Βασίλης Παπακωνσταντίνου “Όταν σε θεοποιούν ή θα τρελαθείς ή θα προσγειωθείς”
Τι δήλωσε ο εθνικός ροκάς μας.
Τι δήλωσε ο εθνικός ροκάς μας.
Τι δήλωσε ο εθνικός ροκάς μας.
Τι δήλωσε ο εθνικός ροκάς μας.
Ο εθνικός μας ροκάς μίλησε στο ένθετο της Real News για την πολιτική αλλά και τα πρώτα του βήματα στο τραγούδι λέγοντας πως “Μη έχοντας τι άλλο να κάνουμε στο χωριό, η μόνη επαφή με την τέχνη, πέρα από τις φωνές των πουλιών και τους ήχους της φύσης ήταν το τραγούδισμα” ενώ εξιστορεί πως τον μάγευε η φωνή της μητέρας του και της μεγάλης του αδερφής και έτσι ξεκίνησε να τραγουδά.
Σαν αυτοβιογραφικό του τραγούδι αναφέρει τη “Σφεντόνα” και πιο συγκεκριμένα τους στίχους “Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό, Τετάρτη μεσημέρι. Γιατρός δε με ξεπέταξε μα μιας μαμής το χέρι. Οι συγγενείς μαζεύτηκαν από νωρίς στο σπίτι. Πώς είναι έτσι το παιδί και τι μεγάλη μύτη”
“Τραγούδησα τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες και ποιητές. Έχω δισκογραφήσει περίπου εννιακόσια τραγούδια και είχα την τύχη να είναι όλα αγαπημένα, διότι έγινα γνωστός χωρίς κανέναν συμβιβασμό, οπότε δεν συμβιβάστηκα ούτε στο θέμα ρεπερτορίου. Έτυχε και με πήγαν πρώτη φορά στην εταιρεία ο Θεοδωράκης μαζί με τον Λοΐζο, το 1974, το καλοκαίρι της Μεταπολίτευσης να πω τραγούδια τους. Από κεί και μετά τα “όχι” ήταν πολύ εύκολα για μένα και πιαναν τόπο. Κι έτσι έλεγαν πάντα τραγούδια που με εξέφραζα και αισθητικά και ιδεολογικά” δηλώνει.
Αυτό που ζητά από δω και πέρα είναι να έχει χώρο και χρόνο και να παραμείνει μέσα στο τραγούδι, επειδή οι άνθρωποι του δίνουν το διαβατήριο να συνεχίσει το ταξίδι του.
Με μεγάλη ειλικρίνεια μιλά και για τη στιγμή που συμβουλεύτηκε ειδικό αναφέροντας ότι “Όταν φτάνεις σε ένα σημείο και όλοι προσδοκούν από σένα, σε “θεοποιούν”, δυο δρόμους έχεις: ή να τρελαθείς ή να προσγειωθείς. Έχω ζήσει πολύ θαυμασμό και αγάπη -που είναι το πιο δύσκολο μείγμα. Δεν είναι εύκολο να το κουβαλάς, είναι απάνθρωπο, δηλαδή πέραν των δυνατοτήτων ενός ανθρώπου. Σε θαυμάζουν, σε αγαπούν , σε εμπιστεύονται” και συνεχίζει “Για να μην τους δυσαρεστήσεις προσπαθείς να συναντηθείς με την “εικόνα” σου, αλλά δεν βγάζει το μονοπάτι πουθενά -διότι αρχίζεις και χτυπιέσαι με τον εαυτό σου. Δε γίνεται να ζήσεις έτσι. Πρέπει να απελευθερωθείς και να καταλάβεις ότι δεν είσαι ο ήρωας των τραγουδιών που ερμήνευσες. Το λέω ανοιχτά , για να καταλάβουν κάποιοι ότι δεν είναι απαγορευτικό να ζητάς τη βοήθεια των ειδικών”.
Τέλος εξομολογείται το τρακ πριν βγει στη σκηνή, λέγοντας ότι οι σφυγμοί του ανεβαίνουν επικίνδυνα: “Δεν πιστεύεις ότι θα αντέξει η καρδιά τον παλμό και νομίζεις θα σπάσει! Σε περιμένει το κοινό και από την εισαγωγή του τραγουδιού καταλαβαίνει ότι θα βγεις και αρχίζει η ιαχή, που όσο δυνατότερη τόσο ανεβαίνουν οι σφυγμοί μου. Και το στομάχι καίει. Το κοινό χρειάζεται δυο-τρια τραγούδια για να καταλαγιάσει. Σε αυτό το διάστημα προλαβαίνω να συνέλθω και εγώ. Διότι πρέπει να ελέγξω τη ροή της συναυλίας”.