Πέθανε ο λόρδος Κόλιν Ρένφριου, «ο σπουδαιότερος μελετητής του Κυκλαδικού Πολιτισμού» – Το «αντίο» από την Λίνα Μενδώνη
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών ο διακεκριμένος αρχαιολόγος και ερευνητής λόρδος Κόλιν Ρένφριου, «ο σπουδαιότερος μελετητής του Κυκλαδικού Πολιτισμού».
Στην Ελλάδα, την είδηση γνωστοποίησε ο διευθυντής της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων Δημήτρης Αθανασούλης, ο οποίος έγραψε στο Facebook: «Ο λόρδος Colin Renfrew, ο ανανεωτής της αρχαιολογικής επιστήμης και ο μεγαλύτερος μελετητής του Κυκλαδικού Πολιτισμού, δεν είναι πια μαζί μας».
Ο Κόλιν Ρένφριου «καταλείπει μεγάλη κληρονομιά και καινοτόμες προσεγγίσεις», δήλωσε στο συλλυπητήριο μήνυμά της η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.
Λίγα λόγια για τον Κόλιν Ρένφριου
Ο Κόλιν Ρένφριου γεννήθηκε στις 25 Ιουλίου 1937 στο Stockton-on-Tees της Αγγλίας. Μαθήτευσε στο Σχολείο Σαιντ ‘Αλμπανς, στο Χερτφορντσάιρ και από το 1956 έως το 1958 υπηρέτησε τη θητεία του στη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία. Κατόπιν πήγε στο St John’s College στο Κέιμπριτζ όπου σπούδασε Αρχαιολογία και Ανθρωπολογία, αποφοιτώντας το 1962. Το 1965 ολοκλήρωσε το διδακτορικό του με τίτλο “The Neolithic and Early Bronze Age Cultures of the Cyclades and their External Relations”.
Το 1965 διορίστηκε στη θέση του λέκτορα στο Τμήμα Προϊστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ. Μεταξύ του 1968 και του 1970, διηύθυνε τις ανασκαφές στους Σιταγρούς της Μακεδονίας, στην Ελλάδα. Το 1968 ανεπιτυχώς διεκδίκησε την κοινοβουλευτική εκλογική περιφέρεια Σέφιλντ Μπραϊτσάιντ για λογαριασμό του Συντηρητικού Κόμματος. Εκείνη τη χρονιά εξελέγη μέλος της Εταιρείας Αρχαιοδιφών του Λονδίνου, το 1970 εξελέγη μέλος της Εταιρείας Αρχαιοδιφών της Σκωτίας και το 2000 έγινε επίτιμο μέλος του Συλλόγου Αρχαιοδιφών της Σκωτίας.
Το 1972 ο Κόλιν Ρένφριου έγινε καθηγητής της αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, διαδεχόμενος τον Μπάρι Κάνλαϊφ. Κατά την παραμονή του στο Σαουθάμπτον διηύθυνε τις ανασκαφές στο Κουόντερνες (Quanterness) στα νησιά Όρκνεϊ της Σκωτίας και τη Φυλακωπή της Μήλου. Το 1973 δημοσίευσε το “Before Civilisation: The Radiocarbon Revolution and Prehistoric Europe” (“Πριν τον Πολιτισμό: Η Επανάσταση της Ραδιοχρονολόγησης και η Προϊστορική Ευρώπη”), στην οποία αμφισβήτησε την παραδοχή ότι η προϊστορική πολιτιστική καινοτομία προήλθε από την Εγγύς Ανατολή και στη συνέχεια εξαπλώθηκε στην Ευρώπη.
Το 1980 ο Ρένφριου εξελέγη μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας κι ένα χρόνο μετά εξελέγη καθηγητής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, θέση που κατείχε μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Το 1990 διορίστηκε διευθυντής του Ινστιτούτου Αρχαιολογικής Έρευνας McDonald του Πανεπιστημίου του Cambridge. Το 1987 δημοσίευσε το “Archaeology and Language: The Puzzle of the Indo-European Origins” (“Αρχαιολογία και γλώσσα: Το Παζλ των Ινδοευρωπαϊκών Πηγών”), ένα βιβλίο για τους Πρωτοϊνδοευρωπαίους. Τα έτη 1987-1991 ήταν συνδιευθυντής στις ανασκαφές της Μαρκιανής στην Αμοργό και στον κάβο του Δασκαλιού, στην Κέρο. Το 2004 αποσύρθηκε από τη θέση του καθηγητή και τα έτη 2006-2008 διηύθυνε νέες ανασκαφές στην Κέρο, στις οποίες ήταν συν-διευθυντής έως το τέλος.
Συλλυπητήρια Λ. Μενδώνη
Πληροφορούμενη την απώλεια του Colin Renfrew, η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη έκανε την ακόλουθη δήλωση:
«Με μεγάλη θλίψη πληροφορήθηκα την απώλεια του Colin Renfrew, ενός σπουδαίου αρχαιολόγου, που καταλείπει μεγάλη κληρονομιά και καινοτόμες προσεγγίσεις. Στη μακρόχρονη επιστημονική του σταδιοδρομία, ο Colin Renfrew συνδύασε αρμονικά τη διδασκαλία με τη συγγραφή, την έρευνα και την ανασκαφική δραστηριότητα, αφήνοντας διακριτή την σφραγίδα του σε κάθε τομέα. Σημαντικότατη, και πολλαπλώς επιδραστική, υπήρξε η ακαδημαϊκή συμβολή του στην προϊστορία των γλωσσών, τη ραδιοχρονολόγηση, την αρχαιογενετική και τη νευροαρχαιολογία. Κάτι που όχι μόνον αποδεικνύει την ευρύτητα των γνώσεών του και το βάθος της επιστημονικής οπτικής του, αλλά διαμόρφωνε και ένα πρότυπο επιστημονικής προσέγγισης, που εδραζόταν σε συνολική εποπτεία των επιμέρους αντικειμένων, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στο ογκώδες συγγραφικό του έργο.
Η παρουσία του στην έρευνα του πεδίου ήταν πάντοτε ακάματη: Από τον προϊστορικό οικισμό των Σιταγρών Δράμας για να αφιερωθεί στις Κυκλάδες, στη Φυλακωπή της Μήλου, τη Μαρκιανή της Αμοργού και, επί χρόνια και έως το τέλος, στην Κέρο. Ίσως, να ήταν η αγάπη του για τον Κυκλαδικό Πολιτισμό και τα νησιά, που τον δημιούργησαν, η αιτία που από πολύ νωρίς αφοσιώθηκε στον αγώνα κατά της αρχαιοκαπηλίας και του παράνομου εμπορίου αρχαιοτήτων, στα οποία αφιέρωσε τεράστια ενέργεια.
Είχα την τύχη να γνωρίσω από κοντά τον Colin Renfrew. Είχα τη χαρά να θαυμάσω έναν άψογο συνδυασμό θεωρίας και πράξης, και την αφοσίωση με την οποία υπηρετούσε την επιστήμη του. Σε κάθε συζήτηση μαζί του, ο συνομιλητής του μπορούσε εύκολα και να διαπιστώσει τη μεγάλη του αγάπη για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της».
Συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Αγάπησα πολύ την Ελλάδα»
Ο λόρδος Κόλιν Ρένφριου είχε δώσει συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη δημοσιογράφο Ελένη Μάρκου τον Σεπτέμβριο του 2017, λίγους μήνες μετά τη συμπλήρωση των 80 χρόνων του. Μεταξύ άλλων, είχε αναφέρει:
«Ξεκίνησα σε ηλικία 13 ετών, όταν μαθητής ακόμα, κατά τη διάρκεια των διακοπών, συμμετείχα στις ανασκαφές στο Καντέρμπερι, μια πολύ σημαντική θέση των ρωμαϊκών χρόνων, που τα μετέπειτα χρόνια έγινε η έδρα της κεφαλής της Εκκλησίας της Αγγλίας… Ο πρώτος σημαντικός “σταθμός” ήταν όταν πήγα στο Πανεπιστήμιο στο Κέιμπριτζ με υποτροφία για να σπουδάσω Φυσικές Επιστήμες και μετά από δυο χρόνια, έχοντας συνειδητοποιήσει το μεγάλο ενδιαφέρον μου για την αρχαιολογία, αποφάσισα να αλλάξω κατεύθυνση. Μια άλλη πολύ καλή εμπειρία ήταν όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Ελλάδα ως αρχαιολόγος, αν και φοιτητής ακόμα, για τις ανασκαφές στη Νέα Νικομήδεια, κοντά στη Βέροια. Ήταν οι πρώτες που διεξήγαγα στην Ελλάδα, μια πολύ σημαντική στιγμή και έρευνα σε μια τοποθεσία που για λίγο διάστημα ήταν η πρωιμότερη γνωστή νεολιθική θέση στην Ελλάδα».
Για τη χώρα μας είχε πει: «Μόλις ήρθα αγάπησα πολύ την Ελλάδα, κυρίως όταν ξεκίνησα να δουλεύω στις Κυκλάδες. Είναι υπέροχα μέρη και πραγματικά αγαπώ την παραδοσιακή ζωή εκεί. Για παράδειγμα, στην Απείρανθο της Νάξου γνώρισα τη ζωή και τον πολιτισμό των Κυκλάδων, έμαθα ελληνικά, χόρεψα παραδοσιακούς χορούς. Έχω χαρεί πολύ τη γνωριμία μου με ενδιαφέροντες ανθρώπους, κυρίως ντόπιους αγρότες. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη μου επίσκεψη στη Νάξο, όταν πήγα στη Μουτσούνα, στα ανατολικά του νησιού. Ένας ντόπιος χωρικός ευγενικά με οδήγησε με το γαϊδουράκι του στα νότια, καθώς εκείνες τις ημέρες ήταν πολύ δύσκολο να φτάσεις, δεν υπήρχε δρόμος. Έτσι επισκέφτηκα αρχαιολογικούς χώρους, νεκροταφεία κ.ά. Ήταν πολύ ευχάριστη εμπειρία να ταξιδεύεις για 2-3 μέρες πάνω στο γαϊδουράκι με αυτόν τον άνθρωπο που ήξερε καλά την περιοχή κι έτσι γνώρισα καλύτερα την αληθινή αγροτική Ελλάδα».
Για την Κέρο που αποτελεί, σύμφωνα με τον ίδιον, το «αρχαιότερο νησιωτικό ιερό στον κόσμο», είχε τονίσει: «Το πιστεύω, ίσως επειδή δεν γνωρίζουμε να υπάρχουν άλλα παλιότερα νησιωτικά ιερά και φυσικά μπορούμε να μιλάμε μόνο για ό,τι ξέρουμε. Τα περισσότερα ιερά που έχουν συμβολική και θρησκευτική σημασία είναι χερσαία. Το αρχαιότερο γνωστό ιερό στον κόσμο είναι το Γκεμπεκλί Τεπέ (Gobekli Tepe) στη νοτιοανατολική Τουρκία, αλλά βρίσκεται πολύ μακριά από τη θάλασσα και φυσικά δεν είναι νησιωτικό. Υπάρχουν κι άλλα νησιωτικά ιερά στον κόσμο, αλλά κανένα δεν είναι τόσο παλιό όσο της Κέρου…»
Για το πρόβλημα της αρχαιοκαπηλίας και την αντιμετώπισή της είχε υπογραμμίσει, μεταξύ άλλων, ότι δεν υπάρχει εύκολη λύση. «Πιστεύω ότι η κυριότερη είναι τα μουσεία να συμφωνήσουν να μην αγοράζουν ή να μην δέχονται ως δώρα αρχαιότητες που έχουν εξαχθεί παράνομα από τις χώρες προέλευσής τους μετά το 1970, έτος που έχει ορίσει η σύμβαση της UNESCO. Αν αυτή η σύμβαση ακολουθηθεί πραγματικά, τότε πιστεύω ότι οι τιμές των αρχαιοτήτων στις αγορές και στις δημοπρασίες θα πέσουν, γιατί η ζήτηση θα μειωθεί, καθώς τα μουσεία δεν θα τα δέχονται, αν και οι ιδιώτες συλλέκτες θα συνεχίζουν να τα αγοράζουν».
Όσο για την επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα, είχε ταχθεί υπέρ «μακροπρόθεσμα» και «στο πλαίσιο μιας γενικής συμφωνίας που θα ορίζει ποιες αρχαιότητες θα πρέπει να επιστρέφονται από τα μουσεία του κόσμου στις χώρες προέλευσής τους και ποια όχι. Ο λόγος που πιστεύω ότι μακροπρόθεσμα θα είναι σωστό να επιστρέψουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Αθήνα είναι ότι ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο κτίριο που ακόμα στέκεται. Φυσικά δεν θα τοποθετηθούν πάνω σε αυτό, το γνωρίζουμε, αλλά το Νέο Μουσείο Ακρόπολης έχει κάνει υπέροχη δουλειά στην παρουσίαση των αυθεντικών γλυπτών, την ίδια στιγμή που κοιτώντας έξω από τα παράθυρα βλέπεις την πραγματική Ακρόπολη».