Ανοίγει και πάλι για το κοινό το δημοτικό θέατρο Πειραιά!
Πρόκειται για ένα νεοκλασικό αρχιτεκτονικό κόσμημα, που στην εκατονταετή και πλέον ιστορία του έχει φιλοξενήσει τα μεγαλύτερα ονόματα της θεατρικής και όχι μόνο Τέχνης.
Πρόκειται για ένα νεοκλασικό αρχιτεκτονικό κόσμημα, που στην εκατονταετή και πλέον ιστορία του έχει φιλοξενήσει τα μεγαλύτερα ονόματα της θεατρικής και όχι μόνο Τέχνης.
Πρόκειται για ένα νεοκλασικό αρχιτεκτονικό κόσμημα, που στην εκατονταετή και πλέον ιστορία του έχει φιλοξενήσει τα μεγαλύτερα ονόματα της θεατρικής και όχι μόνο Τέχνης.
Πρόκειται για ένα νεοκλασικό αρχιτεκτονικό κόσμημα, που στην εκατονταετή και πλέον ιστορία του έχει φιλοξενήσει τα μεγαλύτερα ονόματα της θεατρικής και όχι μόνο Τέχνης.
Έπειτα από δύο σεισμούς που το τραυμάτισαν και πολλές καθυστερήσεις στην ανακαίνισή του, το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά αναμένεται να ανοίξει και πάλι τις πύλες του για το κοινό τον ερχόμενο Φεβρουάριο.
«Ονειρευόμαστε ένα θέατρο- πόλο πολιτιστικής έλξης για όλη τη Μεσόγειο», εξηγεί ο γενικός γραμματέας του δήμου Πειραιά, Στέλιος Διαμαντίδης.
Σε πρόσφατη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου Πειραιά, ο ίδιος αποκάλυψε ότι το έργο αναμένεται να παραδοθεί από την πολιτεία στον δήμο, τον ερχόμενο Φεβρουάριο.
Η αποκατάσταση του «λαβωμένου» από τους σεισμούς του 1981 και του 1999 δημοτικού θεάτρου Πειραιά εντάχθηκε το 2006, στο Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Η αρχική ημερομηνία ολοκλήρωσής του είχε οριστεί για τον Ιανουάριο του 2010. Έκτοτε δόθηκαν τέσσερις παρατάσεις, που οδηγούν στην τελική παράδοση του έργου τον Φεβρουάριο του 2012.
Το κόστος ανακαίνισης του θεάτρου εκτιμάται ότι θα ανέλθει τελικά στα 39.000.000 ευρώ, ποσό που καλύφθηκε από το Γ’ ΚΠΣ και το ΕΣΠΑ. Το έργο έχει αναλάβει η Διεύθυνση Αναστήλωσης Νεώτερων και Σύγχρονων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού.
Στόχος της ανακαίνισης ήταν να αναδειχτούν όλα τα παλαιά στοιχεία της αρχιτεκτονικής του προηγούμενου αιώνα και να συμπληρωθούν με σύγχρονες υποδομές.
Μεταξύ άλλων, έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες αποκάλυψης των ζωγραφικών έργων που υπήρχαν στις οροφές και τα οποία είχαν επικαλυφθεί. Επίσης, τοποθετήθηκαν σύγχρονα συστήματα κλιματισμού, ψύξης και θέρμανσης, αντικαταστάθηκαν τα καθίσματα, ενώ έγινε και επισκευή της σκηνής, με στόχο να διατηρηθεί η παλιά εντυπωσιακή ξύλινη σκηνή και να συμπληρωθεί με σύγχρονα στοιχεία. Το θέατρο θα έχει χωρητικότητα 600 θέσεων.
«Η κεντρική του θεάτρου είσοδος έσται πολυτελής»
Η απόφαση ανέγερσης του δημοτικού θεάτρου Πειραιά πάρθηκε το 1883 από τον τότε δήμαρχο, Τρύφωνα Μουτζόπουλο.
Στις 23 Οκτωβρίου του 1883 η πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα» δημοσίευσε περιγραφή του εγκριθέντος σχεδίου για την ανέγερση του θεάτρου. Σύμφωνα με αυτήν «το μήκος του θέλει είναι 45 μέτρων, 34 δε το πλάτος και 30 το ύψος, διηρημένον ανά 10 μέτρα εις την σκηνήν τον υπ΄ αυτήν χώρον και τον υπέρ την σκηνήν. Θα περιέχη τρεις σειράς θεωρείων, εκάστην ανά 23 και υπερώον μετά τριών σειρών βαθμίδων, αμφιθεατρικώς. Ούτω θα δύναται να εμπεριλάβη ανέτως 1154, εν ανάγκη 1400 θεατάς. Έχει επτά εν συνόλω εξόδους, δύο δια τους εν τη σκηνή και πέντε δια τους εν πλατεία και τοις θεωρείοις.
Η κεντρική δε του θεάτρου είσοδος έσται ευρεία και πολυτελής. Η θέρμανση αυτού θέλει γίνεσθαι κατά το σύστημα όπερ εφήρμοσαν εν θεάτρω της Βιέννης. Εν τω ισοπέδω της πλατείας θέλουσιν είναι, εις την διάθεσιν των θεατών, δύο ευρύχωρα καφενεία, υπεράνω δε αυτών, δια τους εν τοις θεωρείοις, δύο όμοιαι αίθουσαι. Έξωθεν επί των παροδίων του θεάτρου θέλουσι κατασκευασθή οκτώ αποθήκαι διατιθέμεναι υπό του Δήμου επί ενοικίω. Υπολογίζονται τα υπέρ αυτού κατά μέσον όρον ετησίως έσοδα εις 42.000 δραχμές, περίπου, το ποσόν δε τούτο προς 7% ανταποκρίνεται εις κεφάλαιον 600.000 δραχμών».
Το 1884 θεμελιώθηκε το κτίριο και έτσι ξεκίνησε η κατασκευή του μεγαλεπήβολου έργου στην πλατεία Κοραή, σε σχέδια που εκπόνησε ο Πειραιώτης αρχιτέκτονας και καθηγητής του Πολυτεχνείου, Ιωάννης Λαζαρίμος. Η προϋπολογισθείσα δαπάνη του έργου ήταν 450.000 δραχμές και το τελικό κόστος ανήλθε στο διπλάσιο, από τις οποίες οι 200.000 δραχμές είχαν διατεθεί μόνο για την εντυπωσιακή διακόσμηση. Το οικοδόμημα ολοκληρώθηκε δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1895 και εγκαινιάστηκε στις 9 Απριλίου του ίδιου έτους.
Οι πρώτες επισκευές στο θέατρο έγιναν το 1927 και η δεύτερη μεγάλη επισκευή το 1946-1947. Το 1952 το θέατρο απέκτησε σύγχρονες φωτιστικές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις και δέκα χρόνια αργότερα τα ξύλινα καθίσματα αντικαταστάθηκαν με βελούδινα. Το 1968 έγινε ο ολοκληρωτικός εξωραϊσμός, εσωτερικός και εξωτερικός, του θεάτρου.
Μορφολογικά, το δημοτικό θέατρο Πειραιά εκπροσωπεί την αμιγή κλασικιστική παράδοση και είναι επηρεασμένο από τη γερμανική σχολή (που εκπροσωπούσε ο Ερνέστος Τσίλερ). Το κτίριο του θεάτρου είναι ορθογώνιου σχήματος, με διαστάσεις 34 Χ 45 μέτρα.
Η ήρεμη και σχετικά συντηρητική αισθητική της όψης του τονίζεται από το πρόπυλο της κύριας εισόδου του, το οποίο αποτελείται από τέσσερις κορινθιακούς κίονες και αέτωμα. Στη στέγη του κτιρίου υπάρχει δώμα με στέγη, η οποία έχει κι αυτή αέτωμα στην πρόσοψη.
Στο εσωτερικό, η πεταλόσχημη αίθουσα κοινού, με πλατεία, θεωρεία και εξώστες σε τέσσερα επίπεδα, έχει χωρητικότητα περίπου 1.300 θέσεων. Την αίθουσα φώτιζε τεράστιος πολυέλαιος. Για τους ηθοποιούς είχαν προβλεφθεί άνετα καμαρίνια και ένα πολυτελές καθιστικό.
Η σκηνή του θεάτρου διασώζεται σχεδόν αλώβητη: θεωρείται ένα από τα ελάχιστα ανάλογα σωζόμενα δείγματα της εποχής αυτής στην Ευρώπη. Έχει διαστάσεις 20 Χ 14 μέτρα και διαθέτει προσκήνιο και χώρο ορχήστρας. Γύρω από το πέταλο της αίθουσας βρίσκεται το διώροφο φουαγιέ, στο οποίο αρχικά δίνονταν χοροεσπερίδες φιλανθρωπικών συλλόγων και διάφορες εκθέσεις σπουδαίων ζωγράφων. Επίσης, το θέατρο φιλοξένησε για μεγάλο χρονικό διάστημα τη Δημοτική Βιβλιοθήκη και τη Δημοτική Πινακοθήκη του Πειραιά.
Λόγω της κλίμακας και της μνημειακής εμφάνισής του, το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά θεωρείται το κορυφαίο σωζόμενο ελληνικό θεατρικό κτίριο του 19ου αιώνα.
Από τη σκηνή του δημοτικού θεάτρου Πειραιά πέρασα μεγάλα ονόματα του ελληνικού θεάτρου. Μεταξύ αυτών ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ροντήρης, ο Γκίκας Μπινιάρης, ο Στέφανος Νικολαΐδης, ο Μιχάλης Κουνελάκης, καθώς και οι ηθοποιοί Αιμίλιος Βεάκης, Μίμης Φωτόπουλος, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Μίμης Τραϊφόρος, Δημήτρης Παπαμιχαήλ και ο Ανδρέας Μπάρκουλης.
Το 1980, ανακηρύχθηκε με υπουργική απόφαση, προστατευόμενο μνημείο ως «έργο τέχνης». Υπέστη ζημιές από τους σεισμούς του 1981 και του 1999.
Το έργο αποκατάστασής του ξεκίνησε αρκετά χρόνια αργότερα, το 2006, κυρίως λόγω έλλειψης κονδυλίων.