Ο επαναστατικός νους που έχει εκλείψει από τον τόπο • Hit Channel
Αντισυμβατικός, επαναστατικός και αεικίνητος νους, ο Μάνος Χατζιδάκις θέλησε να σπάσει το κατεστημένο.
Στις 23 Οκτωβρίου 2017 είναι η 92η επέτειος γέννησης του Μάνου Χατζιδάκι, του μέγα μουσουργού που άλλαξε δια παντός το ρου της ελληνικής μουσικής και άφησε μία βαριά και αμύθητη κληρονομιά στις επόμενες γενιές.
Πάντα με την πυγμή της άποψή του σε πρώτο πλάνο, οι παρεμβάσεις της μουσικής ιδιοφυΐας του Μάνου Χατζιδάκι στο δημόσιο βίο, στην πολιτική και στην τέχνη έχουν ιδιαίτερη αξία, ειδικά σε μία εποχή όπως η σημερινή όπου ένα μέρος της καλλιτεχνικής κοινότητας σιωπά και ένα άλλο δέχεται το «λιθοβολισμό» όταν αντιδρά.
Ο Μάνος Χατζιδάκις ανέπτυξε, ήδη από την εποχή της απελευθέρωσης, βαθιά πολιτική σκέψη, κεντρικός άξονας της οποίας ήταν η αμφισβήτηση και η αναθεώρηση.
Για την πολιτική του ταυτότητα γράφει ο ίδιος: «Είμαι δημοκράτης αστός, ουμανιστής και αναθεωρητής της δεξιάς […] Ποτέ δεν υπήρξα αντικομμουνιστής […] Εγώ περιέχω και τον αριστερό. Ο αριστερός όμως δεν με περιέχει.» Η πολιτική σκέψη του Μάνου Χατζιδάκι επεκτείνεται στην ουσία των κοινωνικών ζητημάτων, πέρα και έξω από το χώρο που ορίζουν οι ιδεολογίες, και βρίσκεται πανταχού παρούσα στο έργο του – που ωστόσο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί στρατευμένο.
Από τη μεταπολίτευση και μέχρι το τέλος της ζωής του ο Μάνος Χατζιδάκις παρεμβαίνει συστηματικά και με έντονο τρόπο στο δημόσιο βίο. Αρχικά με το »Τρίτο Πρόγραμμα» και αργότερα με το περιοδικό «Το Τέταρτο» επιχειρεί συνειδητά και μεθοδικά να αντιδράσει σε κατεστημένες αντιλήψεις. Αλλά και με πλήθος συνεντεύξεων, άρθρων και δηλώσεων πάλεψε ενάντια σε αυτά που ο ίδιος θεωρούσε ως μεθοδεύσεις, λαϊκισμό, συντηρητισμό και αμετροέπεια της εξουσίας.
Οι παρεμβάσεις του Χατζιδάκι στα δημόσια πράγματα της χώρας δε γίνονται χωρίς κόστος για τον ίδιο και κορυφώνονται με τη δριμεία κριτική που του ασκεί η εφημερίδα «Αυριανή».
Ο Μάνος Χατζιδάκις είχε αιρετικές ιδέες και πολλοί σύγχρονοι μελετητές του, καθώς και δημοσιογράφοι έχουν αναρωτηθεί για την πραγματική πολιτική ταυτότητά του. Οι περισσότεροι τον θεωρούν ως »δεξιό», άποψη η οποία θεωρείται ως η επικρατούσα και η πιο διαδεδομένη. Άλλοι τον θεωρούν ως «αναρχικό», λόγω ορισμένων λεγομένων του κατά καιρούς, καθώς και για τη στήριξή του στους αναρχικούς στο τέλος της ζωής του, με τους οποίους βγήκε στους δρόμους.
Ο Γιώργος Χατζιδάκις, ανέφερε ότι: «Ο Χατζιδάκις δεν ήταν δεξιός, έτσι δήλωναν οι άλλοι. Τόσα χρόνια μετά, ξέρουμε όλοι την αιτία. Δε θα μπορούσε να ’χει αποφύγει όλο αυτόν το μεταπολεμικό διπολισμό, ο οποίος είχε ρίζες στον εμφύλιο. Ο ίδιος διεκδικούσε ελεύθερη σκέψη και δράση και σ’ ένα μεγάλο βαθμό το πέτυχε. Ήθελε να είναι ένας ελεύθερος πολίτης κι ήξερε πως δεν ήταν εύκολο αυτό. Οι απόψεις και οι ιδέες του ήταν ανατρεπτικές, όχι όμως με την έννοια της αναρχίας όπως την εκλαμβάνουμε σήμερα, μίας κατάστασης “χύμα” που τα καίει και τα διαλύει όλα. Πίστευε στην ανατροπή οποιουδήποτε συντηρητικού, δογματικού και υποκριτικού στοιχείου.»
Η στάση του Μάνου Χατζιδάκι στα θέματα του δημόσιου βίου καθορίζεται από την αισθητική του και χαρακτηρίζει σημαντικό μέρος του έργου του αυτής της περιόδου. Ορισμένα έργα στα οποία αποτυπώνεται η πολιτική σκέψη του συνθέτη είναι «Τα Παράλογα» (1976), «Η Εποχή της Μελισσάνθης» (1980), «Πορνογραφία» (1982) και «Οι μπαλάντες της Οδού Αθηνάς» (1983).
Η στάση του Μάνου Χατζιδάκι στην τέχνη, στη μουσική και στην παράδοση
Η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο
Η στροφή των Ελλήνων συνθετών στην παράδοση είχε ήδη ξεκινήσει από τη γενιά του μεσοπολέμου. Συνθέτες όπως ο Νίκος Σκαλκώτας και ο Μανώλης Καλομοίρης, που εντάσσονται χρονολογικά στη λεγόμενη γενιά του ’30, επηρεάστηκαν από το πνεύμα της εποχής και αντιμετώπισαν το ζήτημα της ελληνικότητας στο χώρο της μουσικής. Ωστόσο, οι συνθέτες αυτοί παρέμειναν προσκολλημένοι σε μία ηθογραφική προσέγγιση του παραδοσιακού -δημοτικού κυρίως- μουσικού υλικού.
Ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ο πρώτος που αντιμετωπίζει την παράδοση έξω από το ηθογραφικό πλαίσιο και σε όλη της την έκταση, προσλαμβάνοντας και τα πλέον απορριπτέα -για την κοινωνία της εποχής του- λαϊκά στοιχεία, και εντάσσοντάς τα σε ένα νέο μουσικό κράμα. Από αυτή τη σκοπιά, ο Χατζιδάκις θα μπορούσε να θεωρηθεί ως συνεχιστής της γενιάς του ’30 στο χώρο της μουσικής. Εξάλλου, γαλουχήθηκε με τις ιδέες της γενιάς του ’30 και διατηρούσε ισχυρή φιλία με τους σημαντικότερους εκπροσώπους της.
Στην πορεία αυτή θα ενταχθούν πολύ νωρίς -ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1940- και άλλοι συνθέτες, όπως ο Αργύρης Κουνάδης και ο Μίκης Θεοδωράκης, μετατρέποντας την ιδέα της σύνδεσης της λόγιας μουσικής με τη λαϊκή παράδοση σε κίνημα.
Αποτέλεσμα υπήρξε η δημιουργία του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού, όρος που επινοήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη για να περιγράψει το νέο αυτό μουσικό κράμα. Το δίπολο Χατζιδάκις – Θεοδωράκης, με το τεράστιο συνθετικό και θεωρητικό τους έργο, καθώς και με τη σιγουριά της ποιότητας, θα αποτελέσει έκτοτε το βασικό πυλώνα που θα καθορίσει τις εξελίξεις στην ελληνική μουσική.
Η στάση απέναντι στο λαϊκό
Στο νέο χώρο που δημιουργεί η σύνδεση του λαϊκού με το λόγιο ο Μάνος Χατζιδάκις διατηρεί μία θεωρητική αλλά και αισθητική απόσταση που τον διαφοροποιεί σαφώς από τον Μίκη Θεοδωράκη: Διατηρεί πάντα τη συναίσθηση ότι ο ίδιος είναι μη λαϊκός, ένας αστός παρατηρητής. Παράλληλα προσεγγίζει τον όρο «λαϊκός» με αυστηρότητα, αποδίδοντάς του μία σαφή και αφαιρετική έννοια, πέρα από τις συνήθεις κοινοτοπίες:
«…Και για να εξηγηθούμε, όταν λέω κάτι λαϊκό δεν το εννοώ και για τον Λαό. Κατά σύμπτωση, ο Λαός κάθε άλλο παρά λαϊκός είναι. Τα μπουζούκια, οι μπαγλαμάδες και οι ζουρνάδες είναι η συνήθεια του. Εμένα μ’ ενδιαφέρουν εκείνες οι λίγες, οι μοναδικές του στιγμές που ζει, χωρίς καλά-καλά να καταλαβαίνει, την αλήθεια του. Είναι οι στιγμές που είναι σκέτα άνθρωπος, χωρίς τη βία του Χρόνου, χωρίς την αγωνία του Χώρου, χωρίς τη φθορά της Τάξης του…»
Η τοποθέτηση αυτή του Μάνου Χατζιδάκι τον οδηγεί να αναζητήσει ένα ουσιαστικό περιεχόμενο για τη μουσική του και μία γνήσια σχέση με τον κόσμο. Αδιαφορεί για το ελαφρό τραγούδι, αυτό που δεν εκφράζει μία βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου, ενώ αποκηρύσσει μεγάλο μέρος του «λαϊκότροπου» έργου του -γραμμένου κατά βάση για τον ελληνικό κινηματογράφο- για τον ίδιο λόγο.
Ο Μάνος Χατζιδάκις ανέφερε χαρακτηριστικά για τη μεγάλη επιτυχία του «Ποτέ Την Κυριακή» που βραβεύθηκε με βραβείο Όσκαρ: «Μου στέρησε τη δυνατότητα να ’χω τη σωστή επαφή με τον κόσμο… Και ο κόσμος επί ένα μεγάλο διάστημα εισέπραττε κάτι που ήταν απ’ έξω από το τραγούδι κι όχι από μέσα.»
Το τραγούδι
Ο Μάνος Χατζιδάκις επιδιώκει μια μουσική ζωντανή που να εκφράζει τους ανθρώπους και τον καιρό τους και να μην είναι απλώς μια έκφραση τέχνης. Για το λόγο αυτό απέρριψε το οικοδόμημα της κλασσικής μουσικής και επέλεξε από την αρχή την ενασχόλησή του με το τραγούδι ως «ερωτική πράξη και όχι ως μια έκφραση τέχνης».
«Πιστεύω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας», είχε γράψει. Το τραγούδι κατά τον Μάνο Χατζιδάκι πρέπει να βασίζεται σε υψηλό ποιητικό λόγο αλλά και να περιέχει έναν ισχυρό μύθο. Το στόχο αυτό θεωρεί ότι τον επιτυγχάνει για πρώτη φορά με τον κύκλο τραγουδιών «Μυθολογία» (1965).
Λόγω της τοποθέτησης αυτής πάνω στο τραγούδι, το έργο του Μάνου Χατζιδάκι είναι συνυφασμένο με τη γενικότερη στάση του στα ζητήματα της τέχνης και του δημόσιου βίου.
Ο Μάνος Χατζιδάκις γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1925 στην Ξάνθη και πέθανε στις 15 Ιουνίου 1994 στην Αθήνα, σε ηλικία 68 ετών.