Σαν σήμερα γεννήθηκε η Anna Magnani
Η σπουδαία Ιταλίδα ηθοποιός.
Η σπουδαία Ιταλίδα ηθοποιός.
Η Anna Magnani γεννήθηκε στη Ρώμη σαν σήμερα 7 Μαρτίου το 1908 και ήταν Ιταλίδα ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς του 20ου αιώνα και κατά καιρούς την έχουν αποκαλέσει «στοιχείο της Φύσης», «λύκαινα» και «εκρηκτική σαν ηφαίστειο». Κατά την πολυετή καριέρα της ανανέωσε τη φιγούρα της γυναίκας ηθοποιού και, μέσα από τη δύναμη της ερμηνείας της, άλλαξε τα καλλιτεχνικά στερεότυπα της εποχής της. Συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους Ιταλούς σκηνοθέτες της εποχής της, όπως ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο Φεντερίκο Φελλίνι και ο Λουκίνο Βισκόντι. Ο θεατρικός συγγραφέας Τένεσι Ουίλιαμς υπήρξε φίλος και θαυμαστής της και έχοντας τη φιγούρα της στο μυαλό του έγραψε για εκείνη το έργο «Τριαντάφυλλο στο Στήθος». Η ερμηνεία της στην κινηματογραφική μεταφορά του απέσπασε Βραβείο Όσκαρ. Επίσης η ηθοποιός τιμήθηκε τόσο από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας, όσο και εκείνο του Βερολίνου. Αποτελεί δε μία από τις τέσσερις προσωπικότητες ιταλικής καταγωγής που διαθέτουν αστέρι στη διάσημη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ.
Γεννήθηκε ,λοιπόν, στις 7 Μαρτίου του 1908 σύμφωνα με τα λεγόμενά της στην πόλη της Ρώμης. Το επώνυμό της τής το χάρισε η μητέρα της, μοδίστρα στο επάγγελμα, ενώ η ταυτότητα του πατέρα της είναι υπό αμφισβήτηση.
Το ταλέντο της τής εξασφάλισε μια υποτροφία για δραματική σχολή. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές της, συμμετείχε σε ένα περιοδεύοντα θίασο υπό τις οδηγίες του θεατρανθρώπου Ντάριο Νικοντέμι, όπου και παρέμεινε για τέσσερα χρόνια. Αυτό σήμαινε πως έπρεπε να εγκαταλείψει τις όποιες ανέσεις της ζωής της, να εγκαταλείψει το σπίτι της γιαγιάς της και να τριγυρνά από μέρος σε μέρος για τις ανάγκες των παραστάσεων. Η ίδια δήλωσε κάποτε πως η γιαγιά της τη συνόδεψε η ίδια μέχρι το σταθμό και πως τότε της δημιουργήθηκε η αίσθηση πως δεν θα την ξαναέβλεπε πια. Πράγματι εκείνη απεβίωσε έξι μήνες μετά. «Από εκείνη τη στιγμή βρήκα το κουράγιο να κάνω την επανάστασή μου, να βγάλω από μέσα μου εκείνο που πάντα έμενε κρυμμένο, να ουρλιάζω όταν το είχα ανάγκη και να σιωπώ όταν δεν είχα κέφι. Ήταν εκείνη τη μέρα που γεννήθηκε η Μανιάνι».
Τα επόμενα έτη έπαιζε ό,τι ρόλο έβρισκε διαθέσιμο, λαμβάνοντας ως αμοιβή τίποτε περισσότερο από 25 λίρες τη μέρα. Στην προσωπική της ζωή υιοθετούσε παράξενα και ατημέλητα ντυσίματα, με αποτέλεσμα κάποιος κριτικός να σχολιάσει: «εμφανίστηκε σαν να είχε χτυπήσει το κουδούνι προτού προλάβει να ολοκληρώσει το ντύσιμό της». Η ίδια η Μανιάνι δεν έδινε καμία σημασία σε παρόμοια σχόλια αποδεχόμενη την εμφάνισή της. Κατοικούσε σε φτηνές κατοικίες και έτρωγε ελάχιστα καταναλώνοντας μεγάλες ποσότητες καφέ και τσιγάρων. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα ζώα, υιοθετώντας κάποιο συχνά.
Δουλεύοντας άρχισε να αναλαμβάνει σιγά σιγά και πρωταγωνιστικούς ρόλους σε παραστάσεις: «Άννα Λουκάστα», «Κάρμεν», «Το Πέτρινο Δάσος» και «Το Επάγγελμα της κας. Γουόρεν». Δουλεύοντας με τον περιοδεύοντα θίασο είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει ακόμη και στο εξωτερικό, ενώ από τις πολλές επαναλήψεις απομνημόνευσε πολλούς σημαντικούς ρόλους του θεάτρου. Όταν επέστρεψαν στη Γένοβα το 1929, η Άννα ήταν πλέον 21 ετών έχοντας μελετήσει πολύ, έτοιμη πλέον για έναν πραγματικά σημαντικά ρόλο.
Κατά τη διάρκεια της παραγωγής «La Sora Rose», η πρωταγωνίστρια αποφάσισε να εγκαταλείψει το θίασο για να παντρευτεί. Τότε ο παραγωγός την πλησίασε προτείνοντάς της το ρόλο. Ήταν η μεγάλη της ευκαιρία, ωστόσο η Μανιάνι εμφανίστηκε πολύ φοβισμένη και διστακτική. Ωστόσο ο παραγωγός της απάντησε απλά: «Ανοησίες, Άννα. Μπορείς και θα το κάνεις». Τελικά έδωσε μεγαλειώδη ερμηνεία. Μάλιστα σε μία σκηνή όπου έπρεπε να κλάψει, έχυσε αληθινά δάκρυα. Το κοινό της πρεμιέρας την καταχειροκρότησε, ανοίγοντας το δρόμο για μια λαμπρή καριέρα.
Κατά την εποχή που στην Ιταλία κυριαρχούσε ο φασισμός, εκτός από προπαγανδιστικές ταινίες γυρίζονταν και αισθηματικές κωμωδίες, στις οποίες οι γυναικείες φιγούρες δεν ήταν τίποτε περισσότερο από αφελείς και ευαίσθητες κοπέλες με μοναδικό στόχο να πραγματοποιήσουν τα απλοϊκά τους σχέδια στον έρωτα. Η Μανιάνι δεν ανταποκρινόταν στην περιγραφή αυτή, θεωρώντας τους ρόλους αυτούς τελείως ψεύτικους. Κρίθηκε δε πως δεν διέθετε φωτογένεια κι έτσι λάμβανε μόνο δεύτερους ρόλους την εποχή εκείνη. Πρώτο της σημαντικό κομμάτι ήταν εκείνο στην ταινία «La cieca di Sorrento» του Νούντσιο Μαλασόμμα. Στις επόμενες ταινίες της λαμβάνει την ευκαιρία να εκφραστεί και να πειραματιστεί, ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει στο περιθώριο. Εξαίρεση αποτελεί η ταινία «Tempo massimo» του Βιττόριο ντε Σίκα, όπου και υποδύεται μια μυθομανή, η οποία πιστεύει πως την έχει ερωτευτεί ο εργοδότης της.
Εκείνη την περίοδο απέσπασε την προσοχή ενός όμορφου σκηνοθέτη ταινιών, του Γκοφρέντο Αλεσσαντρίνι . Ερωτεύτηκαν και μετά από μια περίοδο συμβίωσης παντρεύτηκαν το 1933. Ωστόσο ο νέος της σύζυγος αποθάρρυνε την Άννα από το να ακολουθήσει καριέρα στον κινηματογράφο. Η Άννα επιθυμούσε να παλέψει για το γάμο της, ωστόσο οι σχέσεις τους σταδιακά χειροτέρεψαν και το ζευγάρι τελικά χώρισε το 1940. Μετά το γεγονός αυτό ο χαρακτήρας της έγινε ακόμη εκκεντρικότερος. Εθεάθη συχνά σε νυχτερινά κέντρα να καπνίζει πούρα, με τα μαλλιά ακατάστατα. Η διάθεσή της εναλλασόταν από την οργή στη μελαγχολία. Χρησιμοποιούσε δε πολύ άκομψο και λαϊκό λεξιλόγιο.
Κατά την «άγρια» αυτή περίοδο ερωτεύτηκε παθιασμένα έναν όμορφο νεαρό ηθοποιό, το Μάσσιμο Σεράτο. Καρπός του έρωτάς τους ήταν ο γιος της Τσελλίνο, τον οποίο αποκαλούσε χαριτωμένα Λούκα. Δυστυχώς ο Λούκα χτυπήθηκε από πολυομυελίτιδα, κάτι που συνέτριψε την Άννα. Ορκίστηκε να του παρέχει την καλύτερη δυνατή θεραπεία και να τον βοηθήσει να ζήσει φυσιολογική ζωή. Έτσι και έπραξε. Ο νεαρός μπόρεσε για ένα διάστημα να περπατήσει με υποστήριξη, εντούτοις τελικά πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε αναπηρικό αμαξίδιο. Για να ανταποκριθεί στα ιατρικά έξοδα, η Μανιάνι αποδεχόταν όποιον καλοπληρωμένο ρόλο μπορούσε να αναλάβει. Σύντομα ζήτησε και έλαβε την υψηλότερη αμοιβή που διδόταν εκείνη την εποχή σε Ευρωπαία ηθοποιό. Όταν εμφανιζόταν σε ταινίες με χαμηλό μπάτζετ, η αμοιβή της αναλογούσε σε μεγάλο ποσοστό του κόστους παραγωγής.
Η στρατιά των θαυμαστών της συνέχιζε να αυξάνει, και οι Ρωμαίοι την αποκαλούσαν χαϊδευτικά «Νανναρέλλα». Το 1944 γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Ρομπέρτο Ροσελίνι. Η έλξη υπήρξε αμοιβαία με αποτέλεσμα να γεννηθεί ένα ειδύλλιο γεμάτο συγκρούσεις. Σύμφωνα με μαρτυρίες έφτασε στο σημείο να εκσφενδονίζει πήλινα σκεύη κατά του Ροσσελλίνι, ο οποίος δήλωσε για τη Μανιάνι: «Γεννήθηκε μεταφέροντας το συκώτι της στα δόντια». Σαν καλλιτεχνικό ζευγάρι όμως διέπρεψαν, με τις συντονισμένες τους προσπάθειες να φέρνουν στο φως μια ταινία-σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου, ορόσημο του νεορεαλισμού, με τίτλο «Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη». Βγάζοντας την κάμερα από το στούντιο, ο Ροσσελλίνι κινηματογράφησε στους δρόμους της Ρώμης τους Γερμανούς κατακτητές που ακόμη μάχονταν με τους παρτιζάνους. Η Μανιάνι έδωσε μια ηλεκτρισμένη ερμηνεία ως Πίνα, μια γυναίκα σε κατάσταση εγκυμοσύνης, αρραβωνιασμένη με έναν νεαρό αντιστασιακό εργάτη που αιχμαλωτίστηκε από τους Ναζί. Στην τελευταία σκηνή, ενώ τρέχει πίσω από το όχημα που τον μεταφέρει μακρυά φωνάζοντας το όνομά του, εκτελείται χωρίς οίκτο. Πρόκειται για μία από τις διασημότερες σκηνές ταινιών του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η ταινία αυτή χάρισε στη Μανιάνι το πρώτο της βραβείο Nastro d’Argento – τα δεύτερα παλαιότερα κινηματογραφικά βραβεία στον κόσμο μετά τα Όσκαρ – από τα πέντε συνολικά που απέσπασε κατά τη διάρκεια της καριέρας της.
Όταν ο Ροσελίνι γνώρισε την Ίνγκριντ Μπέργκμαν επιθύμησε να γυρίσει μια ταινία μαζί της. Της έδωσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα ρομαντικό δράμα με τίτλο «Stromboli». Κατά τη διάρκεια της ταινίας αναπτύχθηκε ειδύλλιο ανάμεσα στο σκηνοθέτη και τη Σουηδέζα ηθοποιό. Όπως ήταν φυσικό η Μανιάνι εξοργίστηκε.Τελικά ξέσπασε πόλεμος δηλώσεων ανάμεσα στους δύο που επεκτάθηκε και στον καλλιτεχνικό τομέα: ενώ ο Ροσελίνι ετοιμαζόταν να κυκλοφορήσει την ταινία του με τη νέα του αγαπημένη, η Μανιάνι σχεδίαζε να επισκιάσει την αντίζηλό της. Η ταινία της«Ηφαίστειο» (1950), με προϋπολογισμό $750.000, γυρίστηκε τόσο στα αγγλικά όσο και στα ιταλικά και συνετέλεσε στο να πάρει την εκδίκησή της. Τα διαφημιστικά σποτ την κατονόμαζαν ως μια από τις εντυπωσιακότερες ηθοποιούς του παγκόσμιου κινηματογράφου μετά την Γκάρμπο, ενώ η ίδια άσκησε πίεση ώστε η παραγωγή να ολοκληρωθεί προτού η ταινία του Ροσελίνι βγει στις αίθουσες. Για την ιστορία, τόσο η μία, όσο και η άλλη ταινία κινήθηκαν μέτρια εισπρακτικά, ίσως γιατί οι συντελεστές κατανάλωσαν περισσότερη ενέργεια στη μεταξύ τους αντιπαλότητα παρά για να πετύχουν ένα άρτιο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Το 1950 ο Τένεσι Ουίλιαμς, ο οποίος δήλωνε γοητευμένος από την ομορφιά της, έγραψε ένα θεατρικό έργο ελπίζοντας να την πείσει να υποδυθεί την κεντρική ηρωίδα, η οποία γράφτηκε στα μέτρα της. Ωστόσο η Μανιάνι, φοβούμενη ότι τα αγγλικά της δεν ήταν αρκετά καλά για μια παράσταση του Μπρόντγουεϊ αρνήθηκε. Ο Γούλιαμς απογοητεύτηκε πάρα πολύ, παρόλο που η Αμερικανίδα Μωρίν Στέιπλετον ανέλαβε υποδειγματικά το ρόλο. Τελικά το θεατρικό αυτό έργο με τίτλο «Τριαντάφυλλο στο Στήθος» μπήκε στο δρόμο της παραγωγής για τη μεγάλη οθόνη από την Paramount Pictures. Αυτή τη φορά η Μανιάνι δέχτηκε με χαρά το ρόλο.
Το «Τριαντάφυλλο στο Στήθος» έκανε πρεμιέρα στο Astor Theater στη Νέα Υόρκη στις 12 Δεκεμβρίου. Η Paramount επιθυμούσε φυσικά η σταρ να είναι παρούσα, ωστόσο εκείνη είχε αναχωρήσει για την Ιταλία αμέσως μόλις τα γυρίσματα έλαβαν τέλος. Ορθά κοφτά αρνήθηκε να παραστεί στην πρεμιέρα δηλώνοντας πως δεν σκόπευε να αφήσει για κανένα λόγο μόνο το γιό της τα Χριστούγεννα. Για την ερμηνεία της η Άννα τιμήθηκε από την Ένωση Κριτικών της Νέας Υόρκης, απέσπασε τη Χρυσή Σφαίρα γυναικείας δραματικής ερμηνείας και κατόπιν έλαβε υποψηφιότητα για Όσκαρ. Χωρίς να ξαφνιάσει κανέναν νίκησε, ωστόσο δεν ήταν παρούσα στην τελετή απονομής του βραβείου. Όταν τελικά της μίλησαν στο τηλέφωνο λίγο μετά την τελετή, με βαρειά από τον ύπνο φωνή, άρχιζε να ξεφωνίζει σε εκείνον που την πήρε για την κακόγουστη φάρσα που επέλεξε να της κάνει. Κλείνοντας άρχισε τρισευτυχισμένη να πηδά από τη χαρά της. Αργότερα δήλωσε σε κάποιον δημοσιογράφο πως είχε νιώσει «σαν να είχε μόλις χτίσει το Κολοσσαίο». Το έγκριτο περιοδικό Life την παρομοίασε για άλλη μια φορά με τη Γκρέτα Γκάρμπο.
Η Άννα Μανιάνι πάντα υπήρξε ανήσυχη για θέματα υγείας και είχε τη συνήθεια να κουβαλά μαζί ένα θερμόμετρο για να ελέγχει τη θερμοκρασία της. Σιγά σιγά η υγεία της άρχισε να χειροτερεύει και τελικά διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας. Οι τελευταίες τις ημέρες ήταν θλιμμένες, ωστόσο πλάι σε δικούς της ανθρώπους. Η ηθοποιός έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 65 ετών στις 26 Σεπτεμβρίου 1973. Στο πλάι της βρίσκονταν ο πολυαγαπημένος γιος της, Λούκα, και ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, που παρόλο που κάποτε την είχε εγκαταλείψει για την Ίγκριντ Μπέργκμαν, είχε εξελιχθεί σε παλαιό και ακριβό φίλο. Μετά την τελετή της κηδείας της και υπό τη συνοδεία μεγάλου πλήθους Ρωμαίων, τοποθετήθηκε στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Ροσελίνι. Σήμερα αναπαύεται στο νεκροταφείο της πόλης Σαν Φελίτσε Τσιρτσέο.
Το Μάρτιο του 2008, εκατό χρόνια μετά τη γέννηση της ηθοποιού στην Ιταλία διοργανώθηκαν εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν της με το γενικότερο τίτλο «Ciao Anna».