Αλλάζουν τα σχολικά βιβλία – «Να μάθουμε στα παιδιά μια σύγχρονη ιστορική συνείδηση»

Τα σχολικά βιβλία δεν αποσύρονται μόνο όταν αλλάζουν οι εποχές και χρειάζεται εκ των πραγμάτων να ενημερωθούν και να εκσυγχρονιστούν, αλλά και όταν μολονότι πρωτοπορούν επιστημονικά, παραμένουν ενοχλητικά για τις κυρίαρχες αντιλήψεις.


Τέσσερα τέτοια εγχειρίδια, που απέκλιναν από τα καθιερωμένα και εξοβελίστηκαν από τις ελληνικές σχολικές αίθουσες κατά τη διάρκεια τόσο του 20ου όσο και του 21ου αιώνα, εξετάζει στη μελέτη του «Τα αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα 1858-2008» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) ο Χάρης Αθανασιάδης, ιστορικός της εκπαίδευσης και αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Ο ερευνητής αρχίζει την εξιστόρησή του από το εγχειρίδιο Ιστορίας της Στ΄Δημοτικού της Μαρίας Ρεπούση, που αποτέλεσε αντικείμενο σφοδρών συγκρούσεων, μεταξύ 2006 και 2008, και συνεχίζει προς τα πίσω: πρώτα με το εγχειρίδιο Ιστορίας της Γ’ Λυκείου του Γιώργου Κόκκινου, που ήταν προγραμματισμένο για διδασκαλία το 2002 αλλά δεν έφτασε ποτέ στο σχολείο, ύστερα με το εγχειρίδιο ιστορίας της Β’ Γυμνασίου του Κώστα Καλοκαιρινού το 1965 και τέλος με το αναγνωστικό της Γ’ Δημοτικού «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου το 1918.

Η Ρεπούση προκάλεσε την οργή γιατί περιέγραψε ως «συνωστισμό» τον αγώνα των Ελλήνων να ξεφύγουν από το λιμάνι της Σμύρνης το 1922, ο Κόκκινος ήγειρε αντιδράσεις γιατί μίλησε για τον κυπριακό εθνικισμό της ΕΟΚΑ, ο Καλοκαιρινός ερέθισε επειδή δεν αναγνώρισε την ελληνικότητα του Βυζαντίου και ο Παπαντωνίου κατηγορήθηκε για αδιαφορία προς την πατρίδα και το έθνος.

Πώς μπορεί να γεφυρωθεί η διαφορά που παρουσιάζεται ανάμεσα στα ευρήματα της ιστοριογραφικής επιστήμης και στη δημόσια αντίληψη περί Ιστορίας, που οδηγεί στον εξοστρακισμό των σχολικών εγχειριδίων;

«Έχουμε από τη μια πλευρά την ακαδημαϊκή έρευνα, της οποίας μόνο ένα μικρό κομμάτι βγαίνει στη δημόσια θέα και από την άλλη τις παγιωμένες βεβαιότητες του δημόσιου χώρου για το ιστορικό παρελθόν» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χ. Αθανασιάδης, που έχει ειδικευτεί στην ιστορία του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και των κοινωνικών διαμαχών γύρω από τη σχέση έθνους και σχολείου:

«Τα σχολικά βιβλία οφείλουν να αντλούν από τις κατακτήσεις της επιστήμης, αλλά δεν μπορούν να παραγνωρίσουν τις δημόσιες αναπαραστάσεις της Ιστορίας. Εκείνο που απαιτείται είναι ένα έγκυρο μίγμα. Αν πάντως οι ιστορικοί δεν κάνουν κάτι με τη δημόσια Ιστορία, το παιχνίδι είναι προορισμένο να χαθεί. Ένας δοκιμασμένος τρόπος είναι η συνεργασία τους με τις εφημερίδες, αλλά η ανάπτυξη του διαδικτύου τα τελευταία χρόνια έχει μεγαλώσει την απόκλιση ανάμεσα στην ιστοριογραφική επιστήμη και τη δημόσια Ιστορία. Χρειάζεται, ωστόσο, να ξεφύγουμε από τα παραδοσιακά σημερινά εγχειρίδια και να μεταφέρουμε στα παιδιά μια ιστορική συνείδηση κατάλληλη για τις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτός είναι ο σκοπός της διδασκαλίας της Ιστορίας και όχι η τόνωση της εθνικής ταυτότητας».

Τι είναι εκείνο που συνδέει τα τέσσερα αποσυρθέντα βιβλία μέσα στον χρόνο;

«Οι συγκρούσεις για βιβλία που εμπεριέχουν ιστορικές αφηγήσεις είναι κάτι το οποίο ξεκινάει κατά τον 20ο αιώνα. Αν πάμε παλαιότερα, θα δούμε ότι η διάσταση ανάμεσα στην επιστήμη της ιστοριογραφίας και τη δημόσια Ιστορία δεν υπάρχει. Από το 1894 τα σχολικά εγχειρίδια υιοθετούν το τριμερές, ρομαντικό σχήμα του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου για την αρραγή συνέχεια μεταξύ αρχαίας, βυζαντινής και νεώτερης ελληνικής ιστορίας. Πρόκειται για ένα σχήμα, το οποίο μολονότι δεν υιοθετείται στις ημέρες μας, επανέρχεται ασμένως μόλις καταβληθεί προσπάθεια να ειπωθεί κάτι διαφορετικό.

Και να σκεφτείτε πως με βάση αυτό το σκεπτικό ο ”Γεροστάθης” του Λέοντος Μελά του 1858, το πέμπτο σχολικό βιβλίο που εξετάζω στη μελέτη μου, θα ήταν πάραυτα εξοβελιστέος αφού στις σελίδες του η ιστορία των υποδουλωμένων Ελλήνων εκκινεί με τους Μακεδόνες και συνεχίζεται με το Βυζάντιο. Και να σκεφτείτε ακόμα πως όταν ο Παπαρρηγόπουλος έγραψε την πρώτη, μικρή εκδοχή του έργου του, που προοριζόταν για το σχολείο, απορρίφθηκε επειδή θεωρούσε Έλληνες τους Βυζαντινούς. Το έργο του έγινε μπεστ σέλερ μόνο όταν γράφτηκε σε μεγαλύτερη έκταση και προς “χάριν των πολλών” (στην απλούστερη δυνατή καθαρεύουσα της εποχής του). Τότε κέρδισε τον δημόσιο χώρο, κατορθώνοντας εν συνεχεία να περάσει και στο σχολείο. Έτσι πρέπει να κάνουμε κι εμείς: να γράψουμε εύληπτες εκδοχές των επιστημονικών μας πορισμάτων και να κατακτήσουμε τη δημόσια Ιστορία».

Έχουν οι περιπέτειες της σχολικής ιστορίας να κάνουν με τον εκάστοτε συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων; «Μα, φυσικά» απαντά ο Χ. Αθανασιάδης:

«Τα τέσσερα αποσυρθέντα βιβλία της μελέτης μου συμπίπτουν με ισάριθμες προοδευτικές στιγμές της ελληνικής κοινωνίας: με τον επαναστατικό βενιζελισμό ο Παπαντωνίου, με το ανανεωτικό πνεύμα του Γεωργίου Παπανδρέου στην εκπαίδευση ο Καλοκαιρινός, με τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη ο Κόκκινος και η Ρεπούση. Η ήττα, αντιθέτως, των προοδευτικών δυνάμεων έχει ως αποτέλεσμα και την πτώση των βιβλίων ή, αντίθετα, η πτώση των βιβλίων προοιωνίζεται την ήττα των προοδευτικών δυνάμεων».

Πηγή: ΑΠΕ/ΜΠΕ



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!