Κώστας Βενετσιάνος:” Έζησα τα πάντα. Δεν ερωτεύτηκα τρελά. Δεν παντρεύτηκα ποτέ, δεν ήθελα παιδιά”
Μας άνοιξε το σπίτι του και μας υποδέχτηκε γεμάτος ενέργεια.
Μας άνοιξε το σπίτι του κα μας υποδέχτηκε γεμάτος ενέργεια. Ο Κώστας Βενετσάνος είναι Παρουσιαστής, ηθοποιός και τραγουδιστής βάζοντας μεγάλη σφραγίδα στην ελληνική τηλεόραση.
Είναι απλός και έχει περάσει πολλά όπως μας εξομολογείτε σε μια συγκλονιστική συνέντευξη. Δεν φοβάται το θάνατο, δεν ανέχεται πολλούς δίπλα του. Δεν έκανε παιδιά γιατί δεν ήθελε, αλλά έχει γεμάτη ζωή χωρίς να του λείπει κάτι.
Απολαύστε τον !!!
Κώστα Βενετσάνο. Ας ξεκινήσουμε από το παιδί Κώστα.
Βασανισμένο. Κατοχικό. Μόλις το πρόλαβα, αλλά μετά είχαμε και τον εμφύλιο. Μας είχε εγκαταλείψει ο πατέρας μου και μεταφερθήκαμε με την μητέρα μου από την Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να βρούμε την τύχη μας.
Πώς ζούσατε;
Δούλευε η μητέρα μου, αλλά κι εγώ δούλευα από 12 χρονών. Κοντά μου υπήρχε μια βιοτεχνία πλαστικών, κι από αυτή την βιοτεχνία έχω ένσημα από την ηλικία των 12. Τελειώνοντας το Δημοτικό δούλευα για να επιβιώσουμε και τελείωσα νυχτερινό Γυμνάσιο.
Είναι δύσκολο για ένα παιδί να περνάει τέτοια εφηβεία. Σου άφησε σημάδια;
Όχι, γιατί ήμουν δουλευταράς. Μου άρεσε. Κι όταν ήμουν στη Δραματική Σχολή, δούλευα. Στον στρατό, στην άδειά μου, δούλευα. Από κάποια στιγμή και μετά, δεν είχα ανάγκη. Το 1968 ή 1969, ξεκίνησα στην τηλεόραση.
Πώς ξεκίνησες την τηλεόραση;
Με μια αίτηση στον υπεύθυνο, τον Κοντοστάνο, αν θυμάμαι καλά. Δούλευα Καλοκαίρι στο Άλσος με τον Οικονομίδη που είναι και ο δάσκαλός μου και ακριβώς απέναντι, σε ένα κίτρινο κτήριο, έμαθα ότι ήταν η τηλεόραση.
Ριψοκίνδυνος; Σου άρεσε;
Εμένα μου άρεσε να κάνω δουλειά. Στα 19 μου ήμουν στο Τζάκι με την Γιοβάννα και την Βέτα Προέδρου. Υπήρχε ένα άστρο.
Αν δεν ήσουν τόσο ριψοκίνδυνος, δεν θα το τολμούσες τόσο εύκολα.
Νομίζω ότι κάποιος, κάτι με οδηγούσε. Χτυπούσα πόρτες και μου άνοιγαν. Όπως στο θέατρο Αθηνών ο Τζώρτζης Βέμπος. Ο αδελφός της Σοφίας Βέμπο που σκοτώθηκε αργότερα σε δυστύχημα. Πήρα την άδεια του ηθοποιού από τη Σχολή του Λυκούργου Σταυράκου. Τότε υπήρχε η άδεια του ηθοποιού που δυστυχώς η Μελίνα κατήργησε και τώρα προσπαθούμε να την επαναφέρουμε. Μου έδωσε ένα σημείωμα για τον αδελφό του, τον Ανδρέα Βέμπο, διευθυντή του θεάτρου Βέμπο. Το Καλοκαίρι του 1966 άλλαξε ο θίασος και μπήκα σε αυτό το σχήμα. Σοφία Βέμπο, Άννα-Μαρία Καλουτά, Μπεάτα Ασημακοπούλου, Νίτσα Μαρούδα, Μαράς, Άιντα Μάουερ χορευτικό, Γιώργος Κατσαρός συνθέτης. Τραγουδάω, παίζω, παρουσιάζω.
Πες μου τώρα για την τηλεόραση.
Έκανα το αίτημα όπως σου είπα. Ονόμασα μια εκπομπή λοιπόν «Μουσική συνέντευξη» που αφορούσε συνθέτες, ερμηνευτές και στιχουργούς. Μου ζήτησαν να κάνω μια εκπομπή πιλότο. Δεν κατάλαβα πώς βρήκα την Κική Σεγδίτσα σαν στιχουργό, τον Νίκο Καραγιάννη σαν συνθέτη, την Κική Καμπά που τότε μεσουρανούσε. Έτσι πήρα την πρώτη εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση.
Έχεις στην πλάτη σου μια μεγάλη καριέρα, σε αγαπάει πολύ ο κόσμος, σε εκτιμάει. Δεν υπάρχει κάποιος να πει κάτι άσχημο για τον Κώστα Βενετσάνο. Πώς το κατάφερες αυτό;
Αγωνιώ για κάθε μου βήμα, κάθε μου κίνηση. Έχασα ευκαιρίες, γιατί φοβήθηκα ότι κάτι δεν θα πάει καλά. Είμαι προσεκτικός με τους ανθρώπους, τους φίλους, τους συναδέλφους, αλλά δεν ξέρω, αν μετά από πενήντα χρόνια πορείας , το έχω καταφέρει αυτό. Αν ναι, είναι πολύ σημαντικό για μένα.
Θα ξαναέκανες τηλεόραση;
Άνετα. Ξεκινήσαμε πάλι με τον Γιάννη Ζουγανέλη και κάναμε τέσσερα επεισόδια του «Φόρτσα πατρίδα». Βγήκαν Σάββατο και Κυριακή τα δύο πρώτα και πήρα πολύ καλές κριτικές. Αυτό που κάνει ο Γιάννης είναι πετυχημένο. Του κάνω την έναρξη. Ήθελε έναν άνθρωπο να μπει στην αρχή της εκπομπής, να την κουρντίσει. Και πίστεψε ότι μπορούσα να το κάνω.
Διάβασα κάπου από δημοσιογράφο, «Ποια Ρούλα Κορομηλά, ο Βενετσάνος έφτιαξε την ελληνική τηλεόραση». Μου έκανε εντύπωση.
Το έγραψε η Χριστίνα Πολίτη. Όταν ξεκίνησα, δεν τα βρήκα έτοιμα. Δεν είχα πέντε δημοσιογράφους δίπλα μου να τρέχουν. Δεν είχα τα τεράστια σκηνικά. Τότε τα σκηνικά τα καρφώναμε και τα βάφαμε μόνοι μας. Όλα τα κάναμε μόνοι μας. Τρέχαμε. Έκανα την «Χαρούμενη Αθήνα», την πρώτη μουσική εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση. Ανέδειξα τα ονόματα της δεκαετίας του 70. Νταλάρας, Μαρινέλλα, Βοσκόπουλος, Καλατζής, Πάριος, κι ελάχιστοι το παραδέχονται. Το 1972 πήγα στην Κύπρο και ανακάλυψα την Άννα Βίσση. Αυτό ήταν για μένα έπαθλο, γιατί για πολλούς είχα προβλέψει, αλλά για την Άννα ήμουν πολύ σίγουρος..
Συγκινείσαι εύκολα;
Ναι, αν αυτό που αντικρίζω είναι ανθρώπινο, γνήσιο και αληθινό.
Όταν αποστασιοποιήθηκες από την τηλεόραση, πέρασες δύσκολα;
Όχι, γιατί δεν σταμάτησα να εργάζομαι. Σταμάτησα, για καθαρά πολιτικούς λόγους, την τηλεόραση το 1981. Μπορεί τότε να γίνανε κάποια πράγματα που βοήθησαν το σύνολο του ελληνικού λαού, αλλά γίνανε και φοβερές αδικίες. Τότε, ξεκίνησα μια εκπομπή στο κανάλι 29, το «Χρυσό 21», ένα παιχνίδι που σπάει κόκκαλα. Είχα απέναντί μου τον Πολυχρονίου και τον κοπανούσα στην τηλεθέαση.
Ξεκίνησα τότε το Καρναβάλι του Μοσχάτου, όπου έμεινα 16 χρόνια και το έφερα στο επίπεδο του πατρινού καρναβαλιού. Παράλληλα ήμουν σε μεγάλες εκδηλώσεις, φεστιβάλ, καλλιστεία. Με τον Σάββα Αλατά κάναμε το «Face of the year».
Δεν έχασα την επαφή με τον χώρο, αλλά έχασα την επαφή με το μεγάλο κοινό. Είναι πικρό να σου λένε «Γιατί δεν σας βλέπουμε;» και να είσαι σε θέατρα, σε κέντρα. Έλεγα ότι η τηλεόραση δεν είναι πανάκεια, αλλά, τελικά, φαίνεται ότι είναι. Θα σου πω και μια είδηση. Με τον Σπύρο Μπιμπίλα έχουμε δέσει πολύ. Στις παρέες πετάμε ατάκες και σκεφτήκαμε, μήπως κάνουμε κάτι τέτοιο σαν εκπομπή. Θα δούμε. Χρειαζόμαστε κάποιον να γράφει. Τον παραγωγό τον έχω ήδη πλησιάσει. Θα μου άρεσε επίσης να κάνω μια εκπομπή για τα παιδιά.
Τι φοβάσαι περισσότερο;
Τα γεράματα. Και ήδη έχω προχωρήσει πολύ.
Πολλές φορές, λέω την ηλικία μου και με κοιτάνε. Δεν το πιστεύουν.
Αισθητικές επεμβάσεις;
Σκέφτομαι για τον λαιμό. Υπάρχει ένας καταπληκτικός γιατρός και φίλος μου (όλης της σόου μπιζ βέβαια) ο Dr Βαγγέλης Βασάλος που έχει φέρει ένα πρωτοποριακό μηχάνημα, χωρίς νυστέρι. Δεν έχω να χάσω τίποτα. Μόνο αυτό . Ρυτίδες δεν έχω. Και ο γιατρός μου θα με προσέξει πολύ.
Έβγαλες λεφτά;
Όχι αυτά που θα έπρεπε. Δεν έκανα συγκεκριμένη καριέρα με το σουξέ του Γιάννη Βογιατζή για να πάρω το χοντρό μεροκάματο.
Τώρα πώς ζεις;
Με τη σύνταξη, αλλά είμαι υποχρεωμένος να δουλεύω, γιατί δεν φτάνει. Δεν πρόλαβα να κάνω την μπάζα μου. 12 χρόνια τηλεόραση, αλλά τα πρώτα χρόνια ψάχνεσαι και δεν μπορείς να πάρεις λεφτά. Όταν έγινε έγχρωμη η τηλεόραση και μπορούσαμε να πάρουμε κάποια χρήματα, μας την κάνανε.
Έχεις όμως το σπίτι σου. Είσαι όμως μόνος σου.
Από επιλογή. Μόνο την μανούλα μου ανέχθηκα. Κανέναν άλλο. Ούτε αρσενικό, ούτε θηλυκό, ούτε ουδέτερο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω αισθήματα, αλλά ούτε έχω ερωτευτεί τρελά, ούτε θέλησα να κάνω παιδιά. Τ’ αγαπώ πολύ, αλλά με εκνευρίζουν. Θα ήμουν ένας πολύ απαιτητικός γονιός. Αν είχα παντρευτεί, δεν θα ήθελα να υιοθετήσω παιδί.
Γιατί αργά ή γρήγορα, αυτό το παιδί θα ήταν δυστυχισμένο, αν μάθαινε τι έχει γίνει. Όσο για την υιοθεσία από ομοφυλόφιλους, είμαι κάθετα αντίθετος, γιατί το παιδί δεν θα ξέρει ποιος είναι ο μπαμπάς και ποια η μαμά και στο σχολείο θα ακούει διάφορα. Ζούμε σε μια δύσκολη κοινωνία, πιο δύσκολη από της Ευρώπης ή της Αμερικής.
Τι θα ήθελες να κάνεις που ακόμα δεν έχεις κάνει; Ένα όνειρο;
Ήθελα να κάνω και μάλλον θα το κάνω, θέατρο. Τον Χειμώνα. Ήθελα να κάνω περισσότερο θέατρο. Έκανα Επιθεώρηση και περιοδείες. Θα ήθελα να κάνω μια σοβαρή παράσταση, με επίκαιρους συναδέλφους.
Δουλειά σαν τραγουδιστής έχω.
Ότι έχω σκεφτεί, έγινε. Απογοητεύθηκα κάποια στιγμή γιατί τα νέα παιδιά του χώρου, ούτε να σε φτύσουν. Έχω την ιστορία μου.
Δεν την ψώνισες ποτέ;
Όχι. Γινόμουν ένα με τον κόσμο.
Τι θα πεις στον κόσμο που θα σε διαβάσει και που σε αγαπάει; Μια ευχή;
Ο καλλιτέχνης είναι σαν το λουλούδι στη γλάστρα που αν δεν το ποτίσεις, θα μαραθεί. Είμαστε ευαίσθητοι και χρειαζόμαστε ένα χειροκρότημα, ένα χαμόγελο. Εύχομαι λοιπόν ο κόσμος να μην ξεχνάει τους ανθρώπους που έχουν προσφέρει.
Συνέντευξη στην Άννα Τσιάλτα
Φωτογραφίες Γιάννης Γκογκόπουλος