Καταδικάστηκε σε 3.318 χρόνια φυλάκισης
Μάθετε γιατί
Σε 12 φορές ισόβια και σε κάθειρξη 3.318 ετών καταδικάστηκε σήμερα από δικαστήριο του Κολοράντο ο 27χρονος Τζέιμς Χολμς που κρίθηκε ένοχος για τη σφαγή σε κινηματογράφο στην Ορόρα του Ντένβερ, όπου έχασαν τη ζωή τους 12 άνθρωποι και τραυματίστηκαν άλλοι 70.
“Στόχος του δικαστηρίου είναι ο κατηγορούμενος να μην ξαναβγεί ποτέ ξανά ελεύθερος στην κοινωνία. Αν υπήρξε ποτέ κάποια υπόθεση που να δικαιολογούσε τη μέγιστη των ποινών, είναι αυτή. Ο κατηγορούμενος δεν αξίζει τη συμπόνια μας” είπε ο δικαστής Κάρλος Σέιμουρ ανακοινώνοντας την ποινή.
Οι επιζώντες και οι συγγενείς των θυμάτων ξέσπασαν σε χειροκροτήματα και ζητωκραυγές όταν ο δικαστής διέταξε τους αστυνομικούς να απομακρύνουν τον Χολμς από το δικαστήριο.
Ο 27χρονος κρίθηκε ένοχος τον περασμένο μήνα από τους ενόρκους για τη δολοφονία 12 ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων 70 μέσα σε μια κατάμεστη κινηματογραφική αίθουσα στο προάστιο Ορόρα του Ντένβερ, όπου προβαλλόταν η ταινία Μπάτμαν το 2012.
Οι ένορκοι δεν κατέληξαν όμως σε ομόφωνη απόφαση όσον αφορά την επιβολή της θανατικής ποινής. Αυτό σήμαινε ότι ο πρώην φοιτητής, που δηλώνει αθώος λόγω ψυχασθένειας, θα επιβαλλόταν αυτόματα η ποινή των ισοβίων για καθεμιά από τις δολοφονίες.
Ο δικαστής ωστόσο έπρεπε να επιβάλει ποινές για τις απόπειρες ανθρωποκτονίας και για μια κατηγορία κατοχής εκρηκτικών. Επέλεξε να του επιβάλει τη μέγιστη των ποινών, σημειώνοντας ότι απ’ όποια ασθένεια και αν πάσχει, υπάρχουν πάμπολλες αποδείξεις ότι η συμπεριφορά του καθορίστηκε από “ηθική απόκλιση, εξαχρείωση, οργή, μίσος, εκδίκηση ή παρόμοιες διεφθαρμένες καταστάσεις”.
Οι συνήγοροι του Χολμς σημείωσαν ότι δεν σκοπεύουν να ασκήσουν έφεση.
Ο δικαστής επαίνεσε τα θύματα που, όπως είπε, επέδειξαν απίστευτο θάρρος και καρτερία, μολονότι κάποιοι από αυτούς δυσαρεστήθηκαν επειδή δεν επιβλήθηκε στον δράστη η θανατική ποινή. “Το ξέρετε ότι το κλείσιμο της πληγής δεν εξαρτάται από την τύχη του κατηγορούμενου. Παρά τον πόνο και τα βάσανά σας, δεν εγκαταλείψατε και αγωνίζεστε. Έχετε τον θαυμασμό μου”, κατέληξε.