Τζίγκλι μπελς

Και μες στην ανακατωσούρα της εποχής χτυπάει κουδούνι.


Και μες στην ανακατωσούρα της εποχής χτυπάει κουδούνι.

Και μες στην ανακατωσούρα της εποχής χτυπάει κουδούνι.

Και μες στην ανακατωσούρα της εποχής χτυπάει κουδούνι.

Σηκώνεσαι από τον καναπέ με την παντόφλα τη διχαλωτή, που ποτέ δεν ταίριαξε με την κάλτσα αλλά εσύ επιμένεις να τα φοράς μαζί.
Πλησιάζεις την πόρτα, κοιτάς από το ματάκι άνευ σημασίας και την ανοίγεις.
Να ‘το το Χριστούγεννο. Έφτασε κι εσύ στην κοσμάρα σου.
Πού να το πάρεις είδηση;
Σε άφησαν;
Το υποδέχεσαι. Κακήν κακώς αλλά το υποδέχεσαι. Τι είσαι στο κάτω κάτω για να μην το υποδεχτείς; Καμιά γαϊδούρα;
Τι του λες; Τι να προσφέρεις; Είναι και αυτή η μεταμεσονύκτια λιγούρα που σε κάνει να καταβροχθίζεις οτιδήποτε περιέχει σοκολάτες, καραμέλες, σαντιγές και τώρα «Να! Έρχεται ένας καλεσμένος και δεν έχεις τι να τον κεράσεις», που λέει και η μάνα μου.
Κάθεστε και κοιτιέστε. Δεν έχετε τι να πείτε. Κοιτά αμήχανα το σαλόνι.
«Είναι λίγο ακατάστατα, δε σας περίμενα αγαπητό Χριστούγεννο», λες.
Σε κοιτά το Χριστούγεννο βουβό. Κάποιες στιγμές με βλέμμα αυστηρό και αμείλικτο και άλλες στιγμές με συμπόνια και λύπηση. Σα να είσαι καμιά κακομοίρα.
Το σπίτι αστόλιστο. Ούτε μπάλες, ούτε γκι, ούτε ου, ούτε γιρλάντες, ούτε φωτάκια, ούτε χριστολούλουδα, ούτε τζάτζαλο, ούτε μάντζαλο. Νέκρα!
Το Χριστούγεννο αμίλητο.
Αμηχανία.
«Μ’ έναν μισθό τι να πρωτοπρολάβω;», αναρωτιέσαι.
Το Χριστούγεννο εκεί. Έχει κάνει βαθούλωμα στον καναπέ και συνεχίζει να σε κοιτά ακούνητο, αγέλαστο και τη μέρα και τη νύχτα. Σαν ζαβό. Το ‘χεις απέναντι σου και μόνο χώρο πιάνει.
«Λαμπάκια δε θα βάλω φέτος γιατί η ΔΕΗ κόβει κώλους!», αναφωνείς.
Στρες στο σαλόνι. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη. Λέξη από τα χείλη σας δε βγαίνει.
Στρας ήρθε να βρει το Χριστούγεννο. Στρες βρήκε.
Κουραμπιέδες και μυρωδιές φρεσκοψημμένων μελομακάρονων έψαχνε και αντί αυτού βρήκε 3 κουτιά πίτσας 4 ημερών και μυρωδιά κάλτσας άπλυτης.
Δώρα και Άγιους Βασίληδες που κουνούν γοφούς και τραγουδάνε «τζίγκλι μπελς» έψαχνε το Χριστούγεννο μα βρήκε ανοιχτή τηλεόραση και ζουμάρισμα στα βυζιά της κριτή χορού.
Τι εντύπωση να σχημάτισε;
Ξεκινάς δειλά δειλά, χωρίς το κούνημα του γοφού, να τραγουδάς «τζίγκλι μπελς».
Φοράς κι ένα χαμόγελο. Αυτό το χαμόγελο που φοράνε όλοι σε αυτές τις ψεύτικες τις κοσμικές γιορτές. Αυτό το χαμόγελο που έκανε τη Βίρνα Δράκου να μοιάζει τόσο ευτυχισμένη δίπλα στον Γιάγκο και ανάμεσα στα πλούτη της Τζάιαντ αλλά μέσα της ζούσε τον εμφύλιο.
Έτσι θέλω να νιώσεις. Βίρνα Δράκου. Να σκύβεις στο Σύνταγμα μπροστά στον τσολιά και να πετάγονται περιστέρια στο υπερπέραν κι εσύ από κάτω αγέρωχη με σάουντρακ Μπέσυ Αργυράκη.
Μετά θα συνέλθεις. Το Χριστούγεννο έχει εξαφανιστεί. Δε σε χαιρέτησε καν το βόδι. Εσύ φταις που προσπάθησες, αντί να το πετάξεις έξω από το σπιτικό σου κλοτσηδόν, να το κάνεις να νιώσει οικεία.
Όλα επανήλθαν. 2 η ώρα. Φεύγεις για δουλειά. Τα Χριστούγεννα φέτος δε θα έρθουν. Έχουμε σημαντικότερα πράγματα να κάνουμε. Δεν περιμένουμε αυτές τις μέρες για να χαρούμε. Καλό θα ήταν να γιορτάζουμε την όποια μέρα καθώς κανείς δεν γνωρίζει τις βουλές του Κυρίου. Τουλάχιστον να φύγουμε γεμάτοι και κεφάτοι… μην αφήσουμε μίζερες αναμνήσεις. Να φύγουμε σταρούμπες.
Άντε. Βγες έξω τώρα που έχει ήλιο γιατί μετά θα κλαίγεσαι…
Υ.Γ. Free Lakis Gavalas. Τον παχαίνουν τα ριγέ.



ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΝΕΑ!