Η Αρχαία Μεσσήνη με ήχους, χωρίς μουσική
Πόσο ωραία είναι λοιπόν η μουσική, αλλά και πόσο ωραία, όταν έχει ήδη τελειώσει».
Αρια του Μορόζου (Φινάλε) από την όπερα
«Η σιωπηλή γυναίκα» (1935),
μουσική Ρίχαρντ Στράους,
ποίηση Στέφαν Τσβάιχ.
Καθώς βρίσκομαι στην Αρχαία Μεσσήνη και, από τον δρόμο του ομώνυμου οικισμού (το παλιό Μαυρομάτι), ατενίζω τον αρχαιολογικό χώρο που απλώνεται αμφιθεατρικά μπροστά μου, απολαμβάνω ταυτοχρόνως και το μεγάλο δώρο της σιωπής. Ή ορθότερα, της απουσίας μουσικής υπόκρουσης. Δεν το συνειδητοποιεί ίσως κανείς από την πρώτη στιγμή, αλλά έπειτα από λίγη ώρα το αυτί προσέχει τα ευεργετήματα της ησυχίας· δηλαδή, τους ήχους.
Πραγματικά, οι αρχαιολογικοί είναι μάλλον οι τελευταίοι χώροι της ανθρώπινης δραστηριότητας που έχουν μείνει ακουστικά σχετικά αμόλυντοι. Οπουδήποτε αλλού, στο μετρό, στο αυτοκίνητο, στο λεωφορείο, στο εστιατόριο, στην παραλία, στα καταστήματα, στις αίθουσες αναμονής, παραμονεύει η μανία της μουσικής υπόκρουσης, η οποία μετατρέπει τη μουσική σε ένα ακόμα στοιχείο της αστικής βουής. Εδώ όμως δεν υπάρχει ούτε άστυ ούτε υπόκωφο βουητό.
Στην Αρχαία Μεσσήνη, στον χώρο και στο χωρίον, επικρατεί ησυχία. Τα σπίτια και τα ελάχιστα καταστήματα τηρούν, θα έλεγες, μιαν αιδήμονα σιωπή απέναντι στο μνημείο, με το οποίο βρίσκονται σε άμεση επαφή. Η πλαγιά έχει τέτοια μορφολογία που οι θόρυβοι θα ενοχλούσαν. Η ακοή αρχίζει και πάλι να οξύνεται στους ήχους, φυσικούς και ανθρωπογενείς. Οι τέττιγες, τα ανοιγόκλειμα ενός παραθύρου, το κούνημα των φυτών από τον άνεμο, που δίνει το καθένα ένα διαφορετικό θρόισμα.
Οι ήχοι της φύσης
Ενας σκύλος, ένας γάιδαρος, ένας κόκορας. Το περαστικό αυτοκίνητο. Ενα κοπάδι πρόβατα με τα κουδουνάκια τους. Τα γεράκια που υπερίπτανται μεγαλόπρεπα αδειάζοντας τον ορίζοντα από τα άλλα πετούμενα. Ακόμα και οι αναπόφευκτες ηλεκτρικές συσκευές επίσης αποτελούν έναν διακριτό ήχο. Κάποιες φορές ακούγεται η εκκλησία. Είναι ψηλά και το εκκλησιαστικό μέλος διαχέεται μέχρι το αρχαίο στάδιο. Εντός του αρχαιολογικού χώρου επίσης ακούς το νερό, που τρέχει ακόμα και τις πιο ζεστές μέρες. Η υγρασία προσελκύει και τη σχετική πανίδα, κυρίως καβουράκια. Τα κοράκια τα ανυψώνουν και έπειτα τα αφήνουν να πέσουν για να σπάσει το κέλυφος. Το βράδυ αλυχτούν τα τσακάλια. Τα αγριογούρουνα δεν ακούγονται, αλλά την επόμενη μέρα βρίσκει κανείς τα ίχνη τους.
Οι επισκέπτες είναι αρκετοί, αλλά διασκορπισμένοι στην έκταση, σπάνια συμπίπτουν σε αλληλεπίδραση. Η δική μου παρουσία αυτή τη φορά σχετίζεται με τη διπλή έκθεση ζωγραφικής και γλυπτικής που πραγματοποιείται στον χώρο του σταδίου, σε επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Λουίζας Καραπιδάκη. Από τη μία πλευρά στέκουν οι θώρακες και τα άλογα της Αλεξάνδρας Αθανασιάδη. Η θεματική αυτή, την οποία η αγαλματοποιός επεξεργάζεται από δεκαετίας, μας φέρνει στον νου τους «πολεμητήριους ίππους» για τους οποίους ήταν περίφημη η Μεσσηνία. Τα εντυπωσιακά έργα εναρμονίζονται με το περιβάλλον, αλλά ταυτόχρονα αναζητούν ανήσυχα τη θέση τους σε αυτό.
Προσωπικά, την ανακαλύπτω μέσα από τη ματιά της ξενοδόχου μου και τοπικής φωτογράφου Μαρίας Μπαλοπούλου. Μέσα από τον φακό της καταφέρνει να συλλάβει και να μου αποτυπώσει μοναδικά την ισορροπία ανάμεσα στα φασματικά άλογα και τις διάφωτες κιονοστοιχίες. Θυμάμαι τους στίχους του ποιητή Ανδρέα Κάλβου: τ’ άλογα, και εις την ράχην τους / το πνεύμα των ανέμων / κάθεται μόνον.
Μεγάλο τόλμημα
Στην άλλη πλευρά βρίσκονται οι νωπογραφίες της Ιόλης Ξιφαρά. Η έκθεση έργων ζωγραφικής σε έναν ανοιχτό χώρο αποτελεί ένα τεράστιο τόλμημα, αλλά η καλλιτέχνις δεν πτοήθηκε προκειμένου να πραγματοποιήσει ένα διαχρονικό όνειρο· ήδη από την άνοιξη του 2015 είχε παρουσιάσει στην Art Athina τη μεγάλη ελαιογραφία «Et in Messenia Ego», για την οποία ο ανασκαφέας του χώρου καθηγητής Πέτρος Θέμελης είχε συνθέσει ένα πρωτότυπο ποίημα αφιερωμένο στο «χ (ρ)ωμάτινο σώμα» της μυστικής βακχείας που σηματοδοτεί η εκ νέου συνάντηση της τέχνης και της αρχαιολογίας. Η ανθρωποκεντρική και μυθική θεματική των έργων της ζωγράφου συντείνουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Στην παρούσα έκθεση επιλέχθηκε η τεχνική της νωπογραφίας (φρέσκο), που είναι εξαιρετικά ανθεκτική, και ταυτόχρονα εντυπωσιακή. Τα χρώματα αναβλύζουν σχεδόν μέσα από τον ασβέστη με σπάνια ζωντάνια. Τα αναδεικνύει ακόμα περισσότερο το απογευματινό φως που έχω την τύχη να απολαμβάνω ύστερα από μια σύντομη βροχή. Εκτός από τα ήδη εκτεθειμένα έργα, η καλλιτέχνις ετοιμάζει καινούργια, που τα φιλοτεχνεί κατά χώραν, εμπνευσμένα από τον περιβάλλοντα χώρο. Οταν θα έχουν στηθεί όλα μαζί για τα εγκαίνια στις 10 Σεπτεμβρίου στους σωζόμενους τοίχους της στοάς, αυτή θα ανακτήσει μία από τις λειτουργίες που θα μπορούσε να έχει κατά την αρχαιότητα και θα γίνει μια πραγματική «πινακοθήκη».
Λίγο πιο πέρα υπάρχει ένας ακόμα χώρος ανα-δημιουργίας: ο Πέτρος Θέμελης με την ομάδα του αναστηλώνει την παλαίστρα. Η αναστηλωτική δραστηριότητα, η πλούσια φύση της Μεσσηνίας, η συνεχής φροντίδα του καθηγητή καθιστούν την Αρχαία Μεσσήνη χώρο με μια νεανική σφριγηλότητα. Κάθε χρόνο μερικοί ακόμα λίθοι έχουν αναστηλωθεί. Διαπιστώνεις όμως και ότι πολλά ακόμα πρέπει να γίνουν, για την αναστήλωση και για την ανάδειξη και προστασία του χώρου. Υπάρχει μια εφηβική δυναμική που πρέπει να υποστηριχθεί οικονομικά και θεσμικά για να μην επισυμβεί το απευκταίο πισωγύρισμα.