Η θεατρική Αθήνα επιμένει δυναμικά
Mon Petit Prince. Παράσταση για ενηλίκους με ανήλικη ματιά στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά από τον σκηνοθέτη Δημήτρη Μπογδάνο, όπου σε δραματουργική συνεργασία με τον Βασίλη Μαυρογεωργίου αφηγούνται την ιστορία του παιδιού που δεν μεγαλώνει. Η Λένα Παπαληγούρα στον ρόλο του άφυλου Μικρού Πρίγκιπα.
«To θέατρο μοιάζει με Μαραθώνιο», λένε συχνά οι ηθοποιοί. Οι άνθρωποί του, όπως αποδεικνύεται στα χρόνια της κρίσης, είναι δρομείς με αντοχή και πάθος. Σε μια εποχή που το κοινό περιόρισε τα έξοδά του, είναι αξιοπερίεργο αλλά σίγουρα αισιόδοξο ότι συντηρεί τη θεατρική έκφραση στην Αθήνα. Αντίθετα με τις μουσικές σκηνές και τις πίστες που περιόρισαν τη λειτουργία τους σε ένα διήμερο την εβδομάδα, τα θέατρα αποτελούν διέξοδο και τις επτά ημέρες στην πόλη. Οπως φαίνεται κλέβουν τις εντυπώσεις και από τον κινηματογράφο. Ο πληθωρισμός είναι και φέτος χαρακτηριστικό. Σε μια σεζόν με πολυσυλλεκτικό ρεπερτόριο, οι σκηνές αυξάνονται, οι ομάδες πολλαπλασιάζονται, σε ένα τοπίο που η πολιτεία επιμένει να μην ξεκαθαρίζει, ούτε μέσω της εκπαίδευσης ούτε χαράζοντας σαφή πολιτική. Ετσι ο θεατρικός χειμώνας τα έχει όλα. Συνεργασίες, συμπράξεις, κατασπατάληση δυνάμεων σε τρεις και περισσότερες παραγωγές τη σεζόν, εργαστήρια που ξεφυτρώνουν διαρκώς, μετακινήσεις, παραδοσιακούς θεατρώνες που αποχωρούν, καινούργιους που δοκιμάζονται όπως ο Πάνος Κατσαρίδης ο οποίος αναλαμβάνει το Παλλάς στη Βουκουρεστίου, το «Αλμα» κάτω από την Ομόνοια και επεκτείνεται μέχρι το Πάνθεον στην Πειραιώς.
Επαναλήψεις, κλασικό ρεπερτόριο, κωμωδίες, βιογραφίες, νέα και παλιά ελληνικά έργα, μονόλογοι και άπαιχτα κείμενα (Λεωνίδας Προυσαλίδης, Χρήστος Χωμενίδης, Βασίλης Παπαβασιλείου, Δημήτρης Δημητριάδης, Ρέππας – Παπαθανασίου κ.ά.), επέτειοι (30 χρόνια Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας), εντυπωσιακές συμπράξεις ιστορικών αντίπαλων σκηνών (Θέατρο Τέχνης με το Εθνικό Θέατρο), επιστροφές (το θέατρο Εξαρχείων ξανανοίγει, ο Αντώνης Αντύπας σκηνοθετεί στην πρώτη κρατική σκηνή). Συνέργειες οργανισμών μεταξύ τους, επίσης με μουσεία και πολιτιστικά ιδρύματα, αφίξεις ξένων (Ιζαμπέλ Ιπέρ αλλά και ρωσικό θέατρο στη Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη» στο Ρεξ), διεθνείς συνεργασίες (του Γιάννη Καλαβριανού). Και μια θεατρική περιφέρεια που λειτουργεί με ποσοστά αλλά και άνεργους καλλιτέχνες, οι οποίοι δεν αμείβονται για να δείξουν ότι υπάρχουν. Μια πραγματικότητα που δεν μεταβάλλεται στη φορτωμένη θεατρικά Αθήνα. Εξαίρεση πολλά θέατρα ρεπερτορίου, τα οποία περιορίζουν τον αριθμό των παραγωγών τους, φροντίζοντας συνετά πριν από την έκρηξη. Ενα τοπίο που «απλώς αναδεύεται» όπως λέει ο Δημήτρης Τάρλοου; «Απουσία νέων τάσεων» σύμφωνα με τις επισημάνσεις του Αρη Ασπρούλη ή όπως υποστηρίζει ο Γιώργος Λυκιαρδόπουλος, «η χειμερινή σεζόν που ξεκινά θα είναι χειρότερη». Ας δούμε τι προβλέπουν για τη νέα θεατρική περίοδο που μόλις αρχίζει:
Δημήτρης Τάρλοου
Σκηνοθέτης, ηθοποιός, ιδρυτής της εταιρείας θεάτρου «Δόλιχος»
«Το καλοκαίρι δημιούργησε την εντύπωση ότι το κοινό επέστρεψε στο ανοιχτό θέατρο και στην Επίδαυρο, οι παραστάσεις πήγαν καλά και η συνένωση δυνάμεων και με καλούς ηθοποιούς –εμπορικούς ή μη– λειτούργησε θετικά. Παρότι δεν πιστεύω ότι η σεζόν επηρεάζεται από τα οικονομικά, το γεγονός ότι ο κόσμος έχει να πληρώσει υψηλότερους φόρους, σίγουρα δεν θα λειτουργήσει θετικά. Το κοινό θα κάνει αυστηρότερες επιλογές. Δεν φοβόμαστε γιατί το θέατρό μας έχει ανοδική πορεία, ωστόσο κι εμείς ξεκινάμε μετρημένα. Με δύο επαναλήψεις (“Μεγάλη χίμαιρα” και “Τρεις αδερφές”) και μια νέα πολυέξοδη παραγωγή (“Τρειςευτυχισμένοι” του Ευγένιου Λαμπίς) σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά.
Στο ελληνικό θέατρο δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός στα θεάματα που κινούνται στο λεπτό όριο του ερασιτεχνικού θεάματος από εκείνα που είναι καθαρά επαγγελματικά. Φανερή επίσης είναι η στροφή σε παλαιολιθικές τακτικές, που δελεάζουν το ευρύ λαϊκό κοινό. Το κόψιμο των επιχορηγήσεων –καυτή πατάτα όλων των κυβερνήσεων– έστρεψε τα θέατρα ρεπερτορίου σε πιο δοκιμασμένες λύσεις, από τα ανεβάσματα πιο πειραματικού χαρακτήρα τα οποία απευθύνονται σε λιγότερους. Στο “Πορεία” φέραμε με θυσίες τον Κορσουνόβας, καλλιτεχνικό γεγονός που μας έβαλε μέσα. Δυστυχώς η πολιτεία σε αποτρέπει να στραφείς σε επιλογές που δημιουργούν ενδιαφέροντα διάλογο με το ευρωπαϊκό θέατρο, σαν να σου λένε ότι αυτά είναι αποκλειστικότητα της Στέγης. Παραδόξως ζούμε σε πιο συντηρητικό περιβάλλον απ’ ό,τι πριν από 5 χρόνια. Καμία τάση δεν κυριαρχεί. Μπορείς να δεις τα πάντα. Τα μικρά θέατρα που ανεβάζουν θεάματα του χιλιάρικου, δημιουργούν μια συνεχή κίνηση με νέους που βγαίνουν από τις σχολές ή ηθοποιούς που δεν έχουν δουλειά, αλλά απλώς αναδεύεται το τοπίο. Η τιμή του εισιτηρίου είναι επίσης ζήτημα, καθώς δεν υπάρχει βασική διαφορά των θεαμάτων που κοστίζουν 150.000 από εκείνα των 10.000 ευρώ. Η διαφορά είναι από τα 10 στα 20 ευρώ. Ο ανταγωνισμός συνεπώς είναι αθέμιτος, διότι υπάρχουν παραγωγοί οι οποίοι απλώς βάζουν τον χώρο με συντελεστές που τα κάνουν όλα, και οι άλλοι που λειτουργούν με 30 εργαζομένους αλλά δεν μπορούν να ανεβάσουν το εισιτήριο πάνω από 17 ευρώ. Πάντως, παραμένουμε η μόνη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα που βλέπει κανείς τις περισσότερες σε αριθμό και είδος παραστάσεις. Το θέατρο έχει μια ανθεκτικότητα και θα λειτουργήσει έτσι και τα επόμενα χρόνια».
Αρης Ασπρούλης
Διευθυντής επικοινωνίας και προβολής, Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν
«Μια τάση που διαφαίνεται να υπάρχει στη νέα σεζόν, είναι το σφιχτό ρεπερτόριο. Τα θέατρα προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την κοινωνική και οικονομική κρίση, προτείνοντας ένα ρεπερτόριο ελκυστικό με διάφορους τρόπους (εντάσσοντας γνωστά έργα της παγκόσμιας και ελληνικής δραματουργίας, ή θέτοντας στο προσκήνιο ηθοποιούς ευρείας αποδοχής, ή δίνοντας αναθέσεις σε σκηνοθέτες που έχουν καταξιωθεί ή που έχουν δείξει δείγματα ενδιαφέρουσας γραφής) προτάσσοντας έτσι την ταυτότητά τους. Είναι ενδεικτικό πως μικρά και μεγάλα θέατρα, “θεσμικά” και “εναλλακτικά”, ήδη από τις αρχές του Σεπτέμβρη προβαίνουν σε ανακοινώσεις ρεπερτορίου ή σε διοργανώσεις συνεντεύξεων Τύπου, προσπαθώντας να δώσουν ένα αναγνωριστικό στίγμα. Είναι μια ανάγκη να φανεί ότι υπάρχει ροή και δυναμική από το κάθε θέατρο. Μια δεύτερη τάση, που κυριαρχεί και κορυφώνεται φέτος, είναι εκείνη των συνεργασιών – συμπράξεων. Συνεργασίες μεταξύ θεάτρων σε επίπεδο παραγωγής, σύμπραξη επί σκηνής μεταξύ καλλιτεχνικών ειδών αλλά και μεταξύ καλλιτεχνών διαφορετικής κλίμακας και ύφους (avant garde σκηνοθέτες καθοδηγούν καθιερωμένους ηθοποιούς και το αντίστροφο). Πέρα από αυτά, μια τρίτη τάση, που και εκείνη αυξάνεται τα τελευταία χρόνια, είναι η τάση των εργαστηρίων – σεμιναρίων, τα οποία διοργανώνονται από σκηνοθέτες, συγγραφείς, χορογράφους, σκηνογράφους ή από ομάδες θεάτρου, και των οποίων η τεράστια παρουσία στην πόλη (η οποία δεν συνοδεύεται και από τεράστια απήχηση) μάς οδηγεί σε δύο βασικά συμπεράσματα: πρώτον, στο προφανές και διαχρονικό οικονομικό ζήτημα, ότι οι άνθρωποι του θεάτρου δεν μπορούν να επιβιώσουν από την ίδια τους την τέχνη και καταφεύγουν σε αναζήτηση νέων τρόπων (εδώ η περίπτωση των σεμιναρίων – εργαστηρίων τουλάχιστον φαντάζει ιδανική “second job”, εφόσον είναι και συναφής με το αντικείμενό τους) και, δεύτερον, στην αναγνώριση μιας εσωστρέφειας του κλάδου, υπό την έννοια ότι αυτοί που κάνουν θέατρο, διδάσκουν και θέατρο σε άλλους ανθρώπους οι οποίοι επίσης κάνουν θέατρο και σε λίγο θα διδάσκουν και εκείνοι θέατρο σε άλλους ανθρώπους που κάνουν θέατρο. Μια τέταρτη τάση που φέρει τη σφραγίδα επίσης της οικονομικής κρίσης, είναι εκείνη της απομυθοποίησης – αποκαθήλωσης. Εξαιτίας του γεγονότος ότι η οικονομική πίτα έχει περιοριστεί στο ελάχιστο, αυτό που πραγματικά μοιράζονται οι άνθρωποι του θεάτρου, είναι πλέον το κύρος. Ως εκ τούτου, υπάρχει μια λανθάνουσα “επαναστατική” λογική “να καταρριφθούν τα είδωλα”, καθώς “κανείς δεν μπορεί να είναι καλύτερος από εμάς”. Αυτή η έκδηλη αδυναμία να πιστέψουμε πλέον στη δουλειά του άλλου, είναι που οδηγεί ουσιαστικά και στην απουσία νέων καλλιτεχνικών τάσεων».
Γιώργος Λυκιαρδόπουλος
Θεατρικός παραγωγός/εταιρεία «Λυκόφως»
«Ανεξήγητα από τον περασμένο Μάρτιο είχαμε μια κατακόρυφη πτώση κατά 50%. Ετσι μουδιασμένα ξεκίνησε το καλοκαίρι. Ο κόσμος ήταν συγκρατημένος, προτιμούσε τις κωμωδίες, τα κλασικά έργα ή τα οικογενειακά θεάματα. Ανισο καλοκαίρι, σαν σκωτσέζικο ντους, στο οποίο παρακολουθούσαμε την ίδια παραγωγή να πηγαίνει κάπου καλά κι άλλου το αντίθετο. Η χειμερινή σεζόν που ξεκινά θα είναι χειρότερη. Το κοινό, έχοντας να πληρώσει ΕΝΦΙΑ και φόρους, γίνεται όλο και πιο προσεκτικό. Θα συνεχίσει να πηγαίνει θέατρο, διαλέγοντας ωστόσο τις σίγουρες παραστάσεις και τα οικονομικότερα εισιτήρια. Η χρονιά θα έχει πολλές επαναλήψεις και λιγότερες επαγγελματικές παραγωγές. Οι περυσινοί αριθμοί των 1.500 και πλέον θεατρικών παραγωγών δημιουργούν σύγχυση στην αγορά. Οι περισσότερες παραστάσεις είναι των μικρών ομάδων, που λειτουργούν κυρίως με προσκλήσεις. Ετσι η πολυφωνία των νέων αντί να κάνει καλό, θολώνει το τοπίο. Και αυτό που θα ξεχωρίζει θα είναι οτιδήποτε είναι εξαιρετικό στο είδος του, είτε είναι έργο του Τσέχοφ είτε μιούζικαλ. Το κοινό προσανατολίζεται στα δυνατά του είδους. Οσο για τις πολύ καλές παραστάσεις, δεν ξεπερνούν το 10% στη σεζόν.
Τα budget έχουν μειωθεί, οι αμοιβές κατά 30% και τα έσοδα 40%. Οι παραγωγές του επαγγελματικού θεάτρου ανέρχονται από 20.000 έως 120.000 ευρώ, ενώ παλιότερα τα ακριβότερα μπάτζετ συμπλήρωναν οι επιχορηγήσεις. Τώρα στα θέατρα ρεπερτορίου γίνονται συμπαραγωγές. Η τιμολογιακή πολιτική στα εισιτήρια κράτησε το κοινό, αλλά οι προσφορές ήταν δίκοπο μαχαίρι. Αυτό που μας λείπει είναι ένα box office, που θα υπολογίζει και τους μικρούς των ομάδων. Η αίσθηση πληρότητας δεν είναι συνήθως πραγματική. Σήμερα στο θέατρο, όποιος δηλώσει είναι ό,τι θέλει να είναι».