχε νοικιάσει και είχε τριάντα γυναίκες που δουλεύανε. Τριάντα σε κάθε βάρδια. Κι έβγαινε τότε ο Ευαγγελάτος κι έλεγε στα κανάλια πως έχουν έρθει 2.500 με 3.000 γυναίκες. Έχω σπίτι μου τα περιοδικά που τα γράφανε. Κι ο Λαζόπουλος έλεγε «Πρώτα δοκιμάζει ο Μπουγάς τις γυναίκες και μετά τις πηγαίνουν στα μπουρδέλα». Αυτά γινόταν στην τηλεόραση. Γι’ αυτό με κλείσανε μέσα. Αυτά λέγανε αυτοί, αλλά δεν γινόταν κάτι τέτοιο. Ήμουν μακριά απ’ αυτά. Της είπα να κάνει ότι θέλει, δεν ήθελα ούτε να ξέρω γι’ αυτά.

Θα μου πεις, γιατί έμεινα μαζί της. Θα σου πω. Τότε ήμουν εργένης, είχα μόνο τον γιο μου.

Πήγαινα στο εξωτερικό. Ξαναπήγα Γερμανία, Αμερική, Αυστραλία. Όταν ερχόμουν στην Ελλάδα μου τα είχε όλα. Έκανε τα πάντα για μένα, γιατί μέχρι τότε, με όσους έζησε, ότι κονόμαγε, της τα παίρνανε. Όταν μείναμε μαζί στο σπίτι της στο Γαλάτσι μου είπε πως σε ένα συρτάρι είχε λεφτά. Κι ήταν αρκετά. Την βούτηξα από το λαιμό και της είπα να μην το ξαναπεί γιατί είχα τη δουλειά μου κι έβγαζα δικά μου λεφτά.

Δεν έπαιρνα τα δικά της. Δεν είχα ξανακούσει από άντρα κάτι τέτοιο. Όλοι λέγανε μια φράση που λέω τακτικά. «Καλημέρα δώμου, καληνύχτα δώμου». Μέχρι που παίζανε χαρτιά και της λέγανε «Φέρε μου 300 ή 400 χιλιάρικα, γιατί χάνω». Το παίζανε νταβατζήδες. Δεν είμαι από αυτούς.

Μπλέξατε σε μια κατάσταση, ξεμπλέξατε και όλα καλά.

Ναι. Μετά το διαλύσαμε κι έφυγα από το σπίτι. Γιατί μου είπε μια κουβέντα. Τότε ήρθα μόνιμα  στη Λούτσα.

Φοβάστε την μοναξιά;

Όχι. Άσε που ποτέ δεν είμαι μόνος. Πάντα έχω μια γυναίκα δίπλα μου. Αλλά και να τύχει να μείνω μόνος, δεν την φοβάμαι. Μόνον δεν μ’ έκανε η μάνα μου;

Θα θέλατε να είστε με μια σύντροφο και να είστε καλά;

Και τώρα είμαι με σύντροφο.

Δεν μένει ποτέ μόνος του ο Μπουγάς.

No way!!!!

Καινούργια δουλειά;

Συζητώ με ένα μαγαζί. Μαζί με άλλους καλλιτέχνες λαϊκούς και μοντέρνους. Οι μοντέρνοι για την αρχή. Αν δεν γίνει, θα πάω για έξτρα. Προχθές το βράδυ με πήραν από Γερμανία και σήμερα με πήραν από Ελλάδα. Από διάφορα μέρη. Θα προτιμήσω να κάνω μερικά έξτρα και θα είμαι καλά. Δεν την αποφεύγω τη δουλειά, ούτε την αφήνω. Έχω και πολύ καλή εταιρεία μαζί μου. Την Real Music

Τι άλλο να περιμένουμε από σας;

Κάποια τραγούδια που θα κυκλοφορήσουν. Έχω ένα καινούργιο cd που θα βγει. Είναι έτοιμο. Αυτός που το έχει πάρει είπε πως θα το δώσει σε κάποια εφημερίδα. Δυο τραγούδια τα κυκλοφορεί στο ίντερνετ ο Τόλης. Έχω μια άψογη συνεργασία με την εταιρεία μου!!

Θέλω να μου πείτε για το «πλανητάρχης».

Δουλεύω Θεσσαλονίκη και κάθε Κυριακή πρωί έρχομαι Αθήνα γιατί έχουμε ρεπό. Το πρωί με περιμένουν Πατησίων και Λασκαράτου που ήταν μια καφετέρια, για να πιω καφέ. Ήταν το 1998 που φλέγον θέμα ήταν ο Κλίντον με την Μόνικα. Ένας φίλος μου λέει να γράψω ένα τραγούδι για τον Κλίντον.

Έπινα φραπέ και του είπα να με αφήσει. Το είπε σαράντα φορές. Νευρίασα και λέω «Ρε Θανάση, φέρε ένα στυλό κι ένα χαρτί με τον μαλάκα που έμπλεξα». Δυο λεπτά μου πήρε. Δευτέρα, πριν φύγω, μπαίνω στο στούντιο και το γράφω. Κανένας δεν το πίστευε και λέγανε πως είναι μαλακία.

Ήταν ένας τεράστιος, ανοιχτός χώρος που μάζεψε 4.500 άτομα. Γυρνάω στο μπουζούκι και τον οργανίστα και τους λέω να παίξουν τον Αμερικάνο. Δέκα φορές σερί το είπα! Χόρευε όλος ο κόσμος. Έπαθα πλάκα. Το πηγαίνω στην εταιρεία και μου λέει ο Βαρδουλάκης να το πάω όπου θέλω γιατί δεν τον ενδιέφερε. Δεν μπορούσα να το κάνω, γιατί είχα συμβόλαιο μαζί τους.

Του έλεγα πως θα γίνει σουξέ, αλλά δεν το ήθελε το τραγούδι. Σκέφτομαι όλη μέρα τι να κάνω. Αγοράζω δυο κασετοφωνάκια και την άλλη μέρα πάω πάλι στην εταιρεία. Στην Πειραιώς 18. Βρίσκω τρεις φίλους και τους λέω να γράψουν στο κασετοφωνάκι όλη τη συζήτηση. Μας κερνάει καφέ, σηκώνεται και βγαίνει όχι στον προθάλαμο αλλά σε ένα καλό καθιστικό. Τον ξαναρώτησα τι να κάνω με το τραγούδι για τον πλανητάρχη. «Δως το όπου θέλεις» μου λέει. Τον ρώτησα τι θα γίνει με το συμβόλαιο και μη μου κάνει κανένα δικαστήριο. Είπε πως δεν υπήρχε περίπτωση, γιατί δεν ήθελε το τραγούδι. Γράφεται στο κασετόφωνο, αλλά έχω και τρεις μάρτυρες. Την άλλη μέρα πήρα άλλους δύο, αλλά ξέχασα να πάρω το κασετόφωνο. Αγοράζω άλλο, γιατί βαριόμουν να πάω πίσω Γαλάτσι. Ξαναλέω τα ίδια και μου λέει και πάλι ότι δεν το θέλει το τραγούδι. Τελικά το δίνω στον Σπανό, το κυκλοφορεί στο «Πίστα» και κάθε δέκα μέρες κόβει 33.000 cd. Για τέσσερις φορές. Το έχουν πάρει οι blackmen που κυκλοφορούν με τα cd και γίνεται ο χαμός. Παίζεται σε όλα τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις. Περνάει ο καιρός κι ένα πρωί μου έρχεται μια απόφαση από έναν δικηγόρο, να πάω για να συζητηθεί η υπόθεση και μου ζητούσε 65.000.000 δραχμές. Τόσα είπε ότι έχασε. Αφού είδε τον χαμό που γινόταν με το τραγούδι, το κυκλοφόρησε κι εκείνος εκ των υστέρων.

Εκείνο το διάστημα είμαι και με την γυναίκα που με ρώτησες και με την κόρη αυτουνού. Είχε μια ωραία κόρη και την έφερνα εδώ. Δεν ήταν χωρισμένη, αλλά όπου πήγαινα, ερχόταν. Κατέβηκα πρώτος και μόλις κατέβηκε κι εκείνη λέει «Αυτός είναι ο μπαμπάς μου». Ακούει την συζήτηση που είχα με τον πατέρα της για το τραγούδι. Με ρώτησε γιατί το είχα γραμμένο στο κασετόφωνο και της απαντώ πως ο πατέρας της την επόμενη μέρα με είχε στα δικαστήρια. Του λέει να το σταματήσει, γιατί είχα στοιχεία. Είχα δυο δικηγόρους. Έτσι έληξε αυτό το θέμα.

Στη φυλακή τραγουδούσατε;

Ναι. Όταν έφτασα στη φυλακή, με περίμενε όλη η Α πτέρυγα και με χειροκροτούσαν. Δάκρυσα, μ’ έπιασε ένα ρίγος και είπα «Κι εδώ;». Ξέρανε ότι ήμουν μόνο τραγουδιστής.

Αισθανθήκατε λίγο περίεργα.

Ήταν το γαμώτο. Μπήκα φυλακή χωρίς στοιχεία, χωρίς τίποτα. Και δεν ήμουν πουθενά μπερδεμένος. Το λέω και θα το λέω όσο ζω.

Τελικά δικαιωθήκατε.

Τα κανάλια λέγανε πολλά. Αλλά όλη αυτή η δυσφήμιση μου βγήκε σε καλό. Όπου πήγαινα γινότανε χαμός. Σε μαγαζιά που μπαίνανε 1000 άτομα, τα 600 ήταν γυναίκες. 800 γυναίκες και τα αφεντικά ρωτούσαν τι γίνεται.

Πώς βγήκε το «Έλα στον παππού»;

Βγήκε από την ίδια εταιρεία. Το έγραψε ένας πολύ μεγάλος συνθέτης που έχει κάνει τεράστιες επιτυχίες και με τον Χριστοδουλόπουλο που το έδωσε το πρώτο τραγούδι που τον έκανε μάγκα. Το «Παντρεμένοι κι οι δυο». Μου δίνει το τραγούδι να το πω, το πηγαίνω στην εταιρεία και δεν το θέλει και πάλι με τίποτα. Το δέχθηκε τελικά, γιατί είπε πως ότι έλεγα πουλούσε. Το είπα στο Σαο Πάολο. Έγινε τεράστια επιτυχία. Η μουσική είναι του Αντύπα. Το είπε, αλλά η γυναίκα του δεν τον άφηνε να το κυκλοφορήσει γιατί θα τον φωνάζανε παππού. Ετοιμαζόμουν να φύγω για εξωτερικό και ο Αντύπας έρχεται. Μου λέει «Τι μαλάκας είμαι και δεν έλεγα το τραγούδι για να μη με λένε παππού». Του είπα «Να κι αν με φωνάζουνε παππού, να κι αν δεν με φωνάζουνε». «Καλά έκανες και το είπες» μου λέει. Στο διαδίκτυο το αφιέρωσα σε έναν φίλο που έγινε για δεύτερη φορά παππούς σε ένα χρόνο, μαζί με τον πλανητάρχη. Και ο Τράγκας στο γάμο της κόρης του το παίζανε συνεχώς.

Να κλείσουμε με μια ευχή για τον κόσμο που σας αγαπάει.

Εύχομαι όλος ο κόσμος να είναι παραπάνω από καλά. Υπάρχουν δυσκολίες αυτό τον καιρό από θέμα money, αλλά πιστεύω ότι κάποια στιγμή θα το ξεπεράσουμε. Αν φύγουν αυτοί; Δεν ξέρω τι θα γίνει.

Να μην το βάλουμε κάτω.

Είμαστε κι ένας ασυμβίβαστος λαός. Όταν ήμουν στη φυλακή γνώρισα ανθρώπους που έκλεψαν, λήστεψαν, σκότωσαν, έκαναν απάτες. Με ρωτούσαν τι είχα κάνει και ήμουν μέσα.. Να ξυπνάμε γεροί και έξω από την Φυλακή!!

Συνέντευξη στην Αννα Τσιάλτα

 

Φωτογραφίες Γιάννης Γκογκόπουλος.

Η φωτογράφηση έγινε στην Λούτσα στο καφέ ‘’Έτσι κι αλλιώς’’ τους οποίους ευχαριστούμε για την φιλοξενία!!



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!