H δυτική Θεσσαλονίκη ελπίζει ξανά – Η ιστορία του αμαρτωλού Βαρδάρη
Πλατεία Βαρδάρη, Αξιού, Μεταξά, Αλεξάνδρου Σβώλου, τώρα Δημοκρατίας. Επάλληλα τα ονόματά της, επάλληλες και οι μεταλλάξεις της από τις αρχές του 20ού αιώνα έως τις μέρες μας.
Πλατεία Βαρδάρη, Αξιού, Μεταξά, Αλεξάνδρου Σβώλου, τώρα Δημοκρατίας. Επάλληλα τα ονόματά της, επάλληλες και οι μεταλλάξεις της από τις αρχές του 20ού αιώνα έως τις μέρες μας. Με όποιο όνομα κι αν τη θυμούνται οι παλαιότεροι, ένα υπάρχει στη συνείδηση όλων: το Βαρδάρι. Προσδιορίζει την ευρύτερη περιοχή γύρω από την ομώνυμη πλατεία, το σύνορο ανάμεσα στο αστικό κέντρο και τις δυτικές συνοικίες. Στους κόλπους της χώνεψε πρόσφυγες και μετανάστες, λαϊκές τάξεις, εργάτες, ταξιδιώτες, φαντάρους και ναυτικούς που έγραψαν την ιστορία της, αλλά και τη μυθολογία της. Την έπλασαν τα στέκια του έρωτα –η Τρούμπα της Θεσσαλονίκης– τα καφέ αμάν, τα πορνεία, οι ταβέρνες, τα λαϊκά ξενοδοχεία, τα «ύποπτα» σινεμά, τα κακόφημα μπαρ, τα αλισβερίσια της αμαρτίας στα σκοτεινά του σοκάκια. Η λογοτεχνική τοιχογραφία του Γιώργου Ιωάννου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου δεν υπάρχει πια. Τη μετάλλαξε ο πολεοδομικός μετασχηματισμός της πόλης στο πέρασμα του αιώνα, η εισβολή της κινεζικής επιχειρηματικότητας την τελευταία εικοσαετία και, τώρα, οι αναπλάσεις μεγάλης κλίμακας του Δήμου Θεσσαλονίκης που ανατρέπουν σταδιακά την εικόνα της εγκατάλειψης και της απόλυτης παρακμής στις συνοικίες της (Χρηματιστήριο, Αγίων Αποστόλων, «Μπάρα»).
Οι παρεμβάσεις προϋπολογισμού 1,49 εκατ. ευρώ, στην οικιστική ζώνη ανάμεσα στις οδούς Μοναστηρίου και 26ης (Αισώπου, Ταντάλου, Σαπφούς κ.ά.) άλλαξαν το σκηνικό. Η βίλλα Πετρίδη, το νεοκλασικό της οδού Αναγεννήσεως που οριοθετούσε τα στενά της αμαρτίας από τη ζώνη του λιμανιού, ανακαινισμένο, φωταγωγημένο τη νύχτα, λάμπει στο γκρίζο αστικό τοπίο. Ευρύχωρα πεζοδρόμια πλαισιώνουν το παλαιό λιθόστρωτο καλντερίμι στην οδό Αισώπου. Κολωνάκια αποτρέπουν το άναρχο παρκάρισμα, λαμπτήρες εξοικονόμησης ενέργειας (LED) φωτίζουν τους άλλοτε σκοτεινούς δρόμους και ο νέος αστικός εξοπλισμός βελτίωσε αισθητικά την εικόνα της εγκατάλειψης.
Τα στέκια του έρωτα είναι πλέον μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού (από τα 70 της δεκαετίας του ’70 έμειναν 4) αλλά η αγορά της ως κέντρο χονδρεμπορίου, ζωντανή παρά την κρίση, υπόσχεται μια νέα δυναμική. Η οδός Αισώπου, τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν από τις καταιγιστικές εξελίξεις, έσφυζε από ζωή. Παρέες Κινέζων συζητούσαν στα πεζοδρόμια, έπαιζαν με τα κινητά, εξυπηρετούσαν πελάτες. Εμποροι από τη Θεσσαλονίκη, τη βόρεια Ελλάδα ακόμη και από γειτονικές βαλκανικές χώρες φόρτωναν εμπορεύματα, ρούχα συνήθως, που αγοράζουν με το κιλό. Στη γειτονιά δεν υπάρχουν τα κλειστά καταστήματα της ύφεσης. Θεσσαλονικείς, ακόμη και Αθηναίοι, μετέφεραν εκεί τις επιχειρήσεις τους, Βούλγαροι επιχειρηματίες άνοιξαν δικές τους, Ελληνίδες εργάζονται ως υπάλληλοι στα κινεζικά καταστήματα και Κινέζοι σε ελληνικά…
Κινεζούπολη
Το βράδυ λιγότεροι «μοναχικοί περιφέρονται στα πέριξ». Η περιβαρδάρια ζώνη, «κάποτε μια φιλόξενη αγκαλιά για ποικίλα μπερμπαντέματα (ευτυχώς προλάβαμε) τώρα μια απωθητική κινεζούπολη, είναι ξεθυμασμένη από την σπαρταριστή ζωντάνια της, ορφανή από τα “αμαρτωλά” της στέκια» μας λέει ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης που έγραψε για τον μύθο της. «Από κάνα βράδυ περνώ και μαραζώνω, κι απ’ τη βουβαμάρα της αγριεύομαι. Εμεινε έτσι από τότε, που, πριν πολύ καιρό, συναντώντας στην οδό Σαπφούς τον Χριστιανόπουλο με το σούρουπο μου είπε: «Μπράβο! Ηρθες να επιθεωρήσεις την ερημιά;».
«Η ανάπλαση αποκατέστησε την ευταξία» διευκρίνιζε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης σε πρόσφατη περιήγηση στην «Τσαϊνατάουν». Το επόμενο στάδιο, ανέφερε, είναι η αναζωογόνηση της περιοχής, μεθοδευμένα και συστηματικά, με βάση τη σύνθεση του πληθυσμού και την πολλαπλότητα των λειτουργιών της: εμπόριο, αναψυχή, αγοραίος έρωτας. Θα μπορέσει η γειτονιά να χτίσει μια νέα ταυτότητα, μια «τσαϊνατάουν» με ποικίλες επιχειρήσεις (κινέζικα τρόφιμα, εστιατόρια) που θα της δώσουν ξεχωριστό χρώμα, μια νέα μαγεία;
«Οπου τα πάθη τα σκεπάζει το μπετόν του εξωραϊσμού, όλα γίνονται μικροαστικά, ευπρεπή, ομοειδή και αδιάφορα» μας λέει ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης. «Η ανάπλαση στη μυθική περιοχή εξαφάνισε τη λαχτάρα, το κυνηγητό, την αποκάλυψη και την ενοχή. Η κρυπτικότητα και τα μυστικά χάνονται και γίνονται φραγκοδίφραγκα στα χέρια Κινέζων εμπόρων. Η εργολαβία και οι εταιρείες θα αποτελειώσουν τη μαγεία.
Δεν θα υπάρχει πια καταφυγή. Ο καταδιωγμένος και ο αγοραίος έρωτας, οι “γενναίοι της ηδονής”, πάλι θα χάσουν έδαφος. Κι εκεί που σκίζονταν οι ψυχές και ίδρωναν τα κορμιά, κι ενωμοτάρχες σκάλιζαν τις στάχτες, τώρα έφηβες αδιάφορες, θα κάθονται σε μοντέρνα διαμερίσματα και θα παίζουνε προσηλωμένες, σκυφτές, με αυτιστικά κινητά».