Αλίκη Βουγιουκλάκη: Το μεγάλο μυστικό που πήρε στον τάφο της!
Για την Αλίκη Βουγιουκλάκη ο θάνατος του πατέρα της ήταν ένα θέμα που όχι απλά την πόνεσε πολύ, αλλά και την στιγμάτισε όσο τίποτα.
Για την Αλίκη Βουγιουκλάκη ο θάνατος του πατέρα της ήταν ένα θέμα που όχι απλά την πόνεσε πολύ, αλλά και την στιγμάτισε όσο τίποτα.
Για την Αλίκη Βουγιουκλάκη ο θάνατος του πατέρα της ήταν ένα θέμα που όχι απλά την πόνεσε πολύ, αλλά και την στιγμάτισε όσο τίποτα.
Για την Αλίκη Βουγιουκλάκη ο θάνατος του πατέρα της ήταν ένα θέμα που όχι απλά την πόνεσε πολύ, αλλά και την στιγμάτισε όσο τίποτα.
Δεν ήθελε ποτέ να αναφέρεται σε εκείνον και πάντα σε όλες της τις συνεντεύξεις, μιλούσε μόνο για την αγαπημένη της μητέρα. Ποτέ της δεν ξέχασε τον πατέρα της, όμως το παρελθόν και όλα όσα συνέβησαν την πλήγωσαν ανεπανόρθωτα. Μάλιστα την αλήθεια για τον θάνατο του πατέρα της και το τι πραγματικά συνέβη, είναι κάτι που το πήρε μαζί της στον τάφο της.
«Τον νομάρχη Αρκαδίας στην Κατοχή Ιωάννη Βουγιουκλάκη, τον πατέρα της Αλίκης, τον σκότωσαν οι αντάρτες με τρόπο βασανιστικό. Θεωρήθηκε συνεργάτης των Ιταλών και των Γερμανών, με αποτέλεσμα μαζί με άλλους τέσσερις, αφού τους χτυπούσαν νύχτα μέρα, σχεδόν μισοπεθαμένους τους έβαλαν να σκάψουν τον τάφο τους. Εκεί αφού τους έριξαν μέσα, τους τουφέκισαν» τόνισε με δηλώσεις του στην εφημερίδα News ένας από τους τελευταίους επιζώντες της εποχής εκείνης, ο Γιώργος Πετρίδης.
Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η News, για την προσωπικότητα αλλά και τον βίο του τότε νομάρχη Αρκαδίας Ιωάννη Βουγιουκλάκη, οι απόψεις διίστανται, αφού πολλοί τον θεωρούν φιλεύσπλαχνο και άνθρωπο που φρόντιζε τον αρκαδικό λαό, ενώ οι αντιστασιακοί τον θεωρούν άνθρωπο των Ιταλικών και Γερμανικών Αρχών, άρα εχθρό της Ελλάδας.
Ο 86χρονος σήμερα Γιώργος Πετρίδης αναφέρει για τον Ιωάννη Βουγιουκλάκη: «Ο Βουγιουκλάκης θεωρούνταν καλός άνθρωπος για τον απλό λαό. Είχε βάλει ορισμένα πράγματα σε μια αποθήκη προκειμένου να τα μοιράσει στους Τριπολιτσιώτες. Τότε, λοιπόν, ερχόμενοι οι Γερμανοί στην Τρίπολη άνοιξαν τις αποθήκες και πήραν τα τρόφιμα, με αποτέλεσμα να θεωρήσουν οι αντάρτες ένοχο τον Βουγιουκλάκη».
«Μετά από μέρες, οι αντάρτες κατάφεραν να πιάσουν τον Βουγιουκλάκη και να τον φέρουν μαζί με άλλους τέσσερις εδώ στο χωριό Χάραδρο, που βρίσκεται λίγο μακρύτερα από τον Πλάτανο. Ο Βουγιουκλάκης έφαγε τόσο ξύλο που δεν μπορούσε να ζήσει άνθρωπος μετά από αυτό. Ήταν νύχτα, εγώ δεν τους είχα δει, όμως ένας μεγαλύτερος από εμένα ονόματι Τερζάκης, που ήταν μπροστά στο περιστατικό, μας έλεγε πριν μερικά χρόνια πως τόσο ξύλο ούτε ένα μεγάλο ζώο δεν θα άντεχε. Τους χτυπούσαν το κεφάλι στο δρόμο. “Μίλα ρε”, του έλεγαν. “Τι να σας πω ρε παιδιά. Δεν ξέρω τίποτα. Γιατί να πάρω και άλλους στο λαιμό μου” τους έλεγε».
Ο υπερήλικας γέροντας συνέχισε αναφερόμενος στον τάφο του Ιωάννη Βουγιουκλάκη και στην επίσκεψη της ίδιας της Αλίκης στο χωριό: «Εκεί απέναντι στη στάνη ήταν ο τάφος τους. Τους έθαψαν και τους τέσσερις σε ένα μνήμα. Σήμερα το μνημείο έχει οργωθεί από γεωργούς». Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70 όλο το χωριό Πλάτανος ξεσηκώθηκε με την είδηση ότι η Αλίκη Βουγιουκλάκη έχει πάει για να πάρει τα οστά του πατέρα της: «Είχε φέρει μαζί της και εργάτες για να ξεθάψει τα οστά του πατέρα της».
Αυτή είναι η αλήθεια του Γιώργου Πετρίδη, όμως υπάρχει και μια άλλη μαρτυρία για το περιστατικό, αυτή του 90χρονου σήμερα αντιστασιακού Μίμη Μαζωμένου. «Τέλος Δεκεμβρίου 1943, αρχές Γενάρη 1944 βρισκόμαστε με το 2ο Τάγμα του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ στο Μοναστήρι Άη Θανάση, στα Καλύβια Φενεού Κορινθίας. Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Καθόμαστε με τον αξέχαστο φίλο και συναγωνιστή μου Τάκη Μπιτσάνη και κουβεντιάζαμε αναπολώντας τη ζωή μας στην Τρίπολη όταν μας πλησίασε ο Καπετάνιος του Τάγματος -και κατοπινά του Συντάγματος- ο Ηρακλής ο Τζάθας και μας έδωσε την είδηση ότι επάνω στο Ηγουμενείο βρίσκεται ο Βουγιουκλάκης, που μας τον έφεραν κρατούμενο. Τον είχαν συλλάβει σε έναν σταθμό του σιδηροδρομικού άξονα Τρίπολης-Κορίνθου συνοδεύοντας ένα βαγόνι γεμάτο ληστευμένα αγροτικά προϊόντα όπως μας είπαν με προορισμό την Αθήνα. Τον επισκέφθηκα σε ένα κελί που στο μεταξύ τον είχαν μεταφέρει… Ήταν ένα ανθρώπινο κουρέλι. Αυτός ο υπερόπτης “άφτερος Ντούτσε” ήταν ένα άθλιο, αξιοθρήνητο και τρομαγμένο ανθρωπάκι. Πραγματικά ήταν να τον λυπάσαι. Κάθε αντάρτη που έβλεπε τον ικέτευε να τον σώσει. Του εξήγησα ότι εμείς δεν έχουμε δικαιοδοσία σε παρόμοια θέματα. Δεν είμαστε δικαστήριο, ούτε καν ανακριτικό γραφείο. “Η μόνη μας υποχρέωση και ευθύνη είναι να σε προωθήσουμε στις αρμόδιες Υπηρεσίες (Πολιτοφυλακή και Ανακριτικό Γραφείο) που βρίσκονται στην Κυνουρία. Εκεί θα δώσεις εξηγήσεις για τη συμπεριφορά σου σαν συνεργάτης των κατοχικών στρατευμάτων”. Την επομένη το πρωί, παρουσία όλων των ανδρών του Τάγματος που είχαν συγκεντρωθεί για να δουν τον πρώην παντοδύναμο Βουγιουκλάκη -καθώς το όνομά του ήταν πασίγνωστο σε όλο τον Μωριά, και όχι μόνο, για τα κατορθώματά του, κυρίως στη λεηλασία της αγροτικής σοδειάς- και με συνοδεία ανταρτών πήρε το δρόμο για την Κυνουρία. Αυτή η σκηνή θα μου μείνει χαραγμένη στο νου για πάντα. Μια φιγούρα σε πλήρη ψυχική κατάρρευση. Βλέποντας αυτή την εικόνα αυτόματα σου έρχονταν στο μυαλό τα παλικάρια που ολόρθα, περήφανα στέκονταν μπροστά στα έξι τουφέκια ζητωκραυγάζοντας για την Ελλάδα, τη λευτεριά και τον αδούλωτο λαό μας. Όπως μάθαμε αργότερα, δικάστηκε στην Κυνουρία σε ανοιχτή δίκη από λαϊκό δικαστήριο και εκτελέστηκε».
Ο Αντώνης Βουγιουκλάκης μίλησε και εκείνος για τον πατέρα του αναφέροντας πως: «Όσες φορές έτυχε να βρεθώ σε εκείνα τα μέρη, οι περισσότεροι μου μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον πατέρα μου. Μας λένε πόσο πολύ βοήθησε τον κόσμο και πολλά άλλα εκπληκτικά πράγματα που έκανε τα οποία και εμείς οι ίδιοι δεν γνωρίζαμε. Ο πατέρας μου ήταν από τις πιο σημαντικές και ηρωικές μορφές της εποχής εκείνης, καθώς έσωσε πολύ κόσμο. Αναμφισβήτητα όμως, η έλλειψη του πατέρα είναι από τις πιο συνταρακτικές στιγμές στη ζωή ενός παιδιού». Στην ερώτησή αν τελικά δολοφονήθηκε από αντάρτες, απάντησε: «Δεν είναι οι κατάλληλες εποχές για να αναμοχλεύσουμε τέτοια γεγονότα. Γιατί όταν υπάρχει λόγος θα υπάρχει και αντίλογος και πάει λέγοντας». «Η Αλίκη συνεχώς έκλαιγε για τον πατέρα μας. Δεν ήθελε να το πιστέψει όλο αυτό. Της άφησε μεγάλη πληγή αυτό το δυσάρεστο γεγονός».