Τι είν’ αυτό που μας ενώνει;
Εν τω μέσω κρίσης, κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό-πολιτισμικής κρίσης, τι είναι ατό που μας ενώνει πατριωτάκια;
Εν τω μέσω κρίσης, κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό-πολιτισμικής κρίσης, τι είναι ατό που μας ενώνει πατριωτάκια;
Εν τω μέσω κρίσης, κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό-πολιτισμικής κρίσης, τι είναι ατό που μας ενώνει πατριωτάκια;
Εν τω μέσω κρίσης, κοινωνικό-οικονομικό-πολιτικό-πολιτισμικής κρίσης, τι είναι ατό που μας ενώνει πατριωτάκια;
Φεύγω σαν τον τρελό, τελευταία στιγμή, όπως κάθε Έλληνας που σέβεται την ταυτότητά του, από το σπίτι μου με κατεύθυνση το λιμάνι του Πειραιά. Για να μην πάρω αυτοκίνητο και κάψω βενζίνη, κάψω ενέργεια (κίνηση και ιδρώτας, δεν έχω χειρότερο!) και χάσω χρόνο επέλεξα να πάρω τα μέσα μαζικής μεταφοράς για τη μετάβασή μου στον λιμένα. Τι το ‘θελα;
Έπεσα πάνω σε ρυθμίσεις στον ΗΣΑΠ -Τον Ραγκούση μου μέσα!-, στριμώχτηκα με μια πλειάδα τύπους που δεν έχουν ακουστά τη λέξη α-π-ο-σ-μ-η-τ-ι-κ-ό και βρέθηκα εντελώς τυχαία ανάμεσα σε δεκάδες φίλαθλους και οπαδούς του Ολυμπιακού που πήγαιναν σε αγώνα. Τα είδα όλα! Από τη μία να έχω αυτή τη λεπτεπίλεπτη εσάνς μπαγιάτικης «μασχαλίλας» (τουλάχιστον 5 ώρες ενσωματωμένη στο δέρμα) από αρκετούς θα έλεγα συνοδοιπόρους στο βαγόνι του τραίνου και από την άλλη να περιβάλλομαι από νέους διαφόρων ηλικιών, διαφόρων νοοτροπιών, άλλοι με χρυσή καδένα στο λαιμό και άλλοι άνευ, με κοινό άξονα την «αγάπη για τον Θρύλο»!
Αφού ακούστηκαν ουκ ολίγα μπινελίκια μέσα σε λίγη ώρα, από μαμάδες προς τα παιδιά τους, από κυρίες προς αγροίκους κυρίους- ενίοτε συζύγους τους και ενίοτε παντελώς αγνώστους-, από Έλληνες προς αλλοδαπούς και τούμπαλιν, την προσοχή μου τράβηξε μια λιποθυμία. Καλά άκουσες, μια λιποθυμία.
Μέσα σε αυτό σαγηνευτικό και ευωδιαστό όπως σου περιέγραψα σκηνικό ένα παιδί παθαίνει ντουβρουτζά. Παρ’ το κάτω το νιάνιαρο! Εγώ γύρισα το κεφάλι μου σιχτιρίζοντας με όλη μου την ανθρωπιά από την άλλη, περιμένοντας κάποιον να κλείσει τις πόρτες του συρμού και να το σανιδώσει αλλά όλο το υπόλοιπο βαγόνι έτρεξε. Καλά διάβασες, έτρεξε. Έτρεξε και βοήθησε τόσο το νιάνιαρο να συνέλθει όσο και τη μάνα-κουράγιο να καλμάρει. Σοκαρίστηκα. Είχα να δω κάτι τέτοιο από την προηγούμενη ζωή μου. Ένιωσα πως με είχαν περικυκλώσει ο Νταρτανιάν και οι 3 σωματοφύλακες. Ένας για όλους και όλοι για έναν!
Άλλο να στο περιγράφω εγώ και άλλο να το βλέπεις. Ένιωσα σα να είμαι σε κάποια παλιά ασπρόμαυρη ταινία του Δαλιανίδη και πως από κάπου θα ξεπηδήσει με διπλό τόλουπ και ένα στρέμμα πίπουλα η Μάρθα Καραγιάννη. Ένιωσα μια αγνότητα και μια ανθρωπιά απερίγραπτη όπως σε αυτές τις παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου…
Μετά από λίγο το νιάνιαρο συνήλθε. Τα μπινελίκια εντατικοποιήθηκαν και η «μασχαλίλα» ,που ως διά μαγείας είχε ξεχαστεί, επανήλθε κι εκείνη δριμύτερη. Τώρα η Μάρθα Καραγιάννη έγινε μαντραχαλάδες και τα πίπουλα μεταμορφώθηκαν σε κασκόλ και μπλουζάκια με στάμπα τον Θρυλέοντα.
Κι όλα επέστρεψαν στους κανονικούς ρυθμούς τους με μουσικό χαλί το «δεν είμαστε καλά, θα βάλουμε μυαλό όταν πάρουμε και το Ευρωπαϊκό»… Life goes on babies!