Τι κοινό έχει ο Θοδωρής Μαραντίνης με το ρεμπέτικο και τον Νίκο Οικονομόπουλο;
Ποια σύνδεση έχει ο Θοδωρής Μαραντίνης με το ρεμπέτικο, τον Νίκο Οικονομόπουλο και το «Yolo»;
Μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης παραχώρησε ο Θοδωρής Μαραντίνης.
Μιλώντας στο περιοδικό «Plan Be» και στη Μαρία Λυσάνδρου, ο κεντρικός τραγουδιστής των Onirama στάθηκε στο νέο άλμπουμ της μπάντας, στις επιλογές τους, στο μέλλον και σε πολλά ακόμη ενδιαφέροντα θέματα.
Εδώ και μερικούς μήνες κυκλοφορεί το καινούριο CD των Onirama. Γιατί επέλεξαν τον τίτλο «Ποπ Αρτ»;
«Νομίζω ότι ήταν η πιο ποπ στιγμή μας, παρόλο που μουσικά, από την αρχή, εμείς φλερτάραμε πολύ και με άλλα είδη – ενορχηστρωτικά, στιλιστικά… Λίγο με το έντεχνο, λίγο με το ροκ, λίγο με το πιο dance στοιχείο. Αρχικά δεν ήταν να γίνει συγκεκριμένος δίσκος. Ξεκινήσαμε και κάναμε τραγούδια ξεχωριστά, συνεργαστήκαμε και με άλλους ανθρώπους… Κάποια στιγμή μαζεύτηκαν όλα αυτά, και λέμε με τα παιδιά: “Πρέπει να τα βάλουμε σε ένα δίσκο!”. Τα κάναμε λίγο ανάποδα τα πράγματα αυτή τη φορά.
Πιο πολύ είναι σαν συλλογή αυτός ο δίσκος, παρά σαν LP, που λέγαμε παλιά. Όταν τα μαζέψαμε κάποια στιγμή για να τα ακούσουμε συνολικά, λέω: “Τώρα θα έχει καμία συνοχή αυτό το πράγμα;” Όλως περιέργως, αυτό ήταν το κομμάτι που τα συνέδεε: Ήταν λίγο πιο ποπ, κάτι λίγο πιο “γυαλιστερό”, πιο “έγχρωμο”. Έτσι, και λίγο αυτο-σαρκαζόμενοι μέσα από το “Pop Αrt”, καταλήξαμε σε αυτόν τον τίτλο.»
Το CD περιλαμβάνει και τρεις διασκευές. Είναι μια «safe» επιλογή;
«Κοίταξε, “safe επιλογή” δεν μπορείς να την πεις ακριβώς… Γιατί τραγούδια όπως το “Μηδέν”, το “Τόσα καλοκαίρια” και το “Θεσσαλονίκη μου, μεγάλη φτωχομάνα” είναι τόσο “κλασικά”, που μπορεί να είναι μεγαλύτερο το ρίσκο της διασκευής τους. Γιατί ναι μεν είναι γνωστά, έχουν όμως αγαπηθεί τόσο πολύ, που είναι δύσκολο να τα ξανακούσει κάποιος αλλιώς. Συνήθως γίνεται σύγκριση και αυτό δεν σε βοηθάει. Γι’ αυτό και συνήθως πολλές διασκευές γίνονται σε τραγούδια όχι και τόσο γνωστά.»
Πάντως, και τα τρία τραγούδια που επέλεξαν να διασκευάσουν οι Onirama είναι πολύ μεγάλες επιτυχίες…
«Εμείς, από τότε που ξεκινήσαμε, κάναμε διασκευές. Είναι ένα στοιχείο που το ’χουμε πολύ μέσα μας. Κάθε τραγούδι που διασκευάζουμε το πιάνουμε από το μηδέν και το στήνουμε όπως θα στήναμε ένα δικό μας τραγούδι. Μέχρι στιγμής, πάντως, έχουμε πάρει πολύ θετικά σχόλια – από το “Το ξέρω, θα ’ρθεις”, μέχρι τη “Γυριστρούλα” του Λάκη Παπαδόπουλου. Έχουμε πάρει θετικά σχόλια και από τους ίδιους τους δημιουργούς, κι αυτό είναι πολύ ωραίο συναίσθημα.»
Εκφράζεται καθόλου ο Θοδωρής Μαραντίνης ως άνθρωπος από όλα όσα λέει το «Μηδέν»; Αν έγραφε ένα τραγούδι μετά από είκοσι χρόνια, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όσα θα είχε ζήσει και μάθει στη ζωή του, θα μπορούσε να είναι αυτό;
«Ναι, θα μπορούσε. Θα ήταν ακριβώς αυτό το τραγούδι! Το λέω γιατί τώρα είμαι σε μια φάση επαναπροσδιορισμού πραγμάτων, προσωπικών και επαγγελματικών – ίσως και λόγω ηλικίας, και λόγω πορείας, αυτό είναι μοιραίο. Νιώθω ότι έχει κλείσει ένας κύκλος και πρέπει να ανοίξει ένας καινούριος.»
«Yolo» (You Only Live Once) ήταν το τραγούδι που έγραψαν οι Onirama για την εκπομπή World Party. «Yolo» είναι και το όνομα του label τους. Υπάρχουν κάποια κοινά σημεία;
«Ακριβώς. Είναι λίγο η νέα μου προσέγγιση στα πράγματα, στα δρώμενα και στη ζωή μου γενικότερα. Προσπαθώ να αφήσω πίσω το παλιό, να πιάσω το καινούριο.»
Το «Yolo» ως φιλοσοφία, όμως, δεν έχει και μια μικρή ανευθυνότητα;
«Έχει μια μικρή ανευθυνότητα, αλλά νομίζω ότι όλα αυτά τα προσαρμόζεις σε σχέση πάντα με τον χαρακτήρα σου, τον τρόπο ζωής, τις συνθήκες. Δηλαδή είσαι και στην Ελλάδα – δεν μπορείς να είσαι και πολύ ‘Yolo’ όταν γίνονται όλα αυτά που γίνονται, έτσι; Οπότε ίσως είναι μια άμυνα.»
Στίχος ή μουσική είναι για τον Θοδωρή Μαραντίνη το σημαντικότερο σε ένα τραγούδι;
«Είναι ο συνδυασμός, σίγουρα ο συνδυασμός… Εντάξει, στην Ελλάδα ο στίχος έχει μια βαρύτητα παραπάνω. Δηλαδή, αν το δεις σε σχέση με το εξωτερικό, εκεί νομίζω ότι η μουσική “μετράει” περισσότερο. Στην Ελλάδα νομίζω ισορροπεί ανάμεσα στα δύο, είναι λίγο 50-50.»
Και γιατί, ειδικά στην Ελλάδα, ο στίχος να είναι πιο σημαντικός;
«Ίσως γιατί εμείς έχουμε την ποίηση, έχουμε και το έντεχνο τραγούδι. Στο εξωτερικό δεν υπάρχει αυτό. Εμάς είναι και λίγο στο DNA μας: “το ’χουμε” λίγο και το πιο “ψαγμένο”, το πιο λυρικό. Δεν λέω, βέβαια, ότι δεν υπάρχουν και σουξέ φτιαγμένα από πολύ απλοϊκό στίχο…»
Θα σκεφτόταν ποτέ ο Θοδωρής Μαραντίνης κατ’ αρχάς να γράψει και, σε δεύτερο στάδιο, να πει κάποιο άλλο είδος τραγουδιού; Λαϊκό, επί παραδείγματι;
«Μου αρέσει να δοκιμάζω. Και ως μπάντα έχουμε δοκιμάσει πράγματα – αν όχι τόσο δισκογραφικά, περισσότερο σε επίπεδο live και συνεργασιών. Μου αρέσει να πειραματίζομαι, αλλά θέλω να είμαι σε ένα τέτοιο επίπεδο, που να νιώθω ότι το κάνω και καλά. Δηλαδή όχι, σώνει και ντε, “θα πω ένα λαϊκό ή ένα ρεμπέτικο ή ένα χέβι-μέταλ”. Οπότε, είναι σαν επόμενο βήμα να κάνω και κάτι διαφορετικό. Θα προτιμούσα το ρεμπέτικο παρά το λαϊκό, να σου πω την αλήθεια.»
Το ρεμπέτικο φαίνεται πιο «βαρύ» από το λαϊκό…
«Ναι, νομίζω ναι. Και αρέσει πολύ και στους υπόλοιπους της μπάντας. Έχουμε πει ότι, κάποια στιγμή, μπορεί να στήσουμε μια τέτοια παράσταση. Δεν ξέρω αν θα έχει επιτυχία, αλλά σίγουρα θα έχει πολύ ενδιαφέρον!»
Πού αποδίδει ο Θοδωρής Μαραντίνης το γεγονός ότι, τα τελευταία χρόνια, είναι λίγο «περίεργα» τα πράγματα στη μουσική βιομηχανία; Είναι θέμα εποχής;
«Δεν θεωρώ ότι πάνε άσχημα τα πράγματα στη μουσική, να σου πω την αλήθεια… Θεωρώ ότι η μουσική υπάρχει και πάει καλά. Αρκετά καλά Η διαφοροποίηση στην Ελλάδα είναι η εξής: δεν υπάρχουν πλέον εμφανίσεις έξι μέρες την εβδομάδα (που δεν υπήρχαν πουθενά στον κόσμο, έτσι;). Αυτό για μένα δεν είναι κακό ως γεγονός, παρόλο που οικονομικά θα ήταν τέλειο στη δική μας περίπτωση. Έχουν μπει κάποια πράγματα στη θέση τους.
Από εκεί και πέρα, η μουσική υπάρχει, επιτυχίες γίνονται. Απλώς έχει αλλάξει η μορφή που συνδέεται το κοινό με τη μουσική και το προϊόν. Υπάρχει το Internet, υπάρχουν τα live, δεν αποτυπώνονται αυτά μόνο στο CD. Θεωρώ ότι είμαστε σε μεταβατική φάση.
Εγώ βλέπω ότι και καινούριοι καλλιτέχνες βγαίνουν, και ο κόσμος βγαίνει έξω, παρά την οικονομική κρίση.
Για να είμαι ειλικρινής, περίμενα η μουσική να τα πηγαίνει λίγο καλύτερα, γιατί συνήθως σε περιόδους κρίσης η Τέχνη ανεβαίνει. Ο κόσμος απλά είναι πιο επιλεκτικός, προσέχει περισσότερο πού θα ξοδέψει τα λεφτά του. Κάτι το οποίο είναι επίσης καλό για μένα – μας συμφέρει, δεν μας συμφέρει…»
Τελικά, ο τραγουδιστής κάνει την μπάντα ή η μπάντα τον τραγουδιστή; Τι πιστεύει ο Θοδωρής Μαραντίνης;
«Κοίταξε, μια μπάντα είναι μια ομάδα ανθρώπων, μια παρέα. Είναι μια οικογένεια. Οπότε, για να έχει διάρκεια, πρέπει να είναι διακριτοί οι ρόλοι, για να μην υπάρχουν πολλές διαμάχες. Από τη στιγμή που υπάρχουν διακριτοί ρόλοι, κάποιος θα έχει και τον ρόλο αυτού που φαίνεται περισσότερο. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι είναι πιο σημαντικός. Και παγκόσμια, και σε άλλου επιπέδου μπάντες, βλέπουμε ότι μπορεί ο Keith Richards, ο κιθαρίστας των Rolling Stones, να είναι εξίσου –ίσως και πιο– σημαντικός κι από τον Mick Jagger.
Μπορεί μια καλή μπάντα να αναδείξει έναν μέτριο τραγουδιστή;
«Το καλό με την μπάντα, για μένα, είναι ότι μπορούν να είναι όλοι μέτριοι, αλλά ο μέσος όρος και η κοινή τους συνισταμένη να δημιουργεί κάτι πολύ καλό. Επιπλέον, το καλό στην μπάντα είναι ότι η μετριότητα κάποιου μπορεί να καλυφθεί από το ταλέντο κάποιου άλλου – οπότε, αυτό θεωρώ ότι είναι και το πιο ωραίο!»
Ο Θοδωρής Μαραντίνης είναι αεικίνητος στη σκηνή, δε σταματά καθόλου. Έχει μπει ποτέ στη διαδικασία να σκεφτεί: «Μέχρι πότε θα με παίρνει να το κάνω αυτό; Μήπως πρέπει να κάνω και κάτι άλλο;»
«Όπως σου είπα και πριν, βρίσκομαι σε μια φάση προβληματισμού. Φτάνοντας σιγά-σιγά στα 40, έχοντας και δύο παιδιά, καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ να χοροπηδάω όλη την ώρα, ούτε και να το κάνω αυτό για πάντα. Εδώ βλέπω τη Madonna και δεν μου αρέσει πλέον το αποτέλεσμα – που είναι “Η Madonna”, έτσι; Νιώθω ότι, κάποια στιγμή, πρέπει να αρχίσεις να συμβιβάζεσαι με την εικόνα σου, να αντιληφθείς ότι μεγαλώνεις και λίγο να διαφοροποιηθείς. Ένας λόγος που έκανα πέρυσι το “X Factor” ήταν αυτός: να δοκιμάσω κάτι άλλο, να δω πώς λειτουργώ με την τηλεόραση, να δω αν μου πάει.»
Το χειμώνα οι Onirama θα εμφανίζονται δίπλα στον Νίκο Οικονομόπουλο στο «Κέντρο Αθηνών». Είναι παράξενος ο συνδυασμός;
«Είναι λίγο παράξενος, ναι. Αλλά είναι αυτό που σου είπα πριν: εμάς μας αρέσουν οι πειραματισμοί. Ο Νίκος είναι ένας άνθρωπος που εκτιμούμε, μας αρέσει η σοβαρότητά του, η αυθεντικότητά του – και εμένα προσωπικά, αλλά και στα άλλα παιδιά της μπάντας. Μας άρεσε από την πρώτη στιγμή. Ίσως να είναι και το διαφορετικό κοινό που μας ιντριγκάρει να το προσεγγίσουμε. Ήδη υπάρχει ένα πολύ καλό κλίμα συνεργασίας, το οποίο δείχνει ότι θα βγάλει ωραία αποτελέσματα. Ξεκινάμε μέσα στον Οκτώβριο. Και, πραγματικά, νιώθω πολύ αισιόδοξος γι’ αυτόν τον χειμώνα.»