Πουλάμε τρέλα σε όσους μας πουλάνε ιστορία
Μεγαλώσαμε, λέμε, και προσπαθούμε καθημερινά να το αποδεικνύουμε.
Μεγαλώσαμε, λέμε, και προσπαθούμε καθημερινά να το αποδεικνύουμε.
Δεν ξεκινάμε χωρίς καφέ, στριμωχνόμαστε σε αυστηρά ρούχα, δουλεύουμε, παίρνουμε αποφάσεις, γκρινιάζουμε για τις συνθήκες και την κοινωνία.
Κι όμως το εγωιστικό και κακομαθημένο πιτσιρίκι που τα ήθελε όλα δικά του και στην ώρα τους, ζει μέσα μας και βασιλεύει. Παίζουμε ακόμα κρυφτό και κυνηγητό με συναισθήματα, ευκαιρίες κι ανθρώπους και για απόρριψη ούτε λόγος. Δεν τη σηκώνει ο οργανισμός μας, δεν την αντέχουν τα νεύρα μας.
Επιστρατεύουμε κάθε τσαχπινιά και πονηριά κι αν τολμήσει ο άλλος να ξεστομίσει κανένα όχι, θα τρέχει και δε θα φτάνει. Θα τρέχει να κυνηγήσει εμάς αυτή τη φορά. Η συνταγή απλή∙ αν δε θέλεις εσύ μία, δε θέλω εγώ δέκα. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιο ανεξήγητο μυστήριο και κάποια ιστορία με μάγισσες πίσω απ’ αυτή τη φράση, αλλά πάντα πιάνει.
Ο άνθρωπος είναι πλάσμα εγωκεντρικό και κακομαθημένο όσο δεν πάει. Πες του «όχι» και θα δεις το μάτι του να γυαλίζει. Κάτι παθαίνει με την απόρριψη και την αδιαφορία. Δεν την αφήνει να περάσει έτσι απλά, δεν κάνει πίσω, δε δέχεται την ήττα του. Θα φύγει μόνο όταν το επιλέξει, όχι όταν τον διώξεις, κι ας δημιούργησε ο ίδιος το δρόμο της φυγής του τις περισσότερες φορές.
Πήξαμε από πλάσματα δειλά, κενά από φόβο που κάποτε τον βάφτισαν επιλογή, ανθρώπους τρομοκρατημένους να αισθανθούν, αδύναμους να αφεθούν, ανίκανους να μοιραστούν. Άτομα που αρνούνται πεισματικά να μπουν σε μία σχέση, ίσως γιατί κατά βάθος γνωρίζουν πως δε θα μπορούσαν να τα καταφέρουν, πως δεν έχουν τίποτα να δώσουν.
Μας πουλάνε ιστορία, γιατί δεν έχουν καν τα κότσια να παραδεχτούν την αλήθεια τους, γιατί δε θέλουν να γκρεμίσουν γέφυρες κι αν ακόμα αρνούνται να κρατήσουν έναν ρόλο στη ζωή μας, μας γουστάρουν για κομπάρσους στη δική τους, ξέχασαν όμως πως τις ώρες που εκείνοι παπαγάλιζαν την ιστορία τους, εμείς κάναμε γεωγραφία χαζεύοντας στο χάρτη τον επόμενο προορισμό μας, αφού χώρος για εμάς εδώ δεν υπάρχει και με το στρίμωγμα δεν τα πήγαμε ποτέ καλά.
Καίμε γέφυρες, αδειάζουμε αναμνήσεις απ’ τις βαλίτσες, διαγράφουμε στιγμές απ’ τη μνήμη μας κι αφήνουμε ενθύμιο στους αναποφάσιστους μια μαύρη πέτρα, αυτή που ρίχνουμε οριστικά πίσω μας.
Η ζωή είναι πολύ μικρή για σχεδόν σχέσεις, με σχεδόν συναισθήματα, σχεδόν ανθρώπους και σχεδόν έρωτες. Όλα ή τίποτα, το πιο ουσιαστικό κλισέ. Κι αν όχι όλα, τίποτα, κι αν όχι πολύ, καθόλου. Είπαμε, παιδιά σε σώματα ενηλίκων είμαστε, κι όταν πεις «όχι» σε ένα παιδί, όσα «ναι» κι αν πεις μετά, αυτό θα παραμείνει εκεί μουτρωμένο κι αμετάκλητο.
Δειλοί κι ύπουλοι, γιατί την απόρριψη τη σερβίρουν σε ακριβό πιάτο και καλοψημένη, μην κάτσει στο στομάχι και δεν την ξαναπαραγγείλεις, κολλητή τους φίλη η καβάτζα και μαλωμένοι με οτιδήποτε ξεκάθαρο, από κουβέντες έως βλέμματα.
Μαντέψτε όμως, δε θα μυρίσουμε τα νύχια μας ούτε θα τρέξουμε σε χαρτορίχτρες. Δεν έχουμε χρόνο για άλλα «Δεν ξέρω αν θέλω» ή «Νομίζω πως δεν είμαι σε φάση». Η φάση είναι αφασία, φιλαράκι. Κι όσο εσύ ψάχνεις την απάντηση, σου χαρίζω την ερώτηση. Ποιος σου είπε πως μας νοιάζει και βασικά, ποιος ασχολείται μαζί σου; Δε θέλεις μία, δε θέλω δέκα και σου κάνω και καθρεφτάκι.
Βαρέθηκα τώρα, πάω στην τραμπάλα, είναι η σειρά μου να σε ρίξω!