Η Τζένη Χειλουδάκη επέστρεψε…και μιλά για όλα στο Bizznews.gr!
Το ραντεβού μας ήταν στις 5. Έφτασα πέντε λεπτά νωρίτερα και ήταν ήδη εκεί. Καθόταν σε ένα διακριτικό τραπεζάκι και μόλις με είδε σήκωσε ψηλά το χέρι της για να μου κάνει νεύμα. Πλησίασα και άρχισα αμέσως με το βλέμμα να την επεξεργάζομαι. Ντυμένη απλά με ένα υπέροχο ασπρόμαυρο παλτό και τα ξανθά μαλλιά της πιασμένα ψηλά. Μία καθημερινή γυναίκα. Η Τζένη Χειλουδάκη μία καθημερινή γυναίκα;
Το ραντεβού μας ήταν στις 5. Έφτασα πέντε λεπτά νωρίτερα και ήταν ήδη εκεί. Καθόταν σε ένα διακριτικό τραπεζάκι και μόλις με είδε σήκωσε ψηλά το χέρι της για να μου κάνει νεύμα. Πλησίασα και άρχισα αμέσως με το βλέμμα να την επεξεργάζομαι. Ντυμένη απλά με ένα υπέροχο ασπρόμαυρο παλτό και τα ξανθά μαλλιά της πιασμένα ψηλά. Μία καθημερινή γυναίκα. Η Τζένη Χειλουδάκη μία καθημερινή γυναίκα;
Κάθισα απέναντί της. Κάθισα απέναντι από την Τζένη την τρανσέξουαλ (όρος που όπως μου είπε εκείνη εισήγαγε πρώτη στην ελληνική καθημερινότητα), απέναντι από την Τζένη το μοντέλο (που έχει περπατήσει ακόμα και δίπλα από τη Σοφία Λόρεν), απέναντι από την Τζένη την πρώην πόρνη, απέναντι από την Τζένη που προκαλούσε με κάθε της εμφάνιση στην τηλεόραση και ανέβαζε τα νούμερα όταν τσακωνόταν ή έβγαζε το στήθος της στην κάμερα, απέναντι από την Dj Χειλουδάκη που κάθε Δευτέρα στο Fou Club στο Γκάζι παίζει τα ’80ς και τα ’90ς τραγούδια που γουστάρει σε μια προσπάθεια επανένταξης και επανασύνδεσης με το αθηναϊκό κοινό αφού έλειπε στη Ρόδο 15 χρόνια και απέναντι από την Τζένη «τη συγγραφέα και καλά» όπως μου είπε, απέναντι από την Τζένη «που αιωρείται χρόνια τώρα ανάμεσα στη διασημότητα, στη μη διασημότητα, στον εξευτελισμό, στην υποκουλτούρα και στην εσωτερική της αναζήτηση». Κάθισα απέναντι στη ντίβα του πάλαι ποτέ που σήμερα δεν νιώθει καθόλου έτσι. Ντίβα για την Τζένη είναι εκείνη που προσφέρει κάτι ουσιαστικό στο κοινό της, όπως η Χαρούλα Αλεξίου. Θεωρεί πως ντίβες δεν υπάρχουν στη χώρα μας ή υπάρχουν και είτε δεν το ξέρουν είτε δεν έχουν αναγνωριστεί από το κοινό τους. «Κακά τα ψέματα μα το κοινό στην Ελλάδα είναι τραπέζι στα μπουζούκια με το μινάκι και το εσώρουχο από κάτω να φαίνεται, χαζοτράγουδα του τύπου «Πουτάνα στην ψυχή» του Οικονομόπουλου και τούρκικα στην οθόνη της tv», μου δηλώνει. Αντί να βλέπει tv τον ελεύθερό της χρόνο τον αξιοποιεί μαγειρεύοντας, παίζοντας με τα σκυλιά της, παίζοντας χαζοπαίχνιδα στο facebook –τα οποία λατρεύει- και τελειώνοντας τα 2 νέα βιβλία που ετοιμάζει. Μία μυθοπλασία με μία ιστορία τρόμου και ένα βιβλίο με τη ζωή της σήμερα υπό τον τίτλο «Κρίσης και Αίγλης γωνία» όπου είναι και οι οδοί του σπιτιού της στην Κυψέλη.
Μιλώντας με έναν τόσο ενδιαφέροντα άνθρωπο, που έχει γνώμη και γνώση περί πολλών θεμάτων έχεις πάντα την ευχέρεια να πεις πολλά. Θέλοντας και μη, δεδομένων των συνθηκών η κουβέντα μας έφτασε στην κρίση. «Μερίδιο στην ευθύνη έχουμε και εμείς. Παρ’ ότι από πολιτική δε σκαμπάζω μία, σαν απλή πολίτης μπορώ να πω 2 πραγματάκια. Βέβαια και φταίμε. Διότι από πολύ απλά όπως να πληρώνουμε τα ταμεία μας και τις κλήσεις μας μέχρι και το να θέλουμε Eurovision και Ολυμπιακούς χωρίς να μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα έως το να πάρουμε 10 σπίτια και να μη μπορούμε να αποπληρώσουμε ούτε το ένα, έχουμε ευθύνη. Μπορεί να σωθούμε σε 30 χρόνια. Αλλά ότι θα χρωστάνε και τα παιδιά των παιδιών σας είναι γεγονός. Το θέμα είναι μετά από αυτό να έχει βάλει έστω και λίγο μυαλό ο Έλληνας πολίτης».
Η Χειλουδάκη πάντα κατάφερνε να τραβάει το βλέμμα. Είχε ύφος, τουπέ, ατάκα που έκαιγε τον συνομιλητή της και έτσι τα φώτα έπεφταν πάνω της- «υπάρχει αυτό μέσα μου ακόμα. Και η έπαρση και η ματαιοδοξία και η σκληρότητα υπάρχουν αλλά με τα χρόνια δεν είσαι η ίδια στα 15, στα 25 και στα 43 που βαδίζω πια». Σήμερα δηλώνει μοναχική. Τα ΜΜΕ, της είναι αδιάφορα. «Κάποτε τα λάτρεψα και ζούσα γι’ αυτά μα σήμερα μου είναι παντελώς αδιάφορα γιατί ξέρω τι παιχνίδι παίζεται». Μιλώντας για τα ΜΜΕ τη ρωτάω για έναν γάμο που ακούστηκε και έκανε τα blogs να λυσσάξουν και μου είπε πως «Ο γάμος συνέβη. Γράφτηκε πολύ αλλά επειδή δεν το προέβαλα όσο ήθελαν τα ΜΜΕ, έβγαλαν διάφορα σενάρια». Εκεί βρήκα ευκαιρία να τη ρωτήσω για την εκκλησία και για τον γάμο των ομοφυλοφίλων. «Πίστη για μένα δεν είναι τα παγκάρια που πας και βάζεις τα φραγκάκια, ανάβεις κερί και φιλάς την εικόνα. Για μένα η πίστη είναι από μέσα σου. Την κοσμική εκκλησία τη μισώ. Όλη αυτή την υποκρισία με τη ζαρτιέρα κάτω από το ράσο, δεν τη μπορώ» και «εννοείται πως αποδέχομαι τον γάμο μεταξύ ομοφυλοφίλων και αποδέχομαι και την υιοθέτηση ενός παιδιού με τις σωστές προϋποθέσεις και λέγοντας σωστές προϋποθέσεις εννοώ το υγιές περιβάλλον».
Βλέποντας όλη αυτή την μετεξέλιξη της προκλητικής Χειλουδάκη σε καθημερινή Τζένη θέλω να καταλάβω τι αναμνήσεις της έχει αφήσει ο χώρος της πασαρέλας και τι γεύση της έχει αφήσει η δόξα. «Εντάξει, ωραία ήταν. Είναι από τις ωραιότερες δουλειές γιατί κάνεις το κέφι σου, δοξάζεσαι, παίρνεις και τονωτικές ενέσεις για τη ματαιοδοξία σου αλλά είναι σύντομη και έχει τέλος. Γλυκές αναμνήσεις έχω. Το ότι ήμουν τρανσέξουαλ το λάτρεψε η μόδα γιατί και όμορφη ήμουν και δε φαινόμουν κιόλας».
Παράλληλα με την πασαρέλα η Χειλουδάκη έχει αναμιχθεί και με τον υπόκοσμο της πορνείας. Έχει δει και ζήσει και την άλλη πλευρά, την πιο θαμπή αλλά «Τις εποχές εκείνες ήταν πολύ δύσκολο μια τρανς να βρει να εργαστεί για να βγάλει τα προς το ζην. Σήμερα μια τρανς μπορεί να βρει δουλειά όπου θέλει».
Αφού είπαμε για μουσικές, για θέατρα, για κουτσομπολιά φθάσαμε και στα λάθη. «Δε θα άλλαζα τίποτα. Πολλές φορές θα ξανάκανα το ίδιο λάθος για να γευτώ τη γοητεία του. Αφού τα έχω αποδεχτεί και έχω μάθει από αυτά πολλές φορές τα επαναλαμβάνω. Μετά βέβαια γαμοσταυρίζω αλλά είναι στη φύση του ανθρώπου το λάθος». Τη ρωτάω αν σήμερα νιώθει ένας άνθρωπος γεμάτος «Όχι. Απόλυτα γεμάτη δεν είμαι. Δεν ξέρω τι μου λείπει. Ψάχνομαι. Μπορεί να μου λείπει ένα παιδί. Μπορεί να θέλω να νιώσω αυτό το πατρομητρικό ένστικτο (ακόμα και αν προηγουμένως μου έχει δηλώσει πως δε θα ‘θελε να φέρει ένα παιδί σε έναν τόσο σκληρό πλανήτη). Ίσως με γεμίσει η ταινία μου». Εδώ αξίζει να αναφέρουμε πως η Τζένη Χειλουδάκη πούλησε τα δικαιώματα του πρώτου της βιβλίου «Οι άγγελοι δεν έχουν φύλο» για να γίνει ταινία. Με αφορμή την ταινία αυτή που θα είναι η ζωή της μου δηλώνει πως σάουντρακ της ζωής της θα ήταν το «She’s a boy» του Μιχάλη Δέλτα.
Η συζήτηση με έχει παρασύρει μα λίγο πριν κλείσω τη ρωτάω για την αγάπη και αν την έχει νιώσει. «Δεν έχω αγαπήσει και το λέω με πλήρη επίγνωση. Έχω χαζοερωτευτεί. Είναι ένα πράγμα που πρέπει να ψάξω γιατί δεν αφήνομαι. Έχω αγαπηθεί πολύ. Ίσως η ταινία μου να είναι μια κάθαρση και μία αναμόχλευση για εμένα. Δίνω την αγάπη μου στη μάνα μου, στ’ αδέρφια μου και στα αδέσποτα». Έτσι θέλοντας και μη φτάσαμε στο θέμα «μάνα». Αυτή η μάνα που αναφέρεται συχνά πυκνά στο πρώτο της βιβλίο. Η μάνα αυτή που έζησε την αλλαγή. Η μάνα αυτή που είδε τον γιο να εξελίσσεται σε κόρη. «Η μάνα μου με λατρεύει και τη λατρεύω. Είναι το αίμα μου, το οξυγόνο μου, οι φλέβες μου, ο αέρας μου, η κουβέρτα που με σκεπάζει. Η μάνα μου είναι τα πάντα για μένα.»
Σήμερα η Τζένη εκπέμπει μια ηρεμία. Είναι μία γυναίκα που εμφανίζεται ελαφρά βαμμένη και χωρίς φιοριτούρες. Νιώθει χοντρή και άσχημη εξωτερικά αλλά αισθάνεται όμορφη εσωτερικά. «Σπουδαιότερο μεν αλλά θα ‘θελα να χάσω και 30 κιλά» μου λέει. Αυτό είναι και το μόνο που της λείπει από την παλιά της ζωή. Τα κιλά της.
Θέλω να μάθω κάτι που δεν έχει πει ποτέ και δηλώνει πως «Η Τζένη σήμερα, στα 43 της, που μένει σπίτι της στην Κυψέλη, εάν δεν είχε 2-3 φίλους, τη μάνα της και τον σύντροφό της, σήμερα θα πείναγε».
Μια ευχή Τζένη; «Ας αφήσουμε τις ευχές και ας πάμε στις πράξεις»!
Σε ευχαριστώ πολύ. «Σ’ αγαπώ, γλυκέ μου».
Υ.Γ. Η Τζένη κάθε Δευτέρα μετατρέπεται σε ντίβα της Ντίσκο για κάποιες ώρες βάζοντας την πιο dance μουσική των περασμένων δεκαετιών στο Fou Club στο Γκάζι, ετοιμάζει τα δύο καινούρια της βιβλία –δεδομένου πως τα 2 προηγούμενα έχουν εξαντληθεί- και ετοιμάζει τη μεταφορά της βιογραφίας της στη μεγάλη οθόνη.
«Ένας αγάμητος ή κακογαμημένος άνθρωπος θα σέρνει το δράμα του από ψυχολόγο σε ψυχαναλυτή, για να καταλήξει -δυστυχώς- και σε ψυχίατρο, αφού ο ψυχικός του κόσμος θα ‘χει γίνει σμπαράλια κι όλο το μπούκωμα μέσα του θα τον πνίγει ασφυκτικά.» (Από το δεύτερο βιβλίο της «Μαύρη Βίβλος»)