Οι «κρυμμένοι» Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας
Hθελα να είμαι μέρος αυτού που εν συντομία τότε λέγαμε «Αθήνα 2004».
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Ενα συναίσθημα που δεν ήθελα να νιώσω, αυτό με παρακίνησε. Να γίνεται πάρτι στο σπίτι μου κι εγώ να λείπω; Αδύνατον. Hθελα να είμαι μέρος αυτού που εν συντομία τότε λέγαμε «Αθήνα 2004». Στο κάτω κάτω, η Αθήνα ήταν από πάντα μέρος δικό μου. Kαι θα γιόρταζε…
Επειδή δεν προλάβαινα να γίνω πρωταθλήτρια, αποφάσισα να γίνω εθελόντρια. Δεν ήμουν μωρό για να μην μπορεί το πνεύμα, δεν ήμουν ηλικιωμένη για να αδυνατεί η σαρξ, ήμουν 27 και μπορούσα. Κυρίως, ήθελα.
Το οργανωτικό team από την πρώτη κιόλας συνέντευξη εκτίμησε τη φλυαρία μου και έλαβε αποφάσεις. Στην τσάντα με τις φορεσιές βρήκα ένα κίτρινο περιβραχιόνιο που έγραφε «Spectator Services». Φυσικά. Αν όχι ο πολυλογάς, ποιος μπορεί καλύτερα να εξυπηρετεί τον θεατή; Αυτό που ήθελα ακριβώς, αυτό κι είχα πετύχει. Θα ήμουν μέρος του πανηγυριού! Θα βρισκόμουν στην Πάρνηθα για το mountain bike, στο Κλειστό Ποδηλατοδρόμιο του ΟΑΚΑ, στον στίβο αργότερα, βλέποντας ανθρώπους που δεν μπορούσαν να δουν, αλλά αγωνίζονταν βαστώντας απ’ το χέρι το σχοινί που θα τους ένωνε με τον ρυθμό του οδηγού τους.
Aκουσα γύρω μου να λέγονται τραγούδια πολλά… Που θα δούλευα σαν το κορόιδο για να πλουτίζουν οι πολυεθνικές, που θα δούλευα σαν το κορόιδο απλώς, ενώ άλλοι θα πληρώνονταν, που θα έχανα τις διακοπές μου, που θα κουραζόμουν. Που. Που. Πού είχαν το άδικο, αφού όλα αυτά συνέβησαν όντως; Συνέβησαν όντως, παραλλήλως όμως με άλλα.
Ναι, κουράστηκα. Πολύ. Η ζέστη ήταν εξαντλητική μαζί με την ορθοστασία, αλλά ήταν όμορφα να καλωσορίζεις τον κόσμο μιλώντας σε ντουντούκα. Ναι, στερήθηκα τη θάλασσα, αλλά το νερό και το αλάτι το ισοφάριζα με ιδρώτα χαράς. Ναι, έχασα τις διακοπές, αλλά ένιωθα πως ήμουν σε κατασκήνωση, κάθε φορά που παραλάμβανα τον δίσκο με το φαγητό και έψαχνα θέση στο μακρύ τραπέζι.
Ναι, δούλευα και μάλιστα ορισμένες μέρες και έπειτα από την κανονική μου δουλειά, αλλά όχι σαν κορόιδο. Το είχα επιλέξει και άσε που τελικά πληρωνόμουν σε στιγμές που με έναν τρόπο ανεξήγητο ξεχωρίζουν μέσα στα χρόνια, όπως ξεχώριζαν τότε οι παρδαλές μας φορεσιές.
Eνα χαμόγελο από τον Καναδά. Μια κουβέντα από τα Σκόπια. Τα δάκρυα του Αυστραλού δημοσιογράφου που έσταζαν ακριβώς δίπλα μου, στην πρόβα τζενεράλε της τελετής έναρξης. Ονόματα που δεν ειπώθηκαν, μα δεν εμπόδισαν τις συζητήσεις. Το ραντεβού με το ζευγάρι των Κινέζων που ίσως να με περιμένει ακόμα στο Πεκίνο. Η βραζιλιάνικη μπλούζα που μου χαρίστηκε απλόχερα από έναν αθλητή δίχως χέρι. Το χάρτινο βραβείο «κότινος» που η συνεθελόντρια από τη Ζηλανδία επέλεξε να χαρίσει σε εμένα και χώθηκε για πάντα μέσα στο πορτοφόλι μου. Ο αυγουστιάτικος ήλιος που φώτιζε λίγο αλλιώτικα την πόλη και που πάντοτε φωτίζει τον νου μου και με βοηθάει να κάνω τους διαχωρισμούς.
Εντάξει. Πλουτίζουν οι πολυεθνικές. Oμως αυτός δεν είναι λόγος αρκετός για να απαξιώνεις το λαχάνιασμα αυτών ειδικά των αγώνων που διατηρούν και ένα νόημα και μια διάσταση… ολυμπιακή.
* Η κ. Κωνσταντίνα Τασσοπούλου είναι συγγραφέας.