Τι μέλλον θα έχουν τα «δίδυμα» της Ομόνοιας;
Χάθηκε, άραγε, ακόμη μία ευκαιρία να αναγεννηθεί η τραυματισμένη Ομόνοια, όταν τα δύο εμβληματικά ξενοδοχεία δεν κατάφεραν να ενταχθούν στο ΕΣΠΑ; Αυτό θα κριθεί από τις κινήσεις που θα κάνει στο μέλλον ο Δήμος Αθηναίων.
Η Αθήνα δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται στο «παρά τσακ»: να αναγεννηθεί, να καταστραφεί, να μετασχηματιστεί. Η πόλη βρίσκεται σε διαρκή κίνηση, ωστόσο μοιάζει να μη βρίσκει εύκολα τον προσανατολισμό της. Η πρωτεύουσα εξακολουθεί να δημιουργεί τη δική της αφήγηση – κομμάτι, ίσως, ενός μύθου γύρω από το κουρασμένο και, ταυτόχρονα, διψασμένο γι’ αλλαγή σώμα της, προλαβαίνοντας το τρένο, του οποίου τους σταθμούς, βέβαια, έχει η ίδια πρώτα οραματιστεί.
Κάτι τέτοιο συνέβη και με τα δίδυμα αριστουργηματικά ξενοδοχεία του Ερνέστου Τσίλλερ στην πλατεία Ομονοίας, «Μπάγκειον» (1894) και «Μέγας Αλέξανδρος» (1889). Τα δύο κτίρια του αθηναϊκού κέντρου και της πάλαι ποτέ νεοκλασικής του υποδομής φιλοξένησαν μερικές από τις φανερές και κρυφές ιστορίες της τέχνης και της διανόησης. Μετά το 1969, οπότε και έκλεισε διά παντός το «Μπάγκειον» (έχοντας καταλήξει ξενοδοχείο γ΄ κατηγορίας), τα δίδυμα κτίρια της Ομόνοιας περιέπεσαν στη «δυσμένεια» της αθηναϊκής ιστορίας. Για μικρό διάστημα μόνο, λίγο πριν και λίγο μετά το γύρισμα του 21ου αιώνα, το «Μπάγκειον» επαναλειτούργησε ως στέγη ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου. Εκτοτε, σιωπή και σκόνη. Το περασμένο καλοκαίρι, η Μπιενάλε της Αθήνας ξεκλείδωσε τη βαριά πόρτα του «Μπαγκείου» και φιλοξένησε τον επιβλητικό «Ρινόκερο» του Νίκου Κεσσανλή στην κεντρική σάλα του και την εικαστική εγκατάσταση-επιγραφή «άντερ κονστράξιον» της ομάδας Underconstruction Group στην πρόσοψή του (βλ. Δ.Α., «Σύγχρονη πόλη υπό κατασκευή», εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25/07/2015).
Ωστόσο, ήδη από το 2013, ο Δήμος Αθηναίων, διά της Μπαγκείου Επιτροπής που του παραχώρησε τα κτίρια για 12-15 χρόνια, σχεδιάζει τη μετατροπή των δύο κτιρίων σε επιχειρηματικές κυψέλες. Το Ιδρυμα Ωνάση, έχοντας ήδη αναλάβει την αναμόρφωση της Αθήνας με άξονα την οδό Πανεπιστημίου (Rethink Athens), δέχθηκε να καλύψει όλα τα έξοδα της μελέτης για την αποκατάσταση των ξενοδοχείων. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», μάλιστα, το Ιδρυμα Ωνάση κινήθηκε με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα παραδίδοντας στον Δήμο Αθηναίων ολοκληρωμένη μελέτη εγκαίρως, ώστε να μη «χαθούν» οι ημερομηνίες του ΕΣΠΑ, αφού το ευρωπαϊκό πρόγραμμα θα ήταν ο βασικός χρηματοδότης του τεράστιου αυτού έργου.
Οι ημερομηνίες, όμως, «χάθηκαν», διότι δεν κατέστη δυνατή η υπέρβαση της γραφειοκρατίας (άδειες από τα υπουργεία Πολιτισμού και Ανάπτυξης αλλά και από την Περιφέρεια Αττικής) και του στενού χρονοδιαγράμματος, αφού το εσωτερικό των κτιρίων και ο σπουδαίος ζωγραφικός διάκοσμος των κτιρίων, βαριά ταλαιπωρημένος μέσα στα περίπου 120 χρόνια, δεν ήταν εφικτό ν’ αποκατασταθούν και να συντηρηθούν κατά την κρίσιμη περίοδο 2013-2015.
Χάθηκε, άραγε, ακόμη μία ευκαιρία να αναγεννηθεί η τραυματισμένη Ομόνοια; Ο δήμος φέρεται αποφασισμένος να εντάξει τα ξενοδοχεία σε νέο χρηματοδοτικό πλαίσιο, ακόμη κι αν χρειαστεί να μεταβάλει τις σχεδιαζόμενες χρήσεις τους, προκειμένου να «συμμορφωθεί» με τις προϋποθέσεις του διαδόχου του ΕΣΠΑ, του ΣΕΣ, Συμφώνου Εταιρικής Σχέσης (2014-2020). Ανθρωποι του δήμου δηλώνουν απερίφραστα ότι υπάρχει «πολιτική βούληση» για την ολοκλήρωση του έργου, το οποίο, κατά πληροφορίες, βρίσκεται στην τελική φάση της δημοπράτησης, ενώ έχει συσταθεί ειδική επιτροπή του Δήμου Αθηναίων που παρακολουθεί την προγραμματική σύμβαση με την Μπάγκειο Επιτροπή.
Εντούτοις, το εγχείρημα, εκτός από φιλόδοξο, λέγεται ότι «είναι ελαφρώς στον “αέρα”», όπως συνάγεται από τις πληροφορίες που συγκέντρωσε η «Κ». Και αυτό, διότι το ΣΕΣ προϋποθέτει –για την ένταξη έργων στις χρηματοδοτικές του αγκάλες– είτε την προηγούμενη ένταξή τους σε σχέδια συνολικής αστικής ανάπλασης είτε πλήρη αναπροσαρμογή των σχεδιαζόμενων χρήσεων, δίχως κανείς, προσώρας, να είναι σε θέση να μας πει ποιες θα είναι τελικά αυτές, αφού εξαρτώνται από τις προβλέψεις του ΣΕΣ, οι οποίες θα κρίνουν (!) το μέλλον των κτιρίων.
Η Αθήνα δίνει όντως την εντύπωση ότι βρίσκεται στο «παρά τσακ». Η αμείλικτη πραγματικότητα, όμως, χρειάζεται αποτελεσματικότητα, ώστε η αφήγηση να μην καταλήξει να ξεκινά μ’ ένα μελαγχολικό «μια φορά κι έναν καιρό…».