Έλληνας ηθοποιός σοκάρει: ”Θέλω να μου κάνουν ευθανασία”

Με ξέχασαν όλοι … οι φίλοι φίδια, μου έφαγαν όλα τα λεφτά από τις διαφημίσεις… Δεν θέλω να ζήσω άλλο!


«Θέλω να μου κάνουν ευθανασία. Δεν θέλω να ζήσω άλλο. Με μια ένεση να τελειώσω. Έχω κάνει αρκετές απόπειρες αυτοκτονίας, αλλά…σώθηκα. Και στη Νέα Πέραμο όπου ζούσα πήγα να πέσω από το μπαλκόνι. Είμαι απελπισμένος, γιατί πέθαναν όλοι οι δικοί μου. Δεν έχω πια κανέναν. Δεν έχω κάνω μελλοντικά σχέδια και αυτό μού έχει κοστίσει»….

Με αυτά τα τραγικά λόγια, ένας από τους τελευταίους θρύλους των λεγόμενων «μπουλουκιών», ο περίφημος Κατσουλίνος, ανοίγει την καρδιά του στη News και μιλάει για όσα βιώνει ο ίδιος μετά το χαμό της πολυαγαπημένης του συζύγου Μπέμπας Δόξα.

Έξω από το «Σπίτι του Ηθοποιού» μάς περιμένει υπομονετικά για να μας εκμυστηρευτεί όλα τα εσώψυχα του. Ανήμπορος πλέον να περπατήσει χωρίς βοήθεια  ο άλλοτε υπερκινητικός Κατσουλίνος, που σάρωνε στα θέατρα αλλά και στις πίστες των νυχτερινών κέντρων, είναι πλέον μόνιμος κάτοικος του ιδρύματος. «Είναι καλά εδώ στο “Σπίτι του Ηθοποιού”. Με φροντίζουν και με αγαπούν. Όμως για έναν σαν και εμένα, που έχω ζήσει ελεύθερο πουλί, αυτό είναι σκλαβιά. Γιατί είμαι ανήμπορος να περπατήσω», μας λέει βουρκωμένος.

 


«Μεγάλωσα μέσα στα μπουλούκια…»

Το πραγματικό του όνομα είναι Βαγγέλης Κομματάς και γεννήθηκε στις Σέρρες από πολύ φτωχή οικογένεια. Πάντα μέσα στην ψυχή του ήθελε να γίνει ένα μέρος του θιάσου που έβλεπε στα παιδικά του χρόνια, στην Χαλκίδα, όπου και μεγάλωσε. «Μετά από τη Χαλκίδα μετακομίσαμε στην Αθήνα. Εκεί, μου άρεσε να βλέπω θέατρο, ενώ παράλληλα δούλεψα μέσα εκεί ως μικροπωλητής. Με την πρώτη ευκαιρία, εγώ στην πρώτη σειρά. Μια μέρα πήγα να δω παράσταση και εντελώς τυχαία με έβγαλαν στη σκηνή και έτσι…ψωνίστηκα», μας λέει και σκάει στα γέλια. «Μπήκα στο θίασο Πλατή και Ρούσσου, με τη Μίτση Κωνσταντάρα, τον Κώστα Παπαχρήστο και πολλούς άλλους. Πού να τους θυμάμαι όλους. Τότε δεν υπήρχαν βεντετισμοί. Σε ηλικία 19 ετών, λοιπόν, εγώ βγήκα στο θέατρο και ήμουν τόσο καλός που σιγά-σιγά απέκτησα και δικό μου θίασο. Με αγαπούσαν όλοι».

Ποιος ήταν ο πιο καλοκάγαθος από όλους τους μεγάλους; «Ο Μανέλης ήταν ψυχούλα και γλεντζές. Δεν τον ένοιαζε τίποτα, κάναμε φοβερή παρέα. Η Βασιλειάδου ήταν άλλο πράγμα», λέει και θυμάται περιστατικά από τα ένδοξα χρόνια της επιθεώρησης. Το παρατσούκλι «Κατσουλίνος», το απέκτησε από έναν που τον είδε δυο τρεις φορές με έναν σκούφο και τον έβγαλε έτσι. «Μου άρεσε ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο και το κράτησα», μας λέει χαμογελώντας.
«Χρήματα δεν απέκτησα ποτέ…»

Ο Κατσουλίνος ήταν από τους πιο απαραίτητους ηθοποιούς για να «γεμίσει» ο θίασος, γι’ αυτό άλλωστε δεν έμεινε ποτέ χωρίς δουλειά. «Λεφτά δεν απέκτησα ποτέ. Ίσα-ίσα για να ζήσουμε τα φέρναμε βόλτα με τη γυναίκα μου. Δεν μας πείραζε όμως, γιατί ζούσαμε με αγάπη και γέλιο. Όταν έχασα τη σύζυγό μου, έχασα και τη γη κάτω από τα πόδια μου. Δεν ήθελα άλλο να ζήσω. Δεν ήθελα να μείνω μόνος μου στη ζωή», ενώ για τα παιδιά που δεν απέκτησε, λέει. «Με την Μπέμπα δεν έτυχε να αποκτήσουμε παιδιά, γιατί είχαμε το μυαλό μας στη δουλειά. Ωστόσο δεν μου λείπουν. Δεν είναι κάτι που επιθυμώ. Έχω μια αδερφή στη Σάμο, αλλά και αυτή είναι κατάκοιτη, οπότε είμαι εντελώς μόνος στη ζωή».

«Τα λεφτά από τις διαφημίσεις μού τα έφαγαν οι φίλοι-φίδια…»

Τηλεόραση δεν έκανε ποτέ. Το ίδιο και κινηματογράφο. «Δεν μου αρέσει να μου επιβάλλει ο σκηνοθέτης τι θα πω και πως θα κινηθώ. Εγώ πάντα έπαιζα από ένστικτο και ήμουν ελεύθερος να κάνω ότι θέλω. Γι’ αυτό και απέρριψα όσες προτάσεις μου έκαναν όλα τα χρόνια. Άλλωστε στον κινηματογράφο δεν έπαιξα στις μεγάλες μου δόξες, γιατί εγώ πάντα πήγαινα περιοδεία με τους θιάσους. Αλλά έκανα πολλά σκέτς και σε διάφορες πίστες. Ας πούμε με την Καίτη Γκρέυ δουλέψαμε πολύ μαζί σε κέντρα», λέει, ενώ η κουβέντα μας αδιαμφισβήτητα πηγαίνει και στις διαφημίσεις που έκανε για γνωστή τράπεζα. «Είδα το σενάριο, αλλά ρώτησα πόσα λεφτά θα πάρω. “Τα θέλω μόλις τελειώσω το γύρισμα”, τους είπα και εκείνοι μου έδωσαν την πρώτη φορά 3.500 ευρώ, ενώ μετά πήρα άλλα 12.000 ευρώ για την άλλη διαφήμιση, τα οποία δεν τα κράτησα. Μου τα έφαγαν οι φίλοι-φίδια και έτσι έμεινα στον άσο», λέει με παράπονο και με σκυμμένο το κεφάλι.

«Με ξέχασαν όλοι…»

Πίνει μια γουλιά καφέ, κοιτάζει γύρω του και συνεχίζει την περιπλάνησή του στις περασμένες δεκαετίες. Τον ρωτάμε αν τον επισκέπτονται άλλοι παλαίμαχοι ηθοποιοί. «Έχουν πεθάνει όλοι. Είμαι ο τελευταίος μαζί με τον Βουτσά. Εκείνος ακόμα αντέχει και παίζει μαζί με τη νεολαία και μπορεί και πληρώνεται καλά. Αλλά τι να τα κάνεις τα λεφτά στην ηλικία τη δική μας; Άλλοι μας τα τρώνε», λέει χαμογελώντας με το γνωστό του ύφος, ενώ μας λέει ότι μόνο ο Μανώλης Δεστούνης τον θυμάται και τον επισκέπτεται.

«Κοιτάζω πότε θα έρθει ο θάνατος…»

Ο άνθρωπος με τον οποίο κάποτε ξεκαρδιζόταν όλη η Ελλάδα, πλέον δεν κάνει όνειρα, δεν αποζητά τίποτα από τη ζωή, παρά μόνο τη λύτρωση. «Πλέον κοιτάζω απλώς πότε θα έρθει ο θάνατος. Θέλω να φύγω από τη ζωή. Ήμουν πάντα υπερκινητικός και τώρα πηγαίνω με το “Π”. Πλέον είμαι βάρος και για τον εαυτό μου και για τον κόσμο. Με πήρε από κάτω από το 2002 όταν έφυγε η αγάπη μου, η σύζυγός μου. Από τότε και μετά είπα, δεν θέλω άλλη ζωή. Με μια ένεση, ας τελειώσω. Ας μου κάνουν ευθανασία. Είμαι πολύ απογοητευμένος».
Για να ελαφρύνουμε λίγο την κουβέντα, τον ρωτάμε αν πιστεύει στην ύπαρξη πολλών ζωών. «Παραμύθια. Αν ήταν έτσι, θα είχα πεθάνει πριν από 30 χρόνια και τώρα θα ξαναρχόμουν φρέσκος φρέσκος, παιδαρέλι», λέει και ξεκαρδίζεται στα γέλια, ενώ τελειώνοντας, επισημαίνει: «Από την άλλη, όμως είναι γλυκιά η ζωή και δεν θέλω να πεθάνω τώρα. Είναι ανάμεικτα τα συναισθήματα που μου προκαλεί η λέξη “θάνατος”, ξέρεις».

 

 



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!