Μη σκοτώνεις την αρχή επειδή φοβάσαι το τέλος
Yπομονή για να το ζήσεις και να σε ζήσει και αυτό!
Λένε πως τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή, τελειώνουν πριν καλά-καλά αρχίσουν. Στην πραγματικότητα, κάθε τέτοιο τέλος αποτελεί ξεκάθαρη δολοφονία. Οι άνθρωποι, βλέπεις, το έχουμε συνήθειο να σκοτώνουμε ή –στην καλύτερη– να απορρίπτουμε οτιδήποτε μοιάζει υπερβολικά καλό για να ‘ναι αληθινό, από φόβο μην τυχόν ο ίδιος ο φόβος μας, επιβεβαιωθεί.
Γνωρίζεις κάποιον, αυτός ο κάποιος σε συνεπαίρνει, ο έρωτας χτυπάει την ερμητικά κλειστή σου πόρτα και σύντομα καταλαβαίνεις πως οδηγείσαι σε ολοκληρωτική κατολίσθηση. Έτσι αποφασίζεις να ξανακλείσεις την πόρτα και να εκτελέσεις εν ψυχρώ οποιονδήποτε επιχειρήσει ποτέ να την ξαναπλησιάσει.
Κι ενώ αρχικά αυτό μοιάζει με μια σαδομαζοχιστική μεν, αλλά εύλογη δε αντίδραση, αργά ή γρήγορα συνειδητοποιείς πως διαπράττεις μια ψυχρή αυτοκτονία. Αν φοβάσαι το τέλος, λύση δεν είναι να σκοτώνεις την αρχή. Έτσι νικιούνται οι πόλεμοι; Βλέπεις τα σκούρα και το βάζεις στα πόδια; Τι βλέπεις, δηλαδή; Ποιος διάολος σου μίλησε και σου προεξόφλησε το τέλος; Και τα χέρια σου, τι τα ‘χεις; Αν δε σ’ αρέσει κάτι σήκωσέ τα και τράβα άλλαξέ το.
Τίποτα δε βλέπεις. Από φόβο χάνονται όλα. Αλλά κι εσύ απ’ αυτό θέλεις να χάσεις; Να το πάλευες, έτσι για το γαμώτο. Να μην ήσουν σαν τους άλλους. Να ‘σουν αλλιώτικος. Να τους είχες να σου λέγανε πως «Κοίτα τον, εκείνος το μπόρεσε και πάλεψε».
Νομίζεις αυτό δε συγκαταλέγεται στις μάχες. Δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο. Ποιος θα τον καταλάβει το δικό σου φόβο; Σε ρώτησαν ποτέ ξανά πότε πονούσες; Μυρίζει ο φόβος. Μυρίζει κι είναι φορτικός. Σε αφήνουν γιατί κουράζονται κι ύστερα παραπονιέσαι για την εγκατάλειψη.
«Ούτε καν που το προσπάθησαν», λες όλο παράπονο κι άχτι. Εσύ προσπάθησες; Εσύ που τα παράτησες όλα πρώτος; Γιατί να προσπαθήσουνε για σένα; Στην τελική, ούτε κι εσύ είσαι τίποτα σπουδαίο κι ούτε που το θέλησες πολύ.
Το καταλαβαίνεις τ’ άδικο; Τώρα, θα τρέξεις, θα δικαιολογηθείς, θα πεις πως τίποτα δεν είναι έτσι και πως εκείνοι φταίνε που σε πλήγωσαν. Οι παρελθοντικοί, οι πεπερασμένοι. Δεν το ‘θελες εσύ που σου άφησαν σημάδι και τώρα κάπως πρέπει να το βρεις να τα βολέψεις.
Κι εντάξει. Πες εσύ το ‘χεις συνήθειο να αυτοκτονείς και να σκοτώνεις. Τον άλλον τον ρώτησες; Με ποιο δικαίωμα του στερείς εκείνου το δικαίωμα ν’ αρχίσει; Εκείνου δεν του κόπηκε ποτέ η καρδιά στα δύο; Δεν το φοβήθηκε, νομίζεις, μην είσαι κι εσύ του λόγου σου σαν τόσους και τόσους;
Να είχες υπομονή και να περίμενες. Να το άφηνες μόνο του να δεις τι θα ανθίσει. Έτσι απ’ τη ρίζα που το κόβεις, τι περιμένεις να σου δώσει; Να σου έμενε η γεύση απ’ την αρχή κι απ’ το τέλος του κι ύστερα, απ’ όλα τα ενδιάμεσα. Να μην αρχίζεις τίποτα αν δεν το μπορείς απ’ όλα να περάσεις.
Κι ίσως και πάλι να μην έβγαινε μα και τι μ’ αυτό; Την απόρριψη φοβάσαι; Πως θα φύγουν και θα σ’ αφήσουν μόνο; Μόνος ήσουν στην αρχή, μόνος θα ‘σαι πάλι και στο τέλος.
Τους σκοτώνεις για να μη σε σκοτώσουν. Άκου τώρα εδώ καπρίτσια. Τους σκοτώνεις για να μην έρθει ποτέ ξανά εκείνη η στιγμή και σκύψεις το κεφάλι. Να μην τους πεις ποτέ πως έχασες. Πως ποτέ δεν έμαθες και ποτέ δεν κράτησες κουβέντα. Να μην πουν πως πάλι φαλίρισες. Περνιέται, μωρέ, έτσι η ζωή; Με το σταυρό στο χέρι, δεν ευτύχησε κανείς.
Οι προσδοκίες σου. Αυτές σε τρώνε. Κι αν δεν περίμενες τίποτα, τίποτα δε θα φοβόσουν. Νομίζεις πως επειδή δίνεις, το ‘χουν χρέος όλοι τους να σου επιστρέψουν. Τίποτα δε σου χρωστάνε. Και το κυριότερο, τίποτα δεν τους χρωστάς κι εσύ.
Γι’ αυτό κι αν τελικά τελειώσει, θα κλείσεις το τεφτέρι σου και θα φύγεις. Δε θα τρέξεις να πληρώσεις λογαριασμούς σε κανέναν. Κύριος θα φύγεις κι ίδιος. Σπασμένος ή μόνος, όμως ίδιος. Να μην έχει κανείς να σου χρεώσει την αλλαγή.
Εκεί που τρέμουν τα πόδια σου από φόβο και λαχτάρα, εκεί να πηγαίνεις. Τα σίγουρα τ’ άντεξαν όλοι. Κι αν και πάλι το φοβάσαι το τέλος, να παίρνεις μια βαθιά ανάσα και να κρατάς μόνο την αρχή.